Φώτης Σπυρόπουλος
Το βιβλίο του Gavin Mueller Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά, με αφετηρία το ιστορικό κίνημα των άγγλων εργατών των αρχών του 19ου αιώνα που κατάστρεφαν τις μηχανές, εξετάζει τη χρήση της τεχνολογίας από το κεφάλαιο και την εργατική αντίσταση στην -υποτίθεται ουδέτερη- τεχνολογική πρόοδο.
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προϊόν σαμποτάζ! Το Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά: Οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου, γράφτηκε από τον Gavin Mueller τον Φεβρουάριο του 2021 και μεταφράστηκε από τους Γιώργο Καλαμπόκα και Αντώνη Φάρα εκ μέρους των εκδόσεων Εκτός γραμμής τον Δεκέμβριο του 2024. Διαβάζοντας τον τίτλο του βιβλίου η πρώτη ερώτηση που γεννιέται είναι «ποιοι είναι οι λουδίτες;», αν και το βιβλίο δεν ασχολείται τόσο με αυτούς, όσο με τον ιδιαίτερο τρόπο που εξεγείρονταν για την διεκδίκηση καλύτερων συνθηκών εργασίας. Κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ομάδες εργαζομένων στην Αγγλία κατέστρεφαν μηχανήματα, κυρίως μηχανές ύφανσης, έστελναν απειλητικά μηνύματα σε βιομήχανους και εργοδότες, δημοσίευαν ανώνυμα ανακοινώσεις σε εφημερίδες υπογράφοντας είτε με το ψευδώνυμο «Βασιλιάς Νεντ Λουντ» είτε ως ακόλουθοί του. Το κίνημα του λουδισμού έχει χαρακτηριστεί ως τεχνοφοβικό, με κύριο επιχείρημα την πολιτική ουδετερότητα της τεχνολογίας και ότι η καταστροφή μηχανών είναι πριμιτιβιστική.
Ο πριμιβιτισμός, ως πολιτική θέση τίθεται ενάντια στην χρήση τεχνολογίας με την «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου να είναι αυτή στην οποία δεν εμφανίζεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Στον αντίποδα αυτής της λογικής, τίθεται ο επιταχυντισμός που θέτει την τεχνολογία σαν το μέσο για την πλήρη απελευθέρωση του ανθρώπου με τη συνεχή αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Φανταστείτε τον πολυτελή πλήρως αυτοματοποιημένο κομμουνισμό ή την ιδεολογία της Καλιφόρνιας σε πιο δεξιά εκδοχή. Οι δύο αυτές μανιχαϊστικές προσεγγίσεις για την τεχνολογία παραβλέπουν τον τρόπο που αυτή λειτουργεί στην παραγωγή και έπειτα γίνεται μέσο για την υπαγωγή της παραγωγής στο κεφάλαιο. Η θέση του βιβλίου δεν είναι υπέρ της ουδετερότητας της τεχνολογίας, αντίθετα υπογραμμίζει είδη τεχνολογίας τα οποία δεν μπορούν να θεωρηθούν «καλά».
Η τεχνολογία εξετάζεται υπό το πρίσμα αρχικά του τεϊλορισμού και του επιστημονικού εξορθολογισμού της εργασίας, και έπειτα επεκτείνεται στη σημερινή μετα-τεϊλορική εποχή του ίντερνετ. Μέσα στο βιβλίο παρουσιάζονται αρκετά ιστορικά παραδείγματα όπου η τεχνολογία φαίνεται να αντικειμενοποιεί τον άνθρωπο σε ένα μέσο παραγωγής, με τα μηχανήματα να εντατικοποιούν την εργασία σε σημείο που εργαζόμενοι κυριολεκτικά τρέχουν να προλάβουν τις μηχανές. Ταυτόχρονα αναλύεται ο τρόπος που βαθαίνει η αντίθεση του διαχωρισμού διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται οι έμφυλες και φυλετικές προεκτάσεις της. Ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου είναι το σημείο που αναφέρεται η Δεύτερη Διεθνής και πως καταλήγει κανείς «να περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες». Εκεί συνοψίζεται η σχέση της ανάγκης για την ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων το οποίο επιτυγχάνεται με τεϊλορικά μοντέλα παραγωγής και την ιστορική ανάγκη για εργατικό έλεγχο της παραγωγής.
Οι αγώνες ενάντια στις μηχανές ήταν πράγματι αγώνες ενάντια στην κοινωνία που τις χρησιμοποιεί
Ο αυτοματισμός και η κυβερνητική παίρνουν εξέχουσα θέση σε όλο το βιβλίο. Το σαμποτάζ έρχεται σαν αντίδραση στην τάση του κεφαλαίου να αυτοματοποιεί την παραγωγή, άρα και να μειώνει την ανθρώπινη παρέμβαση στην εργασία. Βέβαια, η ανθρώπινη εργασία δεν μειώνεται αλλά μετασχηματίζεται σε περισσότερο χαμαλίκι. Με την αυτοματοποίηση και τον εκμηχανισμό της εργασίας, εξηγείται η τάση του κεφαλαίου να ζητά ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό. Η κυβερνητική έρχεται σαν το ιστορικό επόμενο του αυτοματισμού και της ανάπτυξης των υπολογιστικών τεχνολογιών, με σκοπό την εξάλειψη του ανθρώπινου ελέγχου από την παραγωγή. Ως αποκορύφωμα της τάσης για εκμηχανισμό, η κυβερνητική είναι άκρως τεϊλοριστική. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι η ψηφιακή αυτοματοποίηση δημιουργεί εργασία φάντασμα η οποία απαιτείται για την λειτουργία των εν λόγω συστημάτων, για παράδειγμα συστήματα μηχανικής μάθησης και εν γένει αλγόριθμοι συλλογής δεδομένων. Η συγκεκριμένη πρακτική περιγράφεται σαν μια περίφραξη των διαδικτυακών χώρων, ακολουθώντας την λογική της Σουζάνα Ζούμποφ για τον καπιταλισμό της επιτήρησης.
Πέραν των θεωρητικών αναλύσεων, το βιβλίο εστιάζει και στους αγώνες των εργατών και εργατριών ενάντια σε αυτές τις μεθοδεύσεις, από τα κλωστοϋφαντουργεία, στα ανθρακωρυχεία, στα λιμάνια, στα τηλεφωνικά κέντρα και τέλος στην εταιρική εργασία γραφείου. Όλη η λογική του βιβλίου συνοψίζεται στην φράση «Οι αγώνες ενάντια στις μηχανές ήταν πράγματι αγώνες ενάντια στην κοινωνία που τις χρησιμοποιεί». Το επίδικο αυτών των αγώνων είναι για το ποιος θα ελέγχει την τεχνολογία, άρα και την παραγωγή, πάντα λαμβάνοντας υπόψη ότι το μοντέλο παραγωγής δεν διαχωρίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 12-13 Απριλίου 2025