Γιώργος Τσαντίκος
Γεμίζουν με μπόλικη ανασφάλεια και με τρόμο ή πιο σωστά, γεμίζουν με την αίσθηση ότι έχεις πολλά περισσότερα να χάσεις, από αυτά που έχεις χάσει ήδη, ακόμα και αν σου έχουν μείνει πάρα πολύ λίγα. Γεμίζουν με «ΤΙΝΑ» και με τόσο δάχτυλο που δεν σου είχαν κουνήσει ούτε στο δημοτικό.
Υπάρχει, λέει, ένα «μεγάλο κενό στην κοινωνία», το οποίο κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά το ερμηνεύει όπως νομίζει, καταλαβαίνει ή κυρίως, τη βολεύει. Συνήθως, πρόκειται για ερμηνείες που εκλογικεύουν τις αδυναμίες. Γιατί, για παράδειγμα, παραμένει ένα υποτίθεται μυστήριο, πώς μια κυβέρνηση που υποχωρεί συνεχώς σε αυτό που περιγράφεται ως «καθημερινή δημοφιλία», παίρνει τις εκλογές «αέρα» και χωρίς κανέναν αντίπαλο;
Με τι γεμίζουν λοιπόν αυτά τα κενά μεταξύ συρμού και αποβάθρας, εξουσίας και λαού;
Καταρχάς, γεμίζουν με μπόλικο τσιμέντο. Το τσιμέντο που ακινητοποιεί σχεδόν κάθε αντίσταση και στην καλύτερη περίπτωση, επιτρέπει γραφικές ελπιδοφόρες φωτογραφίες με αγριόχορτα που φυτρώνουν στην άσφαλτο, με λεζάντες «η φύση και η πάλη πάντα βρίσκουν τον δρόμο», σε μπουμερικές σελίδες του facebook.
Γεμίζουν επίσης με μπόλικη ανασφάλεια και με τρόμο ή πιο σωστά, γεμίζουν με την αίσθηση ότι έχεις πολλά περισσότερα να χάσεις, από αυτά που έχεις χάσει ήδη, ακόμα και αν σου έχουν μείνει πάρα πολύ λίγα. Γεμίζουν με «ΤΙΝΑ» και με τόσο δάχτυλο που δεν σου είχαν κουνήσει ούτε στο δημοτικό.
Γεμίζουν με ψέμα και παραφιλολογία, με εύκολες υπεκφυγές και στρεψοδικίες. Με χιλιάδες τόνων facts και διασταυρώσεων, που συσσωρεύονται πάνω από την πραγματικότητα ακόμα και τα προφανή πράγματα, για να μη συζητάμε γι αυτά και κυρίως, να μην αποφασίζουμε βάση αυτών. Γεμίζουν με σενάρια επί σεναρίων που δημιουργούν ένα συνεχές παραφιλολογίας, που ακόμα και όταν έχεις δίκιο, νιώθεις ότι ή δεν το βρίσκεις, ή δεν το έχεις καν γιατί σου λένε ότι «δεν είναι αυτά τα ζητήματα, εμείς θα πούμε ποια είναι».
Τι συμβαίνει όταν εκατοντάδες χιλιάδες κατεβαίνουν στον δρόμο και ξεχνούν τις εγγυήσεις, τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τα κοινωνικά συμβόλαια
Γεμίζουν με εξουσία, που ακόμα και όταν έχει ρήγματα, θα χρησιμοποιήσει τους πρόθυμους στόκους για να τα κλείσει. Ναιμεναλλάδες, αργυρώνητους καλο και κακοπληρωμένους, πάντα διαθέσιμους να διδάξουν τον κατηχητικό λόγο της «υπευθυνότητας» και μιας κατασταλτικής ψυχραιμίας που επιβάλλεται από πολιτικά ψυχοφάρμακα πολλών αποχρώσεων. Γεμίζουν με τύπους που θα σου αλλάξουν την ουσία της ελευθερίας, για να σου πούνε ότι υπάρχει μόνο για συγκεκριμένους: για τους πλούσιους και τους συν αυτώ. Αυτοί θα κυκλοφορήσουν ελεύθεροι ακόμα και αν έχουν καταδικαστεί, αυτοί θα συνομιλήσουν αρμοδίως ως «αυτοδημιούργητοι επιτυχημένοι», αυτοί θα διαχειριστούν ό,τι δημόσιο για να το «νοικοκυρέψουν» και να το απογυμνώσουν από κάθε ικμάδα κοινότητας και θα το καταντήσουν ή απρόσιτο ή επικίνδυνο.
Γεμίζουν με όλα εκείνα τα κομμάτια της ελευθερίας που σπάνε για να ταιριάξει η ελευθερία στα μέτρα του «σύγχρονου κράτους» και των «εγγυητών της σταθερότητας» και να μην «προκαλεί». Μόνο που σε ένα από αυτά τα σπασμένα κομμάτια, στο μικρότερο συνήθως που έχει πέσει ανάμεσα στη ρωγμή, έχει πάει και έχει μαζευτεί όλη η ελευθερία.
Γεμίζουν επίσης με ακροδεξιά. Με την ακροδεξιά που θρέφει κάθε άθλιο αισθητήριο, κάθε κρυφό μίσος, που απενοχοποιεί όλα τα πράγματα που μπορεί και να έμαθες κάποτε ότι είναι λάθος, αλλά το λησμόνησες, γιατί κανείς (μα κανείς…) δεν σου θύμισε ότι το αντίθετο από αυτά δεν είναι απλά μια πιθανότητα, αλλά μια ζωή ολόκληρη. Ζωή για το τώρα και το αύριο, όχι για χτεσινές και προχτεσινές αναμνήσεις.
Γεμίζουν και με έναν ακόμα τρόπο όμως: με εκατό, διακόσιες, πεντακόσιες χιλιάδες κόσμο, με οχτακόσιες χιλιάδες, με ένα εκατομμύριο που κατεβαίνει στον δρόμο και ξεχνάει τις εγγυήσεις, τη σταθερότητα, την ασφάλεια, τα κοινωνικά συμβόλαια, γιατί τον υποκινεί αυτό το ίδιο το κενό. Το κενό που είναι γεμάτο άδικο, απλήρωτα κοινωνικά γραμμάτια και αναπάντητα «γιατί».
Γεμίζει σε πρώτη φάση, στις 28 του μήνα. Κυρίως γεμίζει με κάτι διαφορετικό, μετά από αυτή την ημερομηνία.
Όπερ έδει δείξαι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 22-23 Φεβρουαρίου