Γιώργος Τσαντίκος
Όταν ξέσπασε η κρίση, το σύστημα έβαλε μπροστά μια αριστερά «χωρίς λιπαρά» για να αντιμετωπίσει καταρχάς τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και να προετοιμάσει, ακολουθώντας ένα έτοιμο εγχειρίδιο διακυβέρνησης, την επόμενη μέρα.
H προδιαγεγραμμένη, με μαθηματική ακρίβεια, εδώ και καιρό διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι οι τελευταίες αράδες του βιβλίου 100 χρόνια μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Είναι η λογική εξέλιξη για ένα μόρφωμα που ήθελε να αναφέρεται στην Αριστερά, αλλά πήρε σταδιακά αποστάσεις από κάθε τι αριστερό.
Το φαινόμενο δεν συμβαίνει ούτε μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μόνο στην Ελλάδα.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ο καπιταλισμός έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα από κάθε άλλο σύστημα διακυβέρνησης: μετέτρεψε την κρίση σε ευκαιρία για τον εαυτό του. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν που η κρίση απείλησε την αμερικάνικη οικονομία, το σύστημα άρχισε να δουλεύει παράλληλα, σε πολλά επίπεδα.
Πρώτον, φρόντισε να μην περάσει η χασούρα στους βασικούς υποστηρικτές του: τράπεζες, μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, ισχυρά πρόσωπα και σήματα κατατεθέντα του επιχειρείν.
Δεύτερον, έβαλε μπροστά μια αριστερά «χωρίς λιπαρά» για να αντιμετωπίσει καταρχάς τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά και να προετοιμάσει, ακολουθώντας ένα έτοιμο εγχειρίδιο διακυβέρνησης, την επόμενη μέρα.
Τρίτον, φρόντισε να ποινικοποιήσει κάθε αναφορά στο δημόσιο συμφέρον, τον συνδικαλισμό, την ελευθερία. Ακόμα και αυτή η λέξη, η ελευθερία, χρησιμοποιήθηκε από την ακροδεξιά με τρόπο που θα τοποθετούσε τον Μαξ Βέμπερ και την Προτεσταντική Ηθική του σε δευτεραγωνιστικό ρόλο σε ταινία των αδερφών Μαρξ.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με «μεταπολιτική» και «ενότητα μετά την καταιγίδα», εκδοχές του πολιτικού συστήματος που κρύβουν το χειρότερο πρόσωπό του. Πολιτικές μετριότητες αναδύθηκαν μέχρι τις ηγετικές θέσεις στην Ευρώπη, τσαρλατάνοι και απατεώνες βγαλμένοι από το Succession, την τρομερή σειρά του Τζέσε Άρμστρονγκ, και «αριστερά» που έμοιαζε με σεκάνς από ταινία του Φελίνι: οι ήρωες να συνομιλούν σε δεύτερο πλάνο, πίσω από μια κυρία με γυαλιά από ταρταρούγα σε σχήμα πεταλούδας που πίνει τον καφέ της ανέμελη.
Παράλληλα, άγρυπνη φρουρά ήταν ο πιο συνήθης σύμμαχος της εξουσίας στις δύσκολες στιγμές: η ακροδεξιά και κυρίως, η επιχειρηματολογία της, νομιμοποιημένα και τα δύο.
Κάπου στην προτελευταία σεζόν του West Wing, μιας άλλης «προεδρικής» τηλεοπτικής σειράς στις ΗΠΑ, ένας υποψήφιος πρόεδρος λέει μια τρομερή (για αμερικάνο πρόεδρο) ατάκα: «Μην ψηφίζετε όποιον μπορεί να σας υποσχεθεί ή και να κάνει πραγματικότητα αυτό που θέλετε ή σας συμφέρει. Ψηφίστε αυτόν με τον οποίο ταιριάζετε στις ιδέες και τα ιδανικά».
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με «μεταπολιτική» και «ενότητα μετά την καταιγίδα», εκδοχές του πολιτικού συστήματος που κρύβουν το χειρότερο πρόσωπό του.
Αυτή ακριβώς τη συνεπαγωγή, του ιδανικού, του προτάγματος, της πολιτικής πρότασης, η «τρέχουσα κυβερνητική αριστερά», ειδικά στην Ελλάδα, σταμάτησε να την υπηρετεί εδώ και χρόνια. Στο όνομα μιας «υπευθυνότητας» που δεν άλλαζε τίποτε στην πρακτική της εύνοιας και της «ημετερότητας» -μιας λέξης που δεν υπάρχει, αλλά θα έπρεπε να τη συντάξουμε για να υπάρχει-, που ήταν εκ θέσεως εχθρική απέναντι στον εργαζόμενο και την εργαζόμενη, απώλεσε την όποια σχέση είχε με τον κόσμο της δουλειάς, με την έννοια του δικαιώματος, της διεκδίκησης, του ιδανικού και τελικά, της πολιτικής.
Ως αποτέλεσμα αρκετών από τα παραπάνω, ένας άγνωστος πήρε την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ, και τα κατάφερε γιατί το πολιτικό κριτήριο είχε υποπέσει σε επίπεδο προσώπων και στο παιχνίδι «ένας με ένα»: ποιός μοιάζει περισσότερο σε αυτόν που κερδίζει – να φτιάξουμε έναν τέτοιο αλλά να λέει τα «δικά μας» και να κερδίσουμε. Σαν ένα παλιό σκίτσο του Γιάννη Ιωάννου που διακωμωδούσε τη ΝΔ του Μητσοτάκη sr, όταν αυτή έκανε μεταγραφές πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ ή πολιτικούς που είχαν κάποια συγγενική σχέση με βουλευτές και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, κάπου στα ‘80s.
Το κενό που μένει δεν γεμίζει «με ένα ακόμα κόμμα», γιατί ακριβώς δεν υπάρχει καν εκείνο το συστατικό που παλιότερα έκανε τις διασπάσεις και τις διαφωνίες δημιουργικό πολιτικό καύσιμο.
Το κενό γεμίζει με τη χειρότερη εκδοχή των ιδανικών, γεμίζει με τον φασισμό και την ακροδεξιά ή και την ανοχή τους.
Και γι’ αυτά, η «τρέχουσα αριστερά»-μπάτλερ της εξουσίας, έχει τεράστια ευθύνη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (1.12.24)