Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Η προοπτική δημιουργίας κόμματος στα «δεξιά της Δεξιάς», οι ερμηνείες και η επίδραση στην κυβέρνηση
Προάγγελος πολλών και επικίνδυνων εξελίξεων φαίνεται να είναι η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά από την Νέα Δημοκρατία που ανακοινώθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη το Σάββατο και επικυρώθηκε την Τρίτη από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Νέας Δημοκρατίας.
Η «επικινδυνότητα» των εξελίξεων δεν εστιάζεται φυσικά στο αν θα …πέσει ή όχι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πράγμα που δεν φαίνεται άμεσα στον ορίζοντα. Σχετίζεται κυρίως με την πιθανότητα να γίνει αφορμή «να μπουν δυναμικά» στο πολιτικό σκηνικό και άλλες εκφάνσεις της δεξιάς πολιτικής που θα προέλθουν από τις πλέον αντιδραστικές πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Η κίνηση Μητσοτάκη επιχειρείται από πολλούς να ερμηνευθεί ως η κορύφωση μιας προσωπικής ή ακόμη και οικογενειακής κόντρας δεκαετιών των «Μητσοτάκηδων» με τον Σαμαρά, που έχει τις ρίζες στην πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1993 από τον τότε υπουργό Εξωτερικών και μετέπειτα ιδρυτή της Πολιτικής Άνοιξης. Όμως παρά τα πραγματικά στοιχεία που έχει αυτή η ερμηνεία δεν αρκεί για να εξηγήσει την διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού της περιόδου 2012-2015.
Έκτατε έχουν υπάρξει αρκετές «συμπράξεις» ανάμεσα στους δύο χώρους. Όπως για παράδειγμα η στήριξη του Αντώνη Σαμαρά στον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2016 προκειμένου ο τελευταίος να εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Η ακόμη και η πρόσφατη συνάντηση των δύο πριν τις εκλογές του 2023 σε μεζεδοπωλείο στην Καλαμάτα, όπου αποσαφηνίστηκε η στήριξη Σαμαρά στην προσπάθεια του σημερινού πρωθυπουργού για δεύτερη τετραετία.
Έτσι, λοιπόν, εύλογα καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πώς τα αίτια πρέπει αναζητηθούν «στο σήμερα». Με έμφαση στις εσωτερικές αντιθέσεις της ΝΔ που πιθανότατα αντανακλούν συνθήκες αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού, βασισμένες σε αντιθέσεις του εγχώριου κεφαλαίου. Στοιχεία που αναμένεται να επιβεβαιώσουν σε σημαντικό βαθμό οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος.
Η διαγραφή Σαμαρά θα έχει ως άμεση επίπτωση να υπάρξει ρήγμα στην αίσθηση της σταθερότητας της κυβέρνησης. Παρότι διαθέτει επαρκή πλειοψηφία 155 βουλευτών. Παρότι δεν φαίνεται, από τα πρώτα δείγματα, ότι θα επιχειρηθεί από την πλευρά του πρώην πρωθυπουργού η πτώση της κυβέρνησης στην επικείμενη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού του 2025 που έχει χαρακτήρα ψήφου εμπιστοσύνης. Είναι όμως βέβαιο πως εφεξής κάθε νομοσχέδιο θα τίθεται στην βάσανο της ονομαστικής ψηφοφορίας.
Σε μία περίοδο που «Σαμαρικοί», αλλά και «Καραμανλικοί», βουλευτές αμφισβητούν πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Ιδίως όταν προωθούν ζητήματα εξυπηρέτησης «μεγάλων» συμφερόντων που τους φέρνουν σε αντίθεση με κοινωνικά στρώματα ή όμαδες που αποτελούν τον «κορμό» των ψηφοφόρων της ΝΔ. Αυτά κυρίως χαρκακτηρίζονται από την μικροϊδιοκτησία (έμποροι, μικρο-επιχειρηματίες και τοπικοί επιχειρηματιες, μεσαίοι αγρότες, ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας κ.λ.π).
Παρόλα αυτά η πλέον «επιδραστική» πλευρά της διαγραφής Σαμαρά, αναμένεται να είναι η «αναθέρμανση» των εξελίξεων «στα Δεξιά» της ΝΔ. Εκεί, όπου βρίσκεται ο κατακερματισμένος αλλά ενισχυμένος τα τελευταία χρόνια χώρος της ακροδεξιάς.
Ο πολιτικός λόγος του πρώην πρωθυπουργού είναι γνωστό πως «αγγίζει» τον συγκεκριμένο χώρο. Ιδίως μετά την προσπάθεια της κυβέρνησης να ξεκαθαρίσει το «Βορειοατλαντικό» της στίγμα απαιτώντας αρχικά την εφαρμογή της Συμφωνία των Πρεσπών που προεκλογικά επέκρινε, ή παίρνοντας πρωτοβουλίες αστικών εκσυγχρονισμών που έχουν κοινωνικά ωριμάσει όπως το νομοσχέδιο για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Εφεξής η ανεξαρτησία κινήσεων που αντικειμενικά θα έχει ο Αντώνης Σαμαράς είναι εξαιρετικά πιθανό να λειτουργήσει ως παράγοντας ομογενοποίησης του ακροδεξιού χώρου. Άλλωστε στους κόλπους των υποστηρικτών του πρώην πρωθυπουργού είναι κυρίαρχη η άποψη ότι ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα οφείλει να διαθέτει έναν «κεντροδεξιό» και έναν «ακροδεξιό» πολιτικό πόλο.
Εξυπακούεται ότι οι συνθήκες για μία τέτοια εξέλιξη θα πολλαπλασιαστούν εφόσον οι επαφές μεταξύ των κυβερνήσεων Αθήνας- Λευκωσίας και Άγκυρας οδηγήσουν σε …απτά αποτελέσματα.
Δεν θέλει φυσικά πολύ …φαντασία για να εκτιμήσει κανείς την επικινδυνότητα τέτοιων αναπροσαρμογών στο πολιτικό σκηνικό. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς το …συνεχές που θα διαμορφωθεί και με τα κόμματα που φέρονται να κινούνται στην αντιπολίτευση όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, που έχουν ξεκάθαρα μετατοπίσει ακόμη πιο δεξιά τις πολιτικές τους προσεγγίσεις.