Παναγιώτης Ξοπλίδης
Αντιφατικός αντι-ΝΑΤΟϊσμός και αδυναμία αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με την ΕΕ, μαζί με την συχνή υποταγή στα κυρίαρχα «εθνικά» αφηγήματα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα παλιά και νέα μορφώματα της Αριστεράς στην Ευρώπη. Τι σηματοδοτούν και τι περιλαμβάνουν τα «μοντέλα» της Ανυπότακτης Γαλλίας και του Κινήματος Σάρα Βάγκενκνεχτ στη Γερμανία.
Γύμνια και αδιέξοδο μετά τη «ροζ παλίρροια»
Ενώ η ΕΕ παίρνει το όπλο της και η ηγεσία της – μέσω της έκθεσης Ντράγκι – ομολογεί την ιστορική κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, η Αριστερά μοιάζει αδύναμη να αρθρώσει ένα πρόταγμα εναντίωσης και, πολύ περισσότερο, ανατροπής της ζοφερής κατάστασης. Η Ευρώπη γνώρισε την τελευταία εικοσαετία μια δική της «ροζ παλίρροια» με το φούσκωμα νέων ή αναπαλαιωμένων κομμάτων και σχηματισμών, που μιλούσαν στο όνομα της ριζοσπαστικής Αριστεράς – ή ενάντια στο κατεστημένο – και συμπληρωματικές δυνάμεις να δηλώνουν αντικαπιταλιστικές, ακόμα και επαναστατικές. Παλιά κόμματα του ευρωκομμουνισμού, συνήθως με νέα ονόματα που έκοβαν κάθε δεσμό με το παρελθόν, συναντήθηκαν με νέα μορφώματα που σχηματίστηκαν μέσα από κοινωνικούς αγώνες, αρχικά «ενάντια στη παγκοσμιοποίηση» και στη συνέχεια ενάντια στην καταστροφική επέλαση της καπιταλιστικής κρίσης του 2008-12.
Στη δεύτερη φάση, κόμματα και συνασπισμοί κλήθηκαν να διαχειριστούν την καπιταλιστική κρίση σχηματίζοντας ή συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις κυρίως στη Μεσόγειο (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Πορτογαλία), αλλά και σε σκανδιναβικές χώρες. Με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκαν και περιπτώσεις όπως τα Πέντε Αστέρια στην Ιταλία και το Σιν Φέιν στην Ιρλανδία δίνοντας μια πανευρωπαϊκή διάσταση στην κυβερνησιμότητα της Αριστεράς και των δυνάμεων «ενάντια στο κατεστημένο».
Κάθε παλίρροια όμως μετά το φούσκωμα γνωρίζει την κάθοδο της στάθμης και η κυβερνητική διαχείριση αποδείχτηκε καταστροφική για την Αριστερά. Ακολούθησε μια ραγδαία υποχώρησή της σε κάθε χώρα, που εξελίσσεται μέχρι και σήμερα, συνοδευόμενη από κρισιακά φαινόμενα. Ο πυρήνας της κρίσης δεν βρίσκεται όμως στην αποτυχία της προσπάθειας διαχείρισης. Τα αίτια είναι πολύ πιο βαθιά: στην ιστορική αποτυχία ανάγνωσης του καπιταλισμού της εποχής μας, που εισέρχεται πλέον σε πολεμική φάση
Στήριξη της «στρατιωτικής απεξάρτησης» της ΕΕ από των ΗΠΑ και αδυναμία διαμόρφωσης διεθνιστικής ταξικής θέσης για τον πόλεμο στην εποχή του πολεμικού καπιταλισμού
Το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών και οι διεργασίες συγκρότησης των ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο αποτυπώνουν την κρίση της Αριστεράς. Πάνω στα συντρίμμια του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), δημιουργούνται νέοι σχηματισμοί, με βασικούς πόλους την Ανυπόταχτη Γαλλία και το νέο κόμμα της Σάρα Βάγκενκχνεχτ στη Γερμανία.
Ο πρώτος έχει σχηματοποιηθεί με την δημιουργία μιας νέας ομάδας, της Ευρωπαϊκής Αριστερής Συμμαχίας, στην οποία συμμετέχουν επίσης το πορτογαλικό Μπλόκο, το ισπανικό Podemos, η δανέζικη Κοκκινοπράσινη Συμμαχία, η φινλανδική Αριστερή Συμμαχία, το σουηδικό Αριστερό Κόμμα και το πολωνικό Razem. Η Ανυπόταχτη Γαλλία προβάλει έντονα την εναντίωση στο ΝΑΤΟ και μια πιο ισορροπημένη θέση για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, αν και η ευρωβουλεύτρια Μανόν Ομπρί χαρακτήρισε τη νέα ομάδα ως «αντι-ΝΑΤΟϊκό συνασπισμό», την ίδια στιγμή οι συνοδοιπόροι της από τις σκανδιναβικές χώρες ψήφισαν υπέρ της εισόδου των χωρών τους στο ΝΑΤΟ, στηρίζοντας τους «αμυντικούς» εξοπλισμούς και την αποστολή όπλων στην Ουκρανία! Αλλά και εντός της Ανυπόταχτης Γαλλίας οι διαφορές για το ζήτημα του πολέμου δεν είναι λίγες, καθώς στο εθνικό κοινοβούλιο ψήφισε κατά των εξοπλισμών στην Ουκρανία, στο ευρωκοινοβούλιο απείχε, ενώ ο αντιπρόεδρός της στο Στρασβούργο ψήφισε υπέρ.
Αυτές οι παλινωδίες εξηγούνται από το περιεχόμενο της όποιας αντίθεσης στο ΝΑΤΟ, καθώς αυτή αφορά μόνο την ηγεμονική παρουσία των ΗΠΑ σε αυτό. «Εργαζόμαστε ως εναλλακτική πρόταση στο αμυντικό σύστημα της ΕΕ, το οποίο προς το παρόν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις αρχές του ΝΑΤΟ, επομένως με τις ΗΠΑ», δήλωσε χαρακτηριστικά η Ομπρί, αναδεικνύοντας την στόχευση για μια στρατιωτικά ανεξάρτητη ΕΕ, η οποία συνάδει απόλυτα με τις επιδιώξεις ηγεμονικών πλευρών του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Ένας άλλος λόγος που προβάλλεται ως αιτία της διάσπασης του ΚΕΑ είναι η δυσανεξία πολλών με την παρουσία «κομμουνιστικών κομμάτων», τα οποία θεωρούνται «μονολιθικά». Όπως το ΚΚ Γαλλίας και το ΚΚ Ισπανίας, έστω κι αν στηρίζουν κυβερνήσεις στις χώρες τους εδώ και δεκαετίες! Την ίδια στιγμή, μόλις το 20% των κομμάτων που συμμετείχαν στο ΚΕΑ είχαν στο όνομα τους την κομμουνιστική αναφορά, ωστόσο ο πρόεδρος του Βάλτερ Μπάιερ, προερχόμενος από το Αυστριακό ΚΚ, έσπευσε να κατευνάσει τις …ανησυχίες, δηλώνοντας ότι «το ΚΕΑ δεν είναι μια οργάνωση κομμουνιστική, αλλά ούτε και αντικομμουνιστική».
Όλοι αυτοί μπορεί να μην συμφωνούν τελικά σε τίποτα, έχουν όμως μια κοινή αγωνία, η οποία αφορά στο μέλλον του πολιτικού ιδρύματος Τransform Εurope. Το Ευρωκοινοβούλιο συγκεκριμένα χρηματοδοτεί τα πολιτικά ιδρύματα των ευρωπαϊκών κομμάτων ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους και εξετάζεται η νομική δυνατότητα το Τransform να αποτελέσει το κοινό πολιτικό ίδρυμα τόσο του ΚΕΑ όσο και της νέας Συμμαχίας. Μέσω αυτής της χρηματοδότησης συντηρούνται ινστιτούτα, έντυπα, ριζοσπαστικά think tank, ενώ χωρίς αυτή είναι αμφίβολη η ύπαρξη πολλών οργανώσεων που αναπτύσσονται με φόντο ακαδημαϊκές καριέρες και κινηματική δράση που λειτουργεί με όρους ΜΚΟ. Είναι ενδεικτικό ότι το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ, της γερμανικής Die Linke, λειτουργεί πρακτικά ως «εργοδότης» δεκάδων μικρότερων ιδρυμάτων, πολλών εξ’ αυτών στην Ανατολική Ευρώπη, διαμορφώνοντας τα όρια της πολιτικής τους ταυτότητας. Πρακτικά λοιπόν η σιγή ιχθύος της ευρωπαϊκής Αριστεράς για το ζήτημα της ΕΕ έχει ίσως και πιο «απλοϊκές» εξηγήσεις από τις δυσνόητες θεωρητικές…
Το αντίπαλο δέος σε αυτήν την Αριστερά έρχεται να γίνει η χαρισματική Σάρα Βάγκενκχνεχτ, που εισήλθε δυναμικά και στο Ευρωκοινοβούλιο. To «αριστεροδέξιο» προσωποπαγές κόμμα της δεν χωρούσε στις υπάρχουσες ομάδες και βρίσκεται στους Ανεξάρτητους, μαζί με άλλα «ορφανά» κόμματα, κυρίως από τον ακροδεξιό χώρο. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναδιάταξη του πολιτικού χάρτη της Αριστεράς στην Ευρώπη ορίζεται αυτή τη φορά όχι από κόμματα της περιφέρειας, αλλά από δύο του πυρήνα της – Γαλλίας και Γερμανίας. Η δε πρόταση τους τελικά δεν χωρίζεται από σινικά τείχη, αλλά συμπυκνώνει επιδιώξεις μειοψηφικών σήμερα όμως υπαρκτών τάσεων του σκληρού πυρήνα της αστικής πολιτικής στην Ευρώπη. Η εξισορροπημένη στάση τους απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας συγκλίνει με ανάγκες για φθηνή ενέργεια, όχι μόνο των φτωχότερων στρωμάτων, αλλά και επιχειρήσεων που παραγκωνίζονται στον διεθνή ανταγωνισμό.
Η Βάγκενκχνεχτ αυτοπροβάλλεται ως η κληρονόμος των αξιών τόσο του μεταπολεμικού γερμανικού καπιταλισμού, ο οποίος στηρίχθηκε στην βιομηχανία και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όσο και του πολιτικού προσωπικού που τον υπηρέτησε σε προηγούμενες δεκαετίες, της λαϊκής συντηρητικής Δεξιάς και της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας. Η ανάλυσή της για τον σύγχρονο καπιταλισμό, τον οποίο ονομάζει «BlackRock Capitalism» (από το όνομα της μεγαλύτερης αμερικανικής πολυεθνικής εταιρίας επενδύσεων), δεν απέχει στην ουσία της από το αφήγημα της «τεχνοφεουδαρχίας» του Βαρουφάκη και άλλων παρόμοιων αναλύσεων που προέρχονται από προοδευτικούς διανοούμενους. Η αποσύνδεση του «κακού χρηματοπιστωτικού τομέα» από τις παραγωγικές δυνάμεις και ο εξωραϊσμός μιας προηγούμενης περιόδου του ευρωπαϊκού καπιταλισμού είναι κοινό σημείο των νέων στρατοπέδων που μάχονται μεταξύ τους, αλλά τελικά καταλήγουν σε παρόμοιες προτάσεις «διεξόδου», πλήρως ενσωματώσιμες στην αστική πολιτική. Η υιοθέτηση μιας θέσης που προάγει την στρατιωτική ανεξαρτησία της ΕΕ από τις ΗΠΑ είναι επίσης μια κλωστή που δένει τον προγραμματικό λόγο των δύο πόλων.
Η διαφωνία τους αφορά κυρίως θέματα οικολογίας, φεμινισμού, δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων. Η σύγκρουση αυτή τοποθετείται πάνω στην ατζέντα που βάζουν οι αστικές ελίτ και η ακροδεξιά. Το κόμμα της Βάγκενκχνεχτ, αν και μοναχικό στο Ευρωκοινοβούλιο, βρίσκει σε αυτό το θέμα τη συμφωνία παλιών κομμουνιστικών κομμάτων που έχουν επίσης μείνει «ορφανά» στο νέο πολιτικό χάρτη, όπως το ΚΚΕ, το πορτογαλικό και το τσέχικο ΚΚ. Σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης η γραμμή της είναι πολύ πιο θεσμική, την έχει υιοθετήσει για παράδειγμα το τσεχικό ΚΚ το οποίο άλλωστε έκανε εκλογική συμμαχία με εθνικιστικές δυνάμεις, ενώ επικοινωνεί και με κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όπως της Σλοβακίας. Είναι εντυπωσιακή επίσης η απήχηση της Βάγκενκχνεχτ σε ακροατήρια που προέρχονται ακόμα και από τον αντιεξουσιαστικό χώρο, λόγω της ρητορικής της ενάντια σε «παγκόσμια κέντρα πολέμου και woke καπιταλισμού».
Όλοι οι πόλοι και οι υποομάδες τους αναπαράγουν κομμάτια της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, διαφορετικά και συγκρουόμενα σε πολλές περιπτώσεις, αδυνατώντας όμως να λειτουργήσουν με πλήρη πολιτική ανεξαρτησία. Υιοθετούνται στόχοι «εθνικής» στρατηγικής του κεφαλαίου κάθε χώρας και για αυτό απουσιάζει πλέον σχεδόν κάθε αναφορά στην πάλη των τάξεων. Έτσι, αυτή διεξάγεται μονόπλευρα από την πλευρά του κεφαλαίου και συνθλίβει τις ανάγκες της κοινωνικής πλειονότητας. Η ευρωπαϊκή Αριστερά αδυνατεί να πάρει διεθνιστική και ταξική θέση για τα ζητήματα του πολέμου και της ΕΕ σε μια εποχή που είναι πιο αναγκαία από ποτέ η συνολική αντικαπιταλιστική σύγκρουση με επαναστατική, κομμουνιστική προοπτική.
Η κρίση της Αριστεράς καθίσταται υπαρξιακή
Η αδιέξοδη πορεία τροτσκιστικού και μαοϊκού χώρου
Συχνά, η αυτοαποκαλούμενη ως αντικαπιταλιστική, εργατική, επαναστατική, κομμουνιστική Αριστερά, έχοντας επιλέξει κατά πλειοψηφία να λειτουργεί ως συμπληρωματική δύναμη στο υπάρχον πολιτικό πλαίσιο, αντιμετωπίζει επίσης κρίση, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και υπαρξιακή. Ο τροτσκιστικός χώρος υπήρξε ιστορικά ο πιο μαζικός στην δυτική Ευρώπη και με σημαντική συνεισφορά όχι μόνο στο κίνημα, αλλά και στο ιδεολογικό πεδίο. Αλλά η παραδοσιακή τακτική του «εισοδισμού» αποδείχθηκε ολέθρια όταν τα ρεφορμιστικά κόμματα άδραξαν την ευκαιρία κυβερνητικής διαχείρισης. Οι εμπειρίες ανά χώρα είναι διαφορετικές, ωστόσο η πορεία και η κατάληξη έχουν κοινά στοιχεία, δημιουργώντας τελικά μαζική αποστράτευση, οργανωτική αποδιάρθρωση, νέες διασπάσεις και αδρανοποίηση ή ακόμα και διάλυση των ιστορικών τροτσκιστικών Διεθνών. Εμβληματική είναι η περίπτωση του γαλλικού ΝΡΑ, το οποίο μέσα από ένα συνέδριο αντιδημοκρατικών φραξιονισμών διασπάστηκε πάνω στο ζήτημα της συμπόρευσης με το Λαϊκό Μέτωπο χωρίς να συζητηθούν καθόλου ζητήματα όπως ο πόλεμος και η ΕΕ!
Αλλά και ο μαοϊκός χώρος, αν και λιγότερο ισχυρός, δεν έμεινε ανεπηρέαστος σε καλέσματα συμμετοχής σε ρεφορμιστικά ή κυβερνητικά σχέδια. Ακόμα και τμήματα της αυτονομίας έγιναν συμμέτοχα του αριστερού κυβερνητισμού, κυρίως όσα είχαν αναφορά στην «άμεση δημοκρατία» ή στα μονοθεματικά κινήματα δικαιωμάτων χωρίς ταξικό πρόσημο. Το συγγραφικό έργο πολλών διανοούμενων που προέρχονται από τα παραπάνω ιστορικά ρεύματα είναι σημαντικό, ωστόσο ξεκομμένο από μια συλλογική προσπάθεια, με αποτέλεσμα σεβαστοί εκπρόσωποί τους να γελοιοποιούνται από τις πολιτικές επιλογές τους. Τα ρεύματα αυτά λειτούργησαν περισσότερο ως ιδεολογικά εργαστήρια του ρεφορμισμού. Η κρίση τους βαθαίνει ακόμα περισσότερο με την εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού να δημιουργεί μεγαλύτερα αδιέξοδα, καθώς αδυνατούν να απαντήσουν με επαναστατικό τρόπο σε ερωτήματα που για χρόνια διαχειρίζονταν με «έτοιμες συνταγές».
Ο κομμουνισμός να γίνει πάλι το «φάντασμα» της Ευρώπης
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του αντι-κομμουνισμού. Αλλεπάλληλα ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου καταδικάζουν τον κομμουνισμό εξισώνοντας τον με τον φασισμό. Ακροδεξιά κόμματα μιλούν για μια σύγχρονη κομμουνιστική απειλή. Πούτιν και Ζελένσκι συμφωνούν μεταξύ τους ότι κοινός εχθρός είναι ο μπολσεβικισμός. Ο ιστορικός αναθεωρητισμός στιγματίζει την κομμουνιστική ιδέα, όχι μόνο ως καθεστώς αλλά και για την επίδραση που είχε στο λαϊκό κίνημα, την προσφορά του στον πολιτισμό και τις τέχνες στον 20ο αιώνα. Όλα αυτά μοιάζουν με δονκιχωτική επίθεση σε ανεμόμυλους, καθώς ο μόνος που δεν μιλάει για κομμουνισμό σήμερα είναι η Αριστερά! Ακόμα και τα εναπομείναντα ΚΚ τον αντιμετωπίζουν μάλλον ως εικόνισμα για προσευχές παρά ως ένα συλλογικό, μαχόμενο αφήγημα κοινωνικής απελευθέρωσης στις σύγχρονες μάχες.
Γιατί λοιπόν υπάρχει τόσο έντονος αντικομμουνισμός στην Ευρώπη; Τι είναι αυτό που τρέμει η αστική πολιτική σε μια εποχή που μοιάζει απολύτως κυρίαρχη οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά; Ο καπιταλισμός ξέρει καλά τις αδυναμίες του και είναι προνοητικός.
Η εποχή που έρχεται είναι τόσο σκληρή που θα ξαναβάλει η ίδια τα μεγάλα ερωτήματα. Η κομμουνιστική επαναθεμελίωση δεν είναι ενδεχόμενο αλλά ιστορική ανάγκη. Η προσπάθεια που έχουν ξεκινήσει το ΝΑΡ και η Πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, αν και μοιάζει περιθωριακή, είναι σημαντική με κρίσιμη πτυχή της τον διεθνισμό. Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα, με την ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα αλλά και πιο πρόσφατα, έχει εμβέλεια μεγαλύτερη από τα γεωγραφικά του όρια και μπορεί να έχει κρίσιμο ρόλο για να ανοίξουν δρόμοι, ώστε το φάντασμα που θα πλανιέται να γίνει πάλι ο κομμουνισμός.