Γιώργος Τσαντίκος
Καθημερινότητα γίνεται το greenwashing, μια πρακτική που επίσης έχει τις ρίζες της στην ελληνορθόδοξη παράδοση, όταν ο παπάς της ενορίας βάφτιζε φασολάκια τους κεφτέδες στη Σαρακοστή. Σήμερα γίνεται σε πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο επικίνδυνη κλίμακα για την ανθρωπότητα.
Ίσως η πιο ύπουλη και ενδεικτική τάση των τελευταίων ημερών σε αυτό το απίθανο κομμάτι του πλανήτη που ορίζεται συνοριακά ως «Ελλάδα», είναι ότι επιστρέφουν δριμύτερα τα καλαμάκια. Ίσως να ήταν μια εκ των ων ουκ άνευ, μια αναπόδραστη, μια αναμενόμενη, μια προσδοκώμενη εξέλιξη, στη χώρα όπου μεγάλωσε και εδραιώθηκε ο χτυπημένος καφές ως ρόφημα και αστική συμπεριφορά-ιδεολογία.
Ίσως επίσης να είναι μια καλή ένδειξη ότι «η φύση πάντα βρίσκει τον δρόμο», αν δεχτούμε αφενός ότι αυτού του τύπου η αναψυχή είναι μια φυσική κατάσταση, αφετέρου ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των «πράσινων» εκστρατειών, είναι για πέταμα.
Τα πλαστικά καλαμάκια λοιπόν επιστρέφουν «ευθυγραμμισμένα» με τις σύγχρονες «καμπανιακές» απαιτήσεις, σε περιτυλίγματα που αναγράφουν ότι δεν είναι μιας χρήσης, αλλά επαναχρησιμοποιούνται μέχρι έναν ορισμένο αριθμό επαναλήψεων. Μια πρακτική δηλαδή που, αν έχεις υπάρξει φοιτητής-τρια μακριά από το πατρικό σου, την έχεις αναπτύξει εδώ και ολόκληρες δεκαετίες.
Ένα πολύ κοινό ανάγνωσμα πριν από κάθε μεγάλο γεγονός, αθλητικό, οικονομικό, εκθεσιακό –περίπου τόσο κοινό όσο το να διαβάζεις τον «Αποδυτηριάκια» στου Λέντζου το 1992- είναι οι οδηγίες των διοργανωτών, οι «στρατηγικές βιωσιμότητας», οι εκθέσεις που εντάσσονται στο πεδίο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, οι πολυσέλιδες αποτυπώσεις στόχων που καταλήγουν συνήθως στην «κλιματική ουδετερότητα».
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το Μουντιάλ που έγινε στο Κατάρ, για λόγους που μόνο το κεφάλαιο -αυτό που καταστρέφει τη μπάλα που αγαπάμε- θεώρησε φυσιολογικούς. Το Κατάρ λοιπόν έπρεπε να αναπτυχθεί οικονομικά, αλλά να παραμείνει και «πράσινο» και επειδή αυτά τα πράγματα δεν είναι εύκολα, αν πρέπει π.χ. να φέρεις θάλασσα στην έρημο ή να εξασφαλίσεις κλιματολογικές συνθήκες που δεν θα λιώνουν τους ποδοσφαιριστές μέχρι το 68ο λεπτό του ματς, το «πράσινο» αποχρωματιζόταν προς πιο πετρόλ (#διπλής) αποχρώσεις.
Η παγκόσμια λύση σε αυτές τις περιπτώσεις (και όχι μόνο στο Κατάρ) είναι τα «αντίμετρα». Αν θυμάστε, είναι η ίδια περίπου μέθοδος με την οποία κυβερνήσεις στην Ελλάδα των μνημονίων προσπαθούσαν να αντιπαρέλθουν τη συμφωνία τους με τα εξοντωτικά μέτρα των δανειστών και των παραγγελιών των εγχώριων καλοθελητών.
Είναι η ίδια με τα διάφορα pass (τα περισσότερα εκ των οποίων δεν υπάρχουν πλέον) που χρησιμοποίησε η παρούσα κυβέρνηση ως αντιστάθμισμα στην εξωφρενική ελληνική ακρίβεια.Το αποτέλεσμα είναι επίσης περίπου ίδιο: Ανεπαρκές, αντιπεριβαλλοντικό, προοπτικά καταστροφικό.
Κάτι σαν επιδότηση για ηλεκτρικό αυτοκίνητο, σε μια χώρα όπου τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα κοστίζουν ένα σωρό λεφτά και το ρεύμα ακόμα περισσότερα. Τώρα που τα διόδια είναι ακόμα πιο ακριβά, τα ταξίδια και η «οικολογική μετακίνηση» θα είναι προνόμιο για έχοντες και όχι καθημερινότητα.
Καθημερινότητα όμως θα είναι το greenwashing, μια πρακτική που επίσης έχει τις ρίζες της στην ελληνορθόδοξη παράδοση, όταν ο παπάς της ενορίας βάφτιζε φασολάκια τους κεφτέδες για να πιεί η παρέα αναμάρτητη ένα κρασάκι μέσα στη Σαρακοστή. Ε, αυτό, αλλά σε πολύ μεγαλύτερη και πολύ πιο επικίνδυνη κλίμακα για την ανθρωπότητα.
Ο καπιταλισμός (στις διάφορες ιστορικές εκφάνσεις του) έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τη φύση και τον άνθρωπο. Είναι εξαιρετικά ικανός να ανακαλύπτει τις πρακτικές «βαφτίσματος», δηλαδή τα «αντίδωρα» και τις «αντισταθμίσεις» που δεν λύνουν το πρόβλημα, απλά το σπρώχνουν διακριτικά κάτω από το χαλί.
Τα πράσινα αντισταθμιστικά μέτρα έχουν περίπου το ίδιο αποτέλεσμα με τα λογής pass για τη φτώχεια: Ανεπαρκές, αντιπεριβαλλοντικό, προοπτικά καταστροφικό
Γι’ αυτό και το πρόβλημα είναι πολιτικό και πολιτική είναι η λύση που απαιτεί. Μια βασική παράμετρος θα πρέπει να είναι ότι δεν φτάνει να έχεις τόσα λεφτά για να χτίσεις ένα φανταστικό γήπεδο στη μέση της ερήμου και να το δικαιολογείς επειδή θα φυτέψεις 120 δέντρα στη Βραυρώνα (λέμε τώρα) ή να παίρνεις το ιδιωτικό τζετ για να πας σε μια απόσταση δύο ωρών με το τρένο.
Ούτε φυσικά αρκεί αυτό που γίνεται στην Ελλάδα, στην οποία το AI και η κλιματική αλλαγή είναι πλέον σαν το πιπέρι στα λάχανα. Το ένα σώζει από τα πάντα και φέρνει την ανάπτυξη παντού (μέχρι και στην υπογεννητικότητα…) και το άλλο φταίει για τα πάντα (όταν δεν φταίνε οι Χούθι).
Το φετινό παράδειγμα, που δηλαδή οι πυρκαγιές στην Ελλάδα ξεκίνησαν πριν την επίσημη έναρξη της αντιπυρικής περιόδου, είναι μια τρανή υπενθύμιση ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι μια διαπίστωση για να αιτιολογούνται πολύνεκρες καταστροφές στη χώρα, αλλά μια καθημερινότητα, την οποία οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν με ένα ιδιότυπο και εξειδικευμένο πολιτικό greenwashing.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (13.4.24)