Μπάμπης Συριόπουλος
Όλα τα τμήματα που προέκυψαν από τον ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούν πως αυτά είναι πιο κατάλληλα ως «κυβερνώσα Αριστερά». Κι όμως οι κατ’ όνομα αριστερές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών απέτυχαν να «ανακουφίσουν» τον λαό, στρώνοντας τον δρόμο στη συντήρηση και στην ακροδεξιά. Η επαναστατική Αριστερά είναι πολύ πιο χρήσιμη για την εργατική τάξη και τον λαό και σήμερα και αύριο.
Νέα εκδοχή μιας παλιάς συνταγής
Η ανεπίστρεπτη πορεία, διάσπαση και εξευτελισμός του ΣΥΡΙΖΑ σφραγίζεται από την αντίληψη και γραμμή της «κυβερνώσας Αριστεράς», μιας πρότασης που παρουσιάστηκε ως νέα παρότι έχει ηλικία τουλάχιστον 170 ετών (από τον Λουί Μπλαν στη Γαλλία του 1848). Το παλιό εμφανίστηκε πάλι ως νέο. Αυτή η γραμμή –που σε διάφορες εκδοχές εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται ακόμα τις τελευταίες δεκαετίες– προτάθηκε, τουλάχιστον αρχικά, όχι σαν συνέχεια του κυβερνητισμού της παλιάς αστικοποιημένης σοσιαλδημοκρατίας που προσκύνησε τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά ως μια ριζοσπαστική έκφραση των κινημάτων και της αμφισβήτησης πλευρών της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Αν τη δεκαετία του ’90, μετά την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού, κυριαρχούσε η ευφορία της παγκόσμιας επικράτησης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με ελεύθερη αγορά, ανάπτυξη και ειρήνη, καθώς οι παλιές διαμάχες θα έχαναν το νόημά τους, γρήγορα φάνηκε ότι η κατάσταση απείχε πολύ από τον υποσχόμενο παράδεισο. Ιδίως μετά την όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, κινητοποιήσεις, κινήματα, κοινωνικές εκρήξεις και νέος ριζοσπαστισμός ήρθαν στο προσκήνιο αναζητώντας πολιτική έκφραση.
Οι «ριζοσπαστικός-αριστερός» κυβερνητισμός ήρθε να καλύψει το κενό μιας άμεσης απάντησης και πολιτικής διεξόδου. Στην αρχή ντροπαλά και πειραματικά, στη συνέχεια με τέτοιο ηγεμονικό βαθμό, που δεν νοείται αριστερό πολιτικό σχέδιο χωρίς μια κυβερνητική πρόταση στο πλαίσιο της αστικής εξουσίας. Ακόμα και αντικαπιταλιστικές οργανώσεις και ρεύματα θεωρούν υποχρέωσή τους να τοποθετούνται προτείνοντας ρητά ή υπονοώντας μια κυβερνητική εναλλακτική λύση με διάφορες εκδοχές. Είτε προσχωρώντας σε κάποιον μεγάλο αριστερό ή προοδευτικό πόλο είτε στηρίζοντας και καθαρόαιμα αστικά κόμματα σε προεδρικές εκλογές και δεύτερους γύρους.
Η αποτυχία της διαχείρισης
Είναι αναγκαίος ένας μέχρι τα τώρα απολογισμός της πολιτικής γραμμής του αριστερού κυβερνητισμού, που μετράει κάποιες δεκαετίες. Έχει δοκιμαστεί στη νότια Ευρώπη, καθώς και στη Λατ. Αμερική με τις ροζ παλίρροιες. Για την ελληνική περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη ειπωθεί πάρα πολλά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά τις ιδιαιτερότητες κάθε περίπτωσης, βγαίνουν συμπεράσματα με γενική ισχύ.
α) Ο αριστερός κυβερνητισμός απέτυχε να ανατρέψει ή να ανακόψει τον νεοφιλελευθερισμό για την αντιμετώπιση του οποίου υποτίθεται ότι επιλέχθηκαν οι κυβερνητικές λύσεις, καθώς ο τελευταίος στις διάφορες εκδοχές του δεν είναι παρά η πολιτική και ιδεολογική έκφραση του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Απέτυχε στην άρση των κραυγαλέων ανισοτήτων και στη δικαιότερη αναδιανομή του πλούτου όπως υποσχόταν, απέτυχε στην απόκρουση των πάσης φύσεως προγραμμάτων λιτότητας και μνημονίων εκπορευόμενων από ΔΝΤ και ΕΕ.
β) Τα κόμματα που επέλεξαν αυτή τη στρατηγική, το έκαναν υποτίθεται με βαριά καρδιά, καθώς συχνά προέρχονταν ή αναδείχθηκαν από τον «δρόμο», από κινήματα, ακόμα και από εξεγέρσεις. Για να σώσουν τον λαό από τη φτώχεια και την εξαθλίωση «λέρωσαν τα χέρια τους» μπαίνοντας στα σαλόνια της αστικής εξουσίας, θυσιάζοντας τάχα κάποιες αρχές τους, ακολουθώντας μια μακραίωνη παράδοση που θέλει άρχοντες, βασιλιάδες και ηγέτες να αναλαμβάνουν την εξουσία παρά τη θέλησή τους για το κοινό καλό — όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο επονομαζόμενος «απρόθυμος αυτοκράτωρ» του Βυζαντίου τον 14ο αιώνα. Αντί να σώσουν τον λαό, άλλαξαν τα ίδια τα κόμματα και οι ηγέτες τους, σύμφωνα με τη «διαλεκτική, η οποία δεν έγκειται στη βούληση του δρώντος, αλλά στους ίδιους τους θεσμούς και στην αντικειμενική λειτουργία τους», όπως έγραψε ο Γιοχάνες Ανιόλι (Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας, εκδ. ΚΨΜ).
γ) Στο τέλος, σε πολλές περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν, εκτός από την αποτυχία των κυβερνήσεων, η εκλογική τους συρρίκνωση έως και κατάρρευση. Εκτός από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ισπανική Αριστερά πέραν των σοσιαλιστών (μαζί με τους Podemos) από 24% το 2015 κατέληξε σε 12,3% το 2023. Στην Πορτογαλία το ΚΚΠ μαζί με το Bloco από 18,4% το 2015, πήραν 4,7% το 2022 και στην Τσεχία το ΚΚ Βοημίας-Μοραβίας από ποσοστά περίπου 10% έπεσε κάτω από 5%, χάνοντας την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση. Κοινό στοιχείο σε όλες τις περιπτώσεις η στήριξη αστικών κυβερνήσεων. Μετά τις κυβερνητικές εμπειρίες είναι αδύνατη η επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Τα αριστερά κόμματα ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτά έχουν γίνει αγνώριστα, τα κινήματα και οι συλλογικότητές τους έχουν υποχωρήσει, η απελπισία και ο κυνισμός έχουν πάρει τα πάνω τους και συχνά γιγαντώνεται η ακροδεξιά (Ισπανία, Ελλάδα, Χιλή). Η εκάστοτε επόμενη κυβερνητική πρόταση είναι πιο δεξιά από την προηγούμενη.
Η Αριστερά του επαναστατικού δρόμου, πρώτα απ’ όλα η κομμουνιστική πρωτοπορία, δεν υποτιμάει ούτε παραβλέπει τη σημασία της κρατικής εξουσίας, δεν φαντασιώνεται ότι «μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία», δεν υποχωρεί από την πολιτική για να προσχωρήσει στον κινηματικό κατακερματισμό. Εξάλλου, η κυβερνώσα Αριστερά και η Αριστερά του κινηματικού ρεφορμισμού είναι συγκοινωνούντα δοχεία με εναλλασσόμενους και συμπληρωματικούς ρόλους.
Η αστική κρατική εξουσία είναι αναγκαία πρώτα απ’ όλα για τη νομική κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης, αλλά εκτός από αυτό, οι συνταγματικοί-κοινοβουλευτικοί θεσμοί στον καπιταλισμό «στην αντικειμενική λειτουργία τους», στη δομή και στο πλαίσιό τους, αναπαράγουν τον διαχωρισμό των λαϊκών μαζών από την εξουσία και τη διακυβέρνηση, παράγουν υπηκόους στην «κοινωνία των πολιτών», ώστε να είναι πρόθυμοι και πειθαρχημένοι μισθωτοί εργάτες στην «κοινωνία των ιδιωτών». Αντί της κυβερνώσας Αριστεράς η μόνη πραγματική διέξοδος είναι ο επαναστατικός δρόμος και η Αριστερά που αντιμετωπίζει την κρατική εξουσία σαν σύνολο κι όχι κομμάτι κομμάτι. Προσβλέπει σε μια επαναστατική κυβέρνηση κρίκο μιας εργατικής εξουσίας, βασισμένης στον οργανωμένο λαό, στα συμβούλια στους χώρους εργασίας και κατοικίας. Με αυτή την έννοια, η επαναστατική Αριστερά είναι πιο «κυβερνώσα» κι από την ομώνυμη τέτοια. Δεν θέλει μόνο την κυβέρνηση σε συγκεκριμένο ασφυκτικό πλαίσιο αλλά το σύνολο της εξουσίας στα χέρια της εργατικής τάξης για να καταργήσει την εκμετάλλευση!
Οι επαναστάσεις, ακόμα και οι ηττημένες, έχουν συμβάλει πολύ περισσότερο στις κοινωνικές κατακτήσεις από τη μεταρρυθμιστική-κυβερνητική Αριστερά.
Ο επαναστατικός δρόμος δεν αφορά μόνο στη «στιγμή» της επανάστασης –που δεν είναι μια ημερομηνία ή ένα μονόπρακτο– αλλά στους καθημερινούς αναγκαίους αγώνες για την επιβίωση της εργατικής τάξης. Η επαναστατική απειλή είναι το καλύτερο «ατού» ακόμα και για μια καλή διαπραγμάτευση. Οι επαναστάσεις, ακόμα και οι ηττημένες έχουν συμβάλλει πολύ περισσότερο στις κοινωνικές κατακτήσεις από την μεταρρυθμιστική-κυβερνητική αριστερά. Όπως έγραψε ο Ανιόλι (ο.π.) «θα δούμε ότι οι αντάρτες, οι αιρετικοί και τα λοιπά ανατρεπτικά στοιχεία, τα οποία χαρακτηρίζονται πάντα ως “αποτυχημένα”, έχουν συμβάλει στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας περισσότερο από τους “νικητές”: από την εκάστοτε συντεταγμένη δύναμη, την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη, την εκάστοτε ισχύουσα ιδεολογία ή από τους επιτυχημένους μεταρρυθμιστές».
Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του αριστερού κυβερνητισμού, όσοι εμμένουν σ’ αυτόν τον δρόμο αντιτείνουν ότι έχουν αλλάξει οι εποχές, ο Οκτώβρης του 1917, ο Δεκέμβρης του 1944 και η Κούβα του 1959 είναι πολύ μακριά. Δεν είναι καιρός για επαναστάσεις ισχυρίζονται κι αυτός ο ισχυρισμός τους ακούγεται καθησυχαστικά, κάπως σαν το θρόισμα των φύλλων στον φθινοπωρινό άνεμο. «Ο Μαρξ υπήρξε πρωτοπόρος στην εποχή του» αλλά τώρα χρειάζονται «απαντήσεις για σύγχρονα προβλήματα που δεν υπήρχαν στην εποχή του Μαρξ», λέει ο Σ. Κασσελάκης (Εφσυν 18/11).
Βέβαια, η «εποχή» ακυρώνει τον Μαρξ και τις επαναστάσεις αλλά αφήνει ανέγγιχτους τους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης. Καμιά κυβέρνηση δεν σκέφτηκε να διαλύσει το ΝΑΤΟ σαν αναχρονιστικό στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο και καμιά αριστερή κυβέρνηση –πάντα μέσα στην «εποχή»– δεν προχώρησε στην αποχώρηση απ’ αυτό. Αντίθετα το ΝΑΤΟ προσαρμόστηκε, βρήκε νέους εχθρούς και προορισμό, επεκτάθηκε. Στην εποχή των κοινωνικών δικτύων, των σέλφις και της «ενσυναίσθησης» έχουν καταστεί αναχρονιστικά τα σωματεία αλλά όχι οι απολύσεις κι ο εργοδοτικός δεσποτισμός, στην εποχή που «όλα είναι γλώσσα» τα κράτη χτίζουν –κι η κυβερνώσα Αριστερά τα αποδέχεται– πολύ υλικά τείχη από μπετόν και ατσάλι για τους πρόσφυγες.
Ναι, πολλά έχουν αλλάξει, ο καπιταλισμός πρώτα απ’ όλα, νέα μέσα χειραγώγησης έχουν υποκαταστήσει ή προστεθεί στα παλιά, η εργατική τάξη είναι διαφορετική, πλειοψηφική αλλά περισσότερο εσωτερικά διαφοροποιημένη, καθώς στους παλιούς διαχωρισμούς έχουν προστεθεί και νέοι. Ωστόσο, οι νέες απαντήσεις για την Αριστερά που θέλει να αλλάξει τον κόσμο συμπεριλαμβάνουν τον επαναστατικό δρόμο, ο κυβερνητικός ρεαλισμός έχει αποτύχει πολύ περισσότερο από τις «αποτυχημένες» επαναστάσεις.
Η αλλαγή εποχής και οι «εποχές» του Μπλανκί
Προσαρμογή στον καπιταλισμό ή ανατροπή του;
Τι σημαίνει άραγε «έχει αλλάξει η εποχή»; Η εναλλαγή των εποχών κατά τη διάρκεια του έτους προκαλείται από το ότι ο άξονας της γης δεν είναι κάθετος προς το επίπεδο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο, έχει απόκλιση 23,4ο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο εκτός από το να προσαρμόζεται σε κάθε εποχή. Η επίκληση της «εποχής» από την κυβερνώσα Αριστερά, που παραπέμπει πάντα στην προσαρμογή στον κόσμο του κεφαλαίου, είναι πολύ απλά η δικαιολόγηση, η «φυσικοποίηση» της παράδοσης άνευ όρων στον σύγχρονο καπιταλισμό.
Ο Αύγουστος Μπλανκί, από τους μεγαλύτερους επαναστάτες του 19ου αιώνα, χρησιμοποίησε αλλιώς τη λέξη «εποχή». Ήταν από τους ιδρυτές της «Εταιρείας των εποχών» (Societe des saisons) το 1837, μιας συνωμοτικής επαναστατικής οργάνωσης στην οποία μία «εβδομάδα» αποτελούνταν από 7 άντρες, ένας «μήνας» από 28 άντρες, 3 «μήνες» αποτελούσαν μία «εποχή» και 4 «εποχές» ένα «έτος». Για τον Μπλανκί, μια «εποχή» αντιπροσώπευε 86 αποφασισμένους επαναστάτες. Τον Μάη του 1839 η Εταιρεία των εποχών εξαπέλυσε ένοπλη εξέγερση ενάντια στη γαλλική μοναρχία η οποία απέτυχε.
Ο Μπλανκί έβλεπε την επανάσταση σαν έργο μιας μειοψηφίας αποφασισμένων επαναστατών και όχι της οργανωμένης εργατικής τάξης και του λαού, ωστόσο παραμένει διαχρονικό σύμβολο της επαναστατικής αδιαλλαξίας, δεν είναι τυχαίο ότι ο Λένιν είχε επανειλημμένα χαρακτηριστεί μπλανκιστής. Οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία ούτε τις αποφασίζουν συνωμοτικές μειοψηφίες, αλλά ο Μπλανκί είναι σίγουρα προτιμότερος από τη μετεωρολογική-δημοσκοπική Αριστερά που ερμηνεύει και προσαρμόζεται στον καιρό και στον κόσμο. Για την κομμουνιστική Αριστερά, στον καπιταλισμό υπάρχουν μόνο δύο εποχές, αυτή που η επανάσταση πραγματοποιείται και αυτή που η επανάσταση προετοιμάζεται.
Επαναστατικός δρόμος και 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ
To ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση στις Θέσεις για το 5ο Συνέδριό του υπογραμμίζει: «Καμιά κομμουνιστική ελπίδα και προοπτική δεν μπορεί να υπάρξει, καμιά εργατική εξουσία και κανένας σοσιαλισμός δεν μπορεί να κατακτηθεί χωρίς σύγχρονη επεξεργασία, ανάδειξη και προβολή της αναγκαιότητας και της δυνατότητας της τομής της επανάστασης στην εποχή μας».
Το ΝΑΡ έχει απορρίψει τον κυβερνητισμό εξαρχής, κράτησε αυτή τη θέση ακόμα και όταν η «αριστερή» κυβέρνηση στην ελληνική της εκδοχή είχε σαγηνεύσει όχι μόνο την πλειονότητα του αγωνιζόμενου δυναμικού της πάλης κατά των μνημονίων αλλά και τμήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Στις Θέσειςεπιβεβαιώνεται ξανά: «Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και η γενικότερη σχετική εμπειρία –ιστορική αλλά και πρόσφατη (π.χ. Λατινική Αμερική)– υπογραμμίζουν τον λαθεμένο χαρακτήρα των αντιλήψεων που αναδεικνύουν-ιεραρχούν το ζήτημα της κυβέρνησης ως βασικό κρίκο-δρόμο για την επαναστατική μετάβαση και αποκόπτουν την “πάλη για την κυβέρνηση” από την πάλη για την πολιτική εξουσία συνολικά. Καταδεικνύουν επίσης τον λαθεμένο χαρακτήρα των απόψεων για κατάκτηση του αστικού κράτους, αντί για το τσάκισμά του και τη δημιουργία ενός ριζικά νέου με πυρήνα τα συμβούλια στους τόπους δουλειάς και κατοικίας».
Ο κυβερνητικός δρόμος μοιάζει εύκολος και δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία, καθώς τις ράγες του τις έχουν στρώσει άλλοι. Επίσης, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο εκτός από υπομονετικούς ψηφοφόρους. Αντίθετα, ο επαναστατικός δρόμος πρέπει να χαραχτεί εκ νέου και απαιτεί κομμουνιστική οργάνωση, αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης σήμερα, τους εργαζόμενους και τον λαό σε κίνηση, εργατική πρωτοβουλία και αυτενέργεια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (5.1.24)