Γιώργος Παυλόπουλος
Καπιταλισμός και δημοκρατία δεν είναι δύο έννοιες ενιαίες και αδιαίρετες, κάτι σαν την Αγία Τριάδα του χριστιανισμού. Ο πρώτος έχει αποδείξει, άλλωστε, ότι μπορεί να υπάρξει και να ευημερήσει με διάφορα μοντέλα κρατικής οργάνωσης και διακυβέρνησης, επιλέγοντας κάθε φορά αυτό που υπηρετεί πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντά του και διασφαλίζει την απόλυτη κυριαρχία του.
Εκπέμπουν SOS για να (συγ)καλύψουν την ουσία
Για την πλειοψηφία των αναλυτών και ΜΜΕ που (έστω και κατά δήλωσή τους) ανήκουν στην φιλελεύθερη-προοδευτική-(κεντρο)αριστερή πτέρυγα του αστικού συστήματος εξουσίας, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία προέρχεται κυρίως από την πολιτική και εκλογική επέλαση της Ακροδεξιάς. Οι εκπρόσωποί της μεταφέρουν τον τρόμο για τα ποσοστά που συγκεντρώνουν τα (πάσης φύσης) ακροδεξιά κόμματα στο σύνολο σχεδόν των εκλογικών αναμετρήσεων και, πολύ περισσότερο, για την αναρρίχησή τους σε κυβερνητικές θέσεις. Η τάση αυτή, όπως γράφουν και λένε, συνιστά μια θανάσιμη απειλή για το μέλλον της δημοκρατίας, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Και γι’ αυτό, προβάλλουν ως απολύτως αναγκαία τη συγκρότηση ενός «μετώπου» για τη σωτηρία της, το οποίο θα απαρτίζουν όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.
Από την πλευρά του, το στρατόπεδο της Ακροδεξιάς έχει τη δική του εκδοχή όσον αφορά στην απειλή που αντιμετωπίζει σήμερα η δημοκρατία. Αυτός δε που την περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο ήταν ο Τζέι Ντι Βανς, νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και εξέχον στέλεχος του «τραμπισμού», ο οποίος τοποθετείται από τους περισσότερους επίσης στο φάσμα της Ακροδεξιάς (αναλυτικά γι’ αυτό στην Ανάλυση του Π. Ξοπλίδη, που δημοσιεύτηκε στο Πριν της 26-27 Απριλίου). Κατά την πρόσφατη ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, συγκεκριμένα, κατηγόρησε την ΕΕ ότι σήμερα προδίδει τις παραδόσεις της και τις δημοκρατικές της αρχές, στρεφόμενη στον πολιτικό αυταρχισμό και στερώντας από τους πολίτες της το δικαίωμα να εκφράζονται και να ψηφίζουν ελεύθερα.
Ποιοι, τελικώς, απειλούν τη δημοκρατία;
Η κρίση έχει πολλά πρόσωπα
Επιχειρώντας να περιγράψει τη θανάσιμη απειλή με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η δημοκρατία στην εποχή μας, ο Χοακίν Εστεφανία, αρθρογράφος της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδας της Ισπανίας, της el Pais, ανατρέχει στο περιεχόμενο μιας επιστολής που είχε στείλει ο Ιταλός συγγραφέας Αντρέα Καμιλέρι στη δισέγγονή του, λίγο πριν τον θάνατό του, το 2019. Σε αυτή της αποκαλύπτει πως του ήταν δύσκολο ακόμη και να φανταστεί πως θα είναι ο κόσμος σε 20 χρόνια (δηλαδή, προς το τέλος της δεκαετίας του ’30), μαζί με την ελπίδα του ότι λέξεις όπως ναζισμός, φασισμός, στρατόπεδα συγκέντρωσης, πόλεμοι και δικτατορίες «θα σου μοιάζουν απόμακρες και αναχρονιστικές».
Αμέσως μετά και αφού διαπιστώσει πως οι εξελίξεις διέψευσαν τον Καμιλέρι, ο αρθρογράφος τονίζει ότι «αυτό που έμοιαζε με τον αποφασιστικό θρίαμβο της καπιταλιστικής δημοκρατίας (μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ) διέρχεται μια βαθιά κρίση». Για να προσθέσει ότι ακούγονται ολοένα πιο έντονα οι «φωνές εκείνων που ισχυρίζονται πως ο καπιταλισμός θα ήταν καλύτερος χωρίς την ύπαρξη της δημοκρατίας, όπως επίσης και ότι η δημοκρατία θα ήταν καλύτερη χωρίς τον καπιταλισμό».
Δεν είναι, φυσικά, ο μοναδικός που εκφράζει δημοσίως τον συγκεκριμένο προβληματισμό – ο οποίος δεν είναι καινοφανής και προϋπάρχει της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για του λόγου το αληθές, στο πλαίσιο ανάλυσής του που δημοσιεύτηκε πριν δύο χρόνια στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs, ο Ντάρον Ατσέμογλου θέτει ευθέως το ερώτημα εάν «ήρθε το τέλος του δημοκρατικού καπιταλισμού;». Πηγαίνοντας, έτσι, τη σκέψη του ένα βήμα πιο πέρα από εκεί που έφτασε ο τίτλος ενός εμβληματικού γύρω από το συγκριμένο θέμα βιβλίου: Η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού, που εκδόθηκε επίσης το 2023 και έχει ως συγγραφέα τον παλαίμαχο αρθρογράφο των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ.
Προφανώς, μπορεί κανείς να επιχειρήσει να ξεμπερδέψει – θεωρητικά, έστω – με τα παραπάνω ερωτήματα δίνοντας μια φαινομενικά μαρξιστική απάντηση: Δική τους είναι η αστική δημοκρατία, δικά τους και τα προβλήματά της. Ας προσπαθήσουν να τα λύσουν με όποιο τρόπο μπορούν, εάν μπορούν, ενώ εμείς θα ασχολούμαστε μόνο με τη δική μας, την εργατική δημοκρατία. Εξάλλου, θα μπορούσαν να προσθέσουν, τόσο ο «θείος Κάρολος» όσο και ο Λένιν και άλλοι εμβληματικοί επαναστάτες έχουν κυριολεκτικά «ξετινάξει» την αστική δημοκρατία, θεωρώντας τη πρακτικά και ουσιαστικά ταυτισμένη με το κράτος (ως την πλέον «εύπεπτη» μορφή οργάνωσής του) που οικοδομήθηκε με αποκλειστικό σκοπό να διασφαλίζει τη συνέχεια της ατομικής ιδιοκτησίας, της απόσπασης υπεραξίας από τα εκμεταλλευόμενα στρώματα και, τελικά, του ίδιου το καπιταλισμού.
Με αυτό τον τρόπο, ωστόσο, θα είναι σαν να γυρνάμε την πλάτη στις ανακατατάξεις και τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του καπιταλισμού, παρ’ όλο που επηρεάζουν άμεσα την ίδια την ταξική πάλη, με τις «ρωγμές» που ανοίγονται και τους άμεσους κινδύνους που αναδύονται. Θα είναι – τραβώντας το κάπως στα άκρα – σαν να υιοθετείται ένα σχήμα που αντιμετωπίζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την αστική δημοκρατία, τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό ή ακόμη και τη δικτατορία, χωρίς να υπάρχουν διαφορές ούτε στο πολιτικό περιεχόμενο ούτε στις μορφές πάλης.
Πάνω από όλα, όμως, θα μένει ανεκμετάλλευτο ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για την ανάλυση και ερμηνεία της σχέσης ανάμεσα στην οικονομική βάση και το πολιτικό εποικοδόμημα στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Κι αυτό διότι ποτέ στην ιστορία οι πολιτικές τάσεις που έπαιρναν το πάνω χέρι και τα μοντέλα διακυβέρνησης που κυριαρχούσαν δεν ήταν άσχετα – το αντίθετο, μάλιστα – με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες του κεφαλαίου. Εκεί βρίσκονται και σήμερα τα αίτια για την κρίση του «δημοκρατικού καπιταλισμού», εκεί και η αδυναμία του να δώσει πειστικές απαντήσεις σε αυτή και, πολύ περισσότερο, να την ξεπεράσει, παρά τις αυταπάτες που εξακολουθούν κάποιοι να καλλιεργούν. Ανάμεσά τους και τον Γουλφ ο οποίος, κάνοντας λόγο για «δημοκρατική ύφεση», αφήνει να εννοηθεί ότι αργά ή γρήγορα θα έρθει η φάση της «δημοκρατικής ανάκαμψης», η οποία θα πηγαίνει χέρι-χέρι με την πιο δίκαιη ανάπτυξη, τον έλεγχο της διαφθοράς και τον περιορισμό της υπέρμετρης ισχύος των μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς.
Τι σημαίνει στην πραγματικότητα; Πολύ απλά, τα καπιταλιστικά κράτη έχουν αφήσει οριστικά πίσω τους την περίοδο των «κοινωνικών συμβολαίων» και έχουν ήδη εισέλθει σε μια άλλη, η οποία σφραγίζεται από την ολομέτωπη επίθεση εναντίον του «εσωτερικού εχθρού», η οποία εκδηλώνεται κυρίως σε δύο μέτωπα: Αφενός, στην ένταση της εκμετάλλευσης και της απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας και, αφετέρου, στην υπονόμευση, τον περιορισμό ή την κατάργηση των «κεκτημένων» δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Τους δύο πυλώνες, με άλλα λόγια, που στήριξαν το μοντέλο του «δημοκρατικού καπιταλισμού», που οδεύει προς τέλος του, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο του συνθετικό.
Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας δεν έχει κανένα δισταγμό να καταφύγει σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, σε βάρος των δημοκρατικών κατακτήσεων
Όσοι υποστηρίζουν, εξάλλου, πως δημοκρατία και καπιταλισμός είναι δύο έννοιες αδιαίρετες – κάτι σαν την… Αγία Τριάδα της χριστιανικής θρησκείας – μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουν την άποψή τους. Αν δεν το έχουν κάνει ήδη δηλαδή, όπως μας επιτρέπει να υποθέσουμε έρευνα την οποία διενήργησε η έκδοση του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Harvard Business Review (και μάλιστα το 2020), στην οποία η πλειοψηφία των ερωτηθέντων οικονομολόγων και πολιτικών επιστημόνων απάντησε αρνητικά στο ερώτημα εάν δημοκρατία και καπιταλισμός έχουν ανάγκη η μία τον άλλο και αντιστρόφως. Κι αυτό διότι «ο καπιταλισμός, όπως μπορούν οι πάντες να διαπιστώσουν σε όλο τον κόσμο, είναι συμβατός με πολλά διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα: φιλελεύθερα δημοκρατικά, κομμουνιστικά (όρος που παραπέμπει στην Κίνα), αυταρχικά – και τώρα, επίσης, με τις ανελεύθερες δημοκρατίες».
Οι κεφαλαιοκράτες και το πολιτικό τους προσωπικό, λοιπόν, αναλόγως την περίοδο, τις ανάγκες και τις προτεραιότητές τους, είναι σε θέση να επιλέγουν ποιο από τα παραπάνω καθεστώτα (ενδεχομένως και κάποια ακόμη) θα αξιοποιούν προκειμένου να διασφαλίζουν πως θα συνεχίσει να πληρείται ο σύντομος ορισμός που δίνει το αναθεωρημένο λεξικό της Οξφόρδης στον όρο «καπιταλισμός»: «Ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι συντελεστές της παραγωγής ανήκουν σε ιδιώτες, ενώ οι μεμονωμένοι κάτοχοι κεφαλαίου είναι ελεύθεροι να το χρησιμοποιούν με όποιο τρόπο θεωρούν κατάλληλο – πρωτίστως, για να αποκομίζουν κέρδος. Σε αυτό το σύστημα, η αγορά και ο μηχανισμός κερδοφορίας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων που αφορούν τι θα παραχθεί, πώς θα παραχθεί, καθώς και ποιοι θα κατέχουν ό,τι παραχθεί».
Με βάση τα παραπάνω, πόσο είναι άραγε συμβατός ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός της εποχής μας με τη δημοκρατία, ακόμη και στην αστική της εκδοχή; Και πόσο μπορούν οι εκμεταλλευόμενοι να ελπίζουν στην αναβίωσή της για καλύτερες μέρες;
Το κινεζικό μοντέλο έχει πέραση…
Το τρίτο «κύμα» αλλάζει και τα πολιτικά δεδομένα
Οι σημερινές αντιθέσεις, αναταράξεις και συγκρούσεις, πολεμικές και μη, μπορούν να ερμηνευθούν και ως οι αναπόφευκτοι… πόνοι που προκαλεί το εκκολαπτόμενο τρίτο κύμα στην ιστορία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης – γνωστότερης και ως «παγκοσμιοποίησης» – και όσα αυτό θα συνεπάγεται. Μαζί και την κυριαρχία ενός νέου μοντέλου αστικής πολιτικής και διακυβέρνησης, καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του οποίου θα παίξουν οι συσχετισμοί που θα διαμορφωθούν και οι νέες παγκόσμιες υπερδυνάμεις.
Όπως είναι γνωστό, το πρώτο κύμα ξεκίνησε ουσιαστικά τη δεκαετία του 1870, για να «τσακιστεί» στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος κράτησε από το 1914 ως το 1917 – με τη λήξη του να προαναγγέλλει και τον Δεύτερο. Την πολιτική δε σφραγίδα σε αυτή την περίοδο έβαλαν οι δυνάμεις που κρατούσαν τα «κλειδιά» της Δεύτερης Βιομηχανικής Επανάστασης – κυρίως η Μεγάλη Βρετανία και οι άλλες ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες και δευτερευόντως οι νεαρές τότε Ηνωμένες Πολιτείες. Το επόμενο ακολούθησε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και τον θρίαμβο του καπιταλισμού της Δύσης σε βάρος της ΕΣΣΔ, με αναμφισβήτητο «αφεντικό» τις ΗΠΑ και τον κοσμοπολίτικο νεοφιλευθερισμό, κάνοντας πολλούς να κάνουν λόγο για τέλος της ιστορίας και κάθε είδους «ολοκληρωτισμού».
Οι θεωρίες αυτές, όμως, γρήγορα κατέρρευσαν, ενώ όλα δείχνουν πλέον ότι το επόμενο «κεφάλαιο» θα είναι αρκετά διαφορετικό. Η ισχυροποίηση της Κίνας και οι σημαντικές θέσεις που αναμφίβολα θα κατέχουν σε αυτό μια σειρά άλλες περιφερειακές «υπό-υπερδυνάμεις» (Ρωσία, Ινδία, Τουρκία κ.λπ) θα συνοδευτούν, όπως συνέβη και στις προηγούμενες δύο φάσεις, από την «εξαγωγή» και εδραίωση του δικού τους ιδιαίτερου πολιτικού μοντέλου. Όπως εξάλλου παραδέχθηκε ο Ατσέμογλου στο Foreign Affairs, «για πολλές κυβερνήσεις, η κρατική μορφή του καπιταλισμού της Κίνας αποτελεί κάτι δελεαστικό».
Η ΕΕ μαθαίνει να αγαπά την Ακροδεξιά
«Δεν ακούγεται επαρκώς η Κομισιόν. Δεν ακούγονται επαρκώς οι πολίτες», είπε αυτή την εβδομάδα στο Politico ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος έχει γράψει πολλά… χιλιόμετρα στους διαδρόμους των Βρυξελλών. Το έκανε δε ενόψει της έκδοσης του νέου του βιβλίου στο οποίο, ανάμεσα στα άλλα, καταγγέλλει την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, για «αυταρχική στροφή» και υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια της και των έμπιστων προς αυτήν τεχνοκρατών.
Αυτή η στροφή την οποία επικαλείται ο έμπειρος Μπαρνιέ, ωστόσο, δεν αποτελεί ίδιον της Γερμανίδας πολιτικού, η οποία έχει επωμιστεί όλη τη βρόμικη δουλειά στην ΕΕ. Οι πρόσφατες κυβερνήσεις στη χώρα του, άλλωστε, έχουν μετατρέψει σε συνήθη πρακτική τους την παράκαμψη του κοινοβουλίου για την υιοθέτηση σειράς νόμων – ακόμη και της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού ή και τον προϋπολογισμό! – μέσω της διαδικασίας των προεδρικών διαταγμάτων. Κάποια κράτη-μέλη της ΕΕ, επίσης, έχουν φτάσει στο σημείο να ακυρώνουν εκλογές όταν δεν τους αρέσει το αποτέλεσμα (Ρουμανία) ή να εξαπολύουν δικαστικές διώξεις εναντίον πολιτικών που δεν τους θεωρούν αρεστούς, εφαρμόζοντας με ιδιαίτερη επιλεκτικότητα τις διατάξεις περί διαφθοράς.
Όσο για την απειλή της Ακροδεξιάς απέναντι στη δημοκρατία, την οποία συστηματικά επικαλούνται, σύντομα θα αναγκαστούν να την «καταπιούν». Η Τζόρτζια Μελόνι έχει αποδείξει πως εξυπηρετεί μια χαρά τα συμφέροντα του ιταλικού κεφαλαίου, ο πιθανός διάδοχος της Λεπέν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2027, Ζορντάν Μπαρντελά, θεωρείται ως «ακροδεξιός θατσεριστής», ενώ η επιστροφή Τραμπ στις ΗΠΑ έχει συνοδευτεί από ξεθεμελίωμα του κράτους-πρόνοιας και των κοινωνικών δομών. Ποιος είπε ότι το κεφάλαιο δεν αγαπά τους εχθρούς της δημοκρατίας;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 7-8 Ιουνίου