Kαθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, μέλος της διεθνιστικής αποστολής στην Παλαιστίνη
Μετά την ισραηλινή επίθεση στα ανοικτά της Μάλτας στο πλοίο «Συνείδηση» της διεθνούς ανθρωπιστικής αποστολής προς τη Γάζα, το Πριν συνομίλησε με τον Τάκη Πολίτη, πολιτικό ακτιβιστή, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος της αποστολής.
Συνέντευξη στη Λίτσα Φρυδά
Μιλώντας στο Πριν, ο Τάκης Πολίτης δεν θεώρησε σκόπιμο να εστιάσει στην επίθεση, αλλά θέλησε να αναδείξει δύο κρίσιμα πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν από αυτήν: την ένοπλη επίθεση κατά ευρωπαίων πολιτών σε διεθνή ύδατα και τη συνεχιζόμενη ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, που είναι, κατά την πολιτική εκτίμηση του, το πιο σοβαρό. Η αποστολή, όπως υπογράμμισε, είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα με στόχο την «αφύπνιση των συνειδήσεων», όπως υποδηλώνει και το όνομα του πλοίου. Άλλωστε η ποσότητα ειδών πρώτης ανάγκης που μετέφερε ήταν απειροελάχιστη μπροστά στις τεράστιες ανάγκες των ασφυκτικά πολιορκημένων Παλαιστινίων.
Η πιθανότητα στρατιωτικής παρέμβασης από το Ισραήλ εναντίον της αποστολής θεωρείτο δεδομένη από τους συμμετέχοντες, λαμβάνοντας υπόψη και την δολοφονική επίθεση του σιωνιστικού κράτους στο σκάφος «Μάβι Μαρμαρά» το 2010. «Όσοι επέβαιναν στο πλοίο, ακτιβιστές και πλήρωμα, ήταν πλήρως ενήμεροι για τους κινδύνους και συμμετείχαν γνωρίζοντας ότι η αποστολή αυτή ενδέχεται να μην έχει επιστροφή».
Η επίθεση με ντρόουνς προκάλεσε μόνο υλικές ζημιές, υπογράμμισε ωστόσο ότι σε περίπτωση που υπήρχαν νεκροί ευρωπαίοι ακτιβιστές, η διεθνής αντίδραση ίσως ήταν πιο έντονη από αυτήν «την αναιμική ως ανύπαρκτη αντίδραση που υπάρχει αυτή τη στιγμή».
Το γεγονός ότι η επίθεση «έλαβε χώρα στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου εναντίον ευρωπαίων πολιτών», χωρίς καμία ευρωπαϊκή χώρα να αντιδράσει και να καταδικάσει το γεγονός, ούτε να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία σε διπλωματικό και θεσμικό επίπεδο, «αναδεικνύει μια επικίνδυνη ανοχή και, εν τέλει, συνενοχή», τόνισε ο Τάκης Πολίτης.
Η πλήρης απουσία ευρωπαϊκής αντίδρασης σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη του, μια «βαθιά πολιτική και ηθική κατάπτωση της Ευρώπης», με την αδράνεια των ευρωπαϊκών κοινωνιών να είναι εξίσου ανησυχητική.
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν, τόνισε με έμφαση, πως «Το Ισραήλ δεν είναι κράτος, αλλά τρομοκρατική οργάνωση που αυτοαποκαλείται κράτος».
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποθράσυνσης, όχι μόνο της Ισραηλινής κυβέρνησης, αλλά και των Ισραηλινών πολιτών, εντός και εκτός Ισραήλ, ανέφερε πρόσφατο περιστατικό στην Κύπρο, όπου Ισραηλινοί τουρίστες κατέστρεψαν παλαιστινιακές σημαίες και επιτέθηκαν σε ακτιβιστή απεργό πείνας, χωρίς και πάλι να υπάρξει παρέμβαση από τις τοπικές αρχές. «Η Ισραηλινή κοινωνία έχει εκφασιστεί εντελώς», λέει. «Είναι πια μια συμμορία τρομοκρατών. Και το φαινόμενο αυτό καλλιεργείται επειδή η Δύση το ανέχεται.»
Τόνισε πως η καθημερινή βία κατά των Παλαιστινίων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πόλεμος» αλλά «συστηματική εκστρατεία εξόντωσης ενός άμαχου πληθυσμού από έναν πάνοπλο στρατό», πρόσθεσε, καταγγέλλοντας τη διεθνή κοινότητα που έχει επιλέξει την ατιμωρησία του Ισραήλ ως πολιτική στάση.
Στην ερώτηση μας για τις μορφές κινητοποίησης που θα μπορούσαν να έχουν πραγματικό αντίκτυπο, απάντησε πως, κατά την εκτίμησή του, «το κίνημα, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, με τη συμμετοχή των ‘’συνήθων υπόπτων’’ της κομμουνιστικής αριστεράς και της αναρχίας που κινητοποιούνται συστηματικά, δεν αρκεί πια για να ανατραπεί η δολοφονική πολιτική του Ισραήλ», και επεσήμανε την «αναγκαιότητα μιας γενικευμένης κινητοποίησης πολύ ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, αντίστοιχης με εκείνη που εκδηλώθηκε για τα Τέμπη», καθώς χωρίς μια αντίστοιχης εμβέλειας κοινωνική αντίδραση, τόσο εδώ όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, δεν πρόκειται να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα.
«Στην περίπτωση των Τεμπών κινητοποιήθηκαν άνθρωποι που δεν κατεβαίνουν συνήθως σε πορείες ή απεργίες. Κάτι τέτοιο πρέπει να συμβεί και για την Παλαιστίνη», υποστηρίζει. «Το να διαδηλώνουν μερικές χιλιάδες άτομα του κινήματος έξω από την πρεσβεία του Ισραήλ, που επιδεικτικά αγνοεί τις διαμαρτυρίες, δεν έχει πια κανένα πολιτικό βάρος. Το συμβολικό είχε νόημα στην αρχή. Σήμερα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι πραγματικοί συνένοχοι είναι οι ίδιες οι κυβερνήσεις μας. Οι πορείες θα πρέπει να απευθύνονται εκεί: στο ελληνικό Κοινοβούλιο, στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, στην κατοικία του πρωθυπουργού. Και αυτές οι πορείες πρέπει να είναι μαζικές. Μόνο όταν ένα ευρύτερο κομμάτι της κοινωνίας νιώσει ότι η ισραηλινή πολιτική είναι ζήτημα και της δικής του κυβέρνησης, ότι εμπλέκεται άμεσα, υπάρχει ελπίδα πραγματικής πίεσης».
Σήμερα, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι πραγματικοί συνένοχοι είναι οι ίδιες οι κυβερνήσεις μας. Οι πορείες θα πρέπει να απευθύνονται εκεί και να είναι μαζικές
Υπογράμμισε, μάλιστα, πως το γεγονός ότι «ο κόσμος δεν συγκινείται όπως στην περίπτωση των Τεμπών» παρότι καθημερινά σκοτώνονται δεκάδες Παλαιστίνιοι, έχει να κάνει με την απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων. «Οι Παλαιστίνιοι έχουν απανθρωποποιηθεί από τους σιωνιστές και αυτή η απανθρωποποίηση –συνειδητά ή ασυνείδητα– έχει περάσει και σε εμάς», λέει, και συμπληρώνει : «Φανταστείτε το εξής: αν μια ανθρωπιστική αποστολή προς την Ουκρανία είχε βομβαρδιστεί από ντρόουν των Ρώσων, η Ευρώπη θα είχε ξεσηκωθεί. Θα είχε υπάρξει παγκόσμια κατακραυγή. Για την Παλαιστίνη σιωπή».
Αναφερόμενος στη Λατινική Αμερική όπου ζει τα δυόμιση τελευταία χρόνια, όπου βρίσκεται με εκπαιδευτική άδεια και εργάζεται στο Μπολιβαριανό Πανεπιστήμιο της Βενεζουέλας, μας μετέφερε τη διαπίστωσή του: «Εκεί οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη επίγνωση. Στο συλλογικό τους υποσυνείδητο υπάρχει ακόμη η εμπειρία της αποικιοκρατίας. Καταλαβαίνουν ότι η Παλαιστίνη είναι μια υπόθεση αποικιοκρατίας και γι’ αυτό η αλληλεγγύη τους είναι πιο αυθεντική, πιο βαθιά. Εμείς, οι “πολιτισμένοι” και “μορφωμένοι” της Δύσης, έχουμε αποδεχτεί τη βαρβαρότητα, αρκεί να μην αγγίζει τους “δικούς μας”».
Μιλώντας για πιθανές επόμενες αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας, εξέφρασε τον σκεπτικισμό του. «Αν δεν είχε αποτέλεσμα η πρώτη, γιατί να έχει η δεύτερη; Μόνο αν υπήρχαν νεκροί Ευρωπαίοι –και όχι Τούρκοι, γιατί εκεί θα υπήρχε άλλη αντιμετώπιση– ίσως κάτι να άλλαζε. Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα».
Στο τέλος της συνομιλίας μας, διατύπωσε την πεποίθηση ότι: «Στη Δύση –ρητά ή άρρητα, συνειδητά ή ασυνείδητα– κυριαρχεί ακόμη η ιδέα μιας ανομολόγητης ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου έναντι όλων των άλλων. Αυτή η αντίληψη έχει διαπεράσει δυστυχώς και μέρος της Αριστεράς». Θλιβερή διαπίστωση, που όπως λέει του προκαλεί αποστροφή.