Γιώργος Μουρμούρης
▸Η Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη της βίας των ανηλίκων απαντά σε ένα πρόβλημα που πλάθει στα μέτρα της, παρουσιάζοντας κάθε έφηβο ως εν δυνάμει εγκληματία. Γι’ αυτό και απαντά λανθασμένα.
«Παρότι ο απόλυτος αριθμός της νεανικής παραβατικότητας στην Ελλάδα κινείται αυξητικά, η γενικότερη κατανομή της παραβατικότητας στη χώρα μας δεν μεταβάλλεται στο διάστημα 2019-2022. Η εικόνα της Ελλάδας διαφοροποιείται από τη γενικότερη τάση στην Ευρώπη, όπου σε αρκετές χώρες το ποσοστό των ανήλικων υπόπτων κινείται αυξητικά και καταλαμβάνει μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική εγκληματικότητα».
Κανονικά η διαπίστωση αυτή, η οποία βασίζεται στα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, στη δέκατη κιόλας από τις συνολικά 138 σελίδες της «Εθνικής Στρατηγικής για την πρόληψη της βίας και την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων», θα έπρεπε μάλλον να οδηγήσει σε ένα ευγενικό «συγγνώμη, κάναμε λάθος» όσους δημοσιολογούντες σπέρνουν τα τελευταία χρόνια ηθικό πανικό για την «κατάντια της νεολαίας», παρουσιάζοντας κάθε έφηβο ως εν δυνάμει εγκληματία.
Βεβαίως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, το πολυσέλιδο κείμενο που παρουσιάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη (αλλά και του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη) επιλέγει να αναμετρηθεί με το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας όχι στις πραγματικές και ψύχραιμες διαστάσεις που δίνουν τα επίσημα στοιχεία, αλλά στις διαστάσεις… ανεμόμυλου που έχει αποκτήσει στη δημόσια σφαίρα.
Βοηθά και η επίκληση των στοιχείων της ΕΛΑΣ, τα οποία, όπως αναφέρεται στην Έκθεση, δείχνουν «έντονα αυξητική τάση στη νεανική παραβατικότητα ιδίως κατά το 2023 και το 2024» –δηλαδή τα έτη κατά τα οποία η «παραβατικότητα των ανηλίκων» αποτελεί βασικό θέμα συζήτησης στα «δελτία των 8». Κυβέρνηση και φίλια Μέσα δηλαδή σπέρνουν ηθικό πανικό για την «κατάντια της νεολαίας», βάζοντας την αστυνομία να πραγματοποιεί περισσότερους ελέγχους σε νέους, και κατόπιν οι περισσότεροι έλεγχοι εμφανίζονται ως τεκμήριο της «αυξημένης παραβατικότητας» σε μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία…
Τώρα, η «Εθνική Στρατηγική» αναλαμβάνει να μετατρέψει την «προφητεία» σε επίσημες κρατικές πολιτικές, διαπνεόμενες –παρά των περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεων– από κατασταλτική λογική καθώς δεν εστιάζουν στο παιδί – θύμα (συχνά ενδοοικογενειακής βίας από ενήλικες) αλλά στο παιδί – θύτη. Είναι χαρακτηριστική η πρόταση για «θεσμοθέτηση τεχνικού γυμνασίου» με την «πιλοτική λειτουργία δέκα τεχνικών γυμνασίων σε επιλεγμένες περιοχές της χώρας», η οποία αφήνει να εννοηθεί ότι ήδη από την ηλικία των 12 ετών έχει καταστεί σαφές ποιοι μαθητές «παίρνουν τα γράμματα» και ποιοι πρέπει να οδηγηθούν σε τεχνικά επαγγέλματα –και υποδηλώνει ότι οι τελευταίοι είναι αυτοί που κατά βάση αναπτύσσουν παραβατική συμπεριφορά. Μάλλον οι συντάκτες της Έκθεσης δεν ρώτησαν να μάθουν τι συμβαίνει στα διάφορα κολέγια…
Η αντιμετώπιση του φαινομένου αποτελεί πολιτικό ζήτημα, όχι υπόθεση κάποιου… wallet
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε τεχνολογικά μέσα, όπως η εφαρμογή «Kids Wallet» που επιτρέπει στους γονείς να ελέγξουν την πρόσβαση των παιδιών τους στο διαδίκτυο. Εκτός όμως από το γεγονός ότι κανένας έφηβος δεν θα δεχτεί να δώσει το κινητό στους γονείς τους για να… ρυθμίσουν τις ώρες και τον τρόπο που θα το χρησιμοποιεί, η διεύρυνση του γονεϊκού ελέγχου επί των επικοινωνιών των παιδιών ενέχει τον κίνδυνο οι κακοποιητές γονείς (ναι, υπάρχουν) να αποκτήσουν ένα ακόμη όπλο στη προσπάθεια να διατηρηθεί η «ομερτά» για όσα συμβαίνουν στο σπίτι.
Εξάλλου, παρότι το Σχέδιο περιλαμβάνει κεφάλαιο για την ενδοοικογενειακή βία, δεν δίνεται η βαρύτητα που αντιστοιχεί στο φαινόμενο. Δεν υπάρχει δηλαδή η αναγνώριση ότι, όπως δείχνει πλήθος ερευνών, ο βασικός θύτης στις περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών είναι το οικογενειακό περιβάλλον και όχι τα άλλα παιδιά.
Η νεανική παραβατικότητα αποτελεί πράγματι ένα κοινωνικό φαινόμενο, που για να αντιμετωπιστεί όμως σωστά, πρέπει να εκτιμηθεί στις πραγματικές του διαστάσεις και να εντοπιστούν οι πραγματικές αιτίες που το γεννούν. Η μετατροπή του σχολείου σε έναν εξεταστικό στίβο γεμάτο ανταγωνισμό και ματαίωση, η υποβάθμιση έως εξάλειψη της τέχνης και του αθλητισμού από τη σχολική καθημερινότητα, η διάλυση της αίσθησης της συλλογικότητας και του «ανήκειν» –μιας και παιδιά κι έφηβοι πρέπει να μετατραπούν σε εν δυνάμει… entrepreneurs, μέσα σε ένα ευρύτερο περιβάλλον που επικρατεί ο νόμος της καπιταλιστικής ζούγκλας, και οι ατελείωτες ώρες εργασίας των γονέων, αποτελούν μόνο κάποιες από αυτές. Η ανατροπή της εν λόγω κατάστασης αποτελεί ζήτημα βαθιά πολιτικό –και εν τέλει, ταξικό. Και όχι υπόθεση κάποιου… wallet.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 10-11 Μαΐου