Γιώργος Παυλόπουλος
Με μια φυγή προς τα μπρος επιχείρησε να ξεπεράσει ο Φρίντριχ Μερτς το σοκ από το ταπεινωτικό πολιτικό στραπάτσο που υπέστη στη Βουλή όταν, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας, χρειάστηκε δεύτερο γύρο ψηφοφορίας προκειμένου να εκλεγεί καγκελάριος. Δεν είχε, εξάλλου, δεύτερη επιλογή, μιας και γνωρίζει καλά πως εφεξής θα βρίσκεται υπό διαρκή ομηρεία και ότι δύσκολα πλέον θα τον παίρνουν στα σοβαρά, είτε εντός είτε εκτός συνόρων.
Έτσι, ξεκίνησε την επόμενη μέρα σαν να μην τρέχει τίποτα, επανέλαβε ότι θα εφαρμόσει το κυβερνητικό πρόγραμμα που έχει εξαγγείλει, ενώ λίγο μετά προανήγγειλε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στα σύνορα, για να προστατεύσει τη Γερμανία από τους μετανάστες-πρόσφυγες «εισβολείς», όπως έχει κάνει και ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Επίσης, πραγματοποίησε κανονικά τις προγραμματισμένες επισκέψεις του σε Παρίσι και Βαρσοβία. Ειδικά δε από τη Γαλλία επιχείρησε – μαζί με τον εξίσου στριμωγμένο πολιτικά, Εμανουέλ Μακρόν – να στείλει ένα μήνυμα «επανεκκίνησης» για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία θα συνοδεύεται από σημαντικές μεταρρυθμίσεις και βαθιές τομές.
Μερτς και Μακρόν, παρά τις (ενίοτε σοβαρές) διαφορές σε επιμέρους ζητήματα, δεν έκρυψαν τις πραγματικές τους προθέσεις, οι οποίες πρέπει – έστω και αργοπορημένα – να σημάνουν συναγερμό για τους λαούς της Ευρώπης. Κι αυτό διότι συμφωνούν πλήρως ότι το κέντρο βάρους των αλλαγών που θα επιδιώξουν βρίσκεται, αφενός, στη στροφή προς την «πολεμική οικονομία» και την προετοιμασία για ολοένα πιο ενεργό εμπλοκή της ΕΕ σε παλιά και νέα μέτωπα και, αφετέρου, στην ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στο όνομα της τόνωσης της ανταγωνιστικότητας, καθώς η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με αδυσώπητο ανταγωνισμό και απειλείται με… υποβιβασμό στην παγκόσμια καπιταλιστική λίγκα.
Η γαλλογερμανική «ατμομηχανή», λοιπόν, αναγνωρίζοντας ότι το οικοδόμημα που με κόπο έχτισε επί δεκαετίες βρίσκεται στην πιο καθοριστική ίσως καμπή της ιστορίας του, σαλπίζει συναγερμό και στέλνει το μήνυμα της «επιστράτευσης» προς όλους. Τόσο προς τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, διαβεβαιώνοντάς τους ότι πλέον θα έχουν την πολιτική στήριξη που απαιτούσαν εδώ και καιρό όσο και προς τους «πληβείους», οι οποίοι καλούνται να δώσουν ακόμη περισσότερα για το «καλό της Ευρώπης». «Τελείωσε η εποχή που απολαμβάναμε το μέρισμα της ειρήνης, τώρα έχει ξεκινήσει μια καινούρια», όπως έχει ξεκαθαρίσει εδώ και καιρό η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού, το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι ποια είναι εκείνη η πτέρυγα που θα καταφέρει να υπηρετήσει την παραπάνω στροφή πιο αξιόπιστα και αποφασιστικά. Που θα επιχειρήσει να ανακτήσει τη «χαμένη τιμή» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού και της ΕΕ, που θα κοιτάξει στα μάτια Αμερικανούς και Κινέζους, που δεν θα διστάσει να «σπάσει αυγά» στην ταξική πάλη, σαρώνοντας με συνπτικές διαδικασίες μεγάλο μέρος των «κεκτημένων» της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Θα επικρατήσουν, για μια ακόμη φορά, οι παραδοσιακές και έμπειρες στη διακυβέρνηση παρατάξεις, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας οι οποίοι συγκρότησαν έναν ακόμη «μεγάλο συνασπισμό» – τον τέταρτο μέσα στην τελευταία 20ετία; Μήπως, αντιθέτως, πάρει οριστικά προβάδισμα η μετεξέλιξη της Ακροδεξιάς, όπως αυτή εκφράζεται – και δοκιμάζεται στην πράξη από το 2022 – (κυρίως) στο πρόσωπο της Ιταλίδας πρωθυπουργού, Τζόρτζια Μελόνι; Ή ο «κλήρος» θα πέσει τελικώς σε ένα μοντέλο συνύπαρξης των δύο παραπάνω, όπως συμβαίνει πρακτικά στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση του Μακρόν παραμένει στη θέση της μόνο επειδή το επιτρέπει η ακροδεξιά των Λεπέν και Μπαρντελά;
Το σίγουρο είναι πως το ευρωπαϊκό κεφάλαιο μοιάζει να έχει θέσει για την επόμενη περίοδο στο περιθώριο τις διάφορες εκδοχές της «αριστερής κυβερνητικής διαχείρισης». Κρατώντας τις, ωστόσο, σε κατάσταση ετοιμότητας και εφεδρείας, καθώς έχει εκτιμήσει ιδιαιτέρως την προσφορά τους στα κρίσιμα χρόνια της «πλημμυρίδας» των αγώνων, όπως φάνηκε κυρίως σε Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες.
Σε αυτό το φόντο, οι λογικές των «δημοκρατικών μετώπων» και της επιλογής του μικρότερου κακού, όπως και οι αυταπάτες περί αλλαγής της ΕΕ ή ανακοπής της υπέρ-αντιδραστικής στροφής της «από τα μέσα», είναι προφανές πως έχουν χρεοκοπήσει οριστικά. Για την ακρίβεια, αποτελούν συνταγές πολιτικής «αυτοκτονίας» για την πλειοψηφία των εργαζομένων, της νεολαίας και των συνταξιούχων.