Σεΐτ Αλντογάν
Η απόφαση για τερματισμό του ένοπλου αγώνα και αυτοδιάλυση του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), η οποία ελήφθη στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις 5-7 Μαΐου, με την εξ’ αποστάσεως συμμετοχή του – φυλακισμένου εδώ και 26 χρόνια – Αμπντουλάχ Οτσαλάν (ο οποίος είχε απευθύνει σχετικό μήνυμα στις 27 Φλεβάρη), έχει άμεση σχέση με την έντονη ανησυχία του καθεστώτος της Τουρκίας για τις εξελίξεις. Τόσο στο εσωτερικό όσο και εκτός συνόρων, σε μια Μέση Ανατολή όπου όλα είναι ρευστά – από το Παλαιστινιακό και τη Συρία μέχρι τις σχέσεις της Τουρκίας με τα αραβικά καθεστώτα, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Σε αυτό το φόντο, το καθεστώς Ερντογάν επιχειρεί να αφομοιώσει τους Κούρδους και να ξεφύγει από τον εφιάλτη ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους ή αναγνωρισμένα ελεύθερων κουρδικών περιοχών. Δεν θέλει να μαζεύονται σύννεφα στη βόρεια Συρία που μπορούν να μετατραπούν σε θύελλες. Γι’ αυτό προκρίνει μία συμφωνία που μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Εδώ και 100 χρόνια, ο κουρδικός λαός διώκεται, αντιμετωπίζει γενοκτονία, απαγορεύσεις και κάθε μορφή αφομοίωσης, ενώ οι λέξεις Κούρδος και Κουρδιστάν συνεπάγονται βασανιστήρια, δολοφονίες, συλλήψεις κ.λπ. Κι όμως σήμερα, ο Ερντογάν και ο συνεργάτης του, το φασιστικό κόμμα Εθνικής Δράσης, «θυμήθηκαν» ότι αυτή η χώρα δημιουργήθηκε από τον τούρκικο και κουρδικό λαό και κατέληξαν πως πρέπει να σταματήσει το αιματοκύλισμα και οι εχθροπραξίες…
Γιατί, όμως; Ουσιαστικά, επειδή το καθεστώς ήδη έχει φτάσει σε αδιέξοδο, οικονομικά και πολιτικά. Η λαϊκή αντιπολίτευση ισχυροποιείται, εργαζόμενοι και φτωχές μάζες σπάνε τη σιωπή τους και απαιτούν δημοκρατία και ελευθερία. Για τον Ερντογάν τα περιθώρια στενεύουν. Για να παραμείνει στην εξουσία, λοιπόν, οφείλει να φέρει τους Κούρδους κοντά του ή, τουλάχιστον, να τους εξουδετερώσει. Έτσι, με εικονικές μεταρρυθμίσεις, σκοπεύει να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους, ενώ ετοιμάζει ένα καινούργιο σύνταγμα που θα εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία. Μία τέτοια προσέγγιση ενδεχομένως να σημαίνει τον διαμελισμό της λαϊκής αντιπολίτευσης και της αντιφασιστικής αντικαθεστωτικής λαϊκής συμμαχίας.
Είναι γεγονός, επίσης, ότι και η αξιωματική αντιπολίτευση ενισχύεται διαρκώς. Και ο Ερντογάν, ο οποίος μέχρι τώρα την κατηγορούσε ότι δεν θέτει στο περιθώριο τους Κούρδους και συνεργάζεται μαζί τους, τώρα τους προσεγγίζει για να τους αποσπάσει από τους Ρεπουμπλικάνους. Με λίγα λόγια, αν ως τώρα ο εχθρός ήταν οι Κούρδοι, τώρα είναι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι εργαζόμενοι, οι φτωχές λαϊκές μάζες που απαιτούν ελευθερία και δημοκρατία. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι το Κουρδικό θα χρησιμοποιηθεί ως ανάχωμα.
Μήπως, όμως, συμφωνία με το ΡΚΚ οδηγήσει την Τουρκία σε ένα δημοκρατικό δρόμο; Όχι, βέβαια. Η υλοποίησή της, από την άλλη, εξαρτάται από το εάν και κατά πόσο οι Κούρδοι θα δεχθούν γίνουν ανάχωμα. Από αυτή την άποψη, ο αφοπλισμός και η αυτοδιάλυση φαίνεται αρκετά δύσκολο να πραγματοποιηθούν εντός του πλαισίου των επιθυμιών της Τουρκίας. Για παράδειγμα, ο Ερντογάν ζητά από το ΡΚΚ να διαλυθούν όλες οι οργανώσεις του εσωτερικά και εξωτερικά, συμπεριλαμβανομένων και των κουρδικών οργανώσεων της Συρίας. Όμως, το YPG ήδη έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι «άλλο το ΡΚΚ κι άλλο εμείς». Σύσσωμος δε ο κουρδικός λαός θεωρεί τις ελεύθερες κουρδικές περιοχές της Συρίας κατάκτηση και φαίνεται πως – όσο τουλάχιστον υπάρχει αμερικανο-ισραηλινή υποστήριξη – τα πράγματα δεν θα γίνουν όπως τα επιθυμεί η Τουρκία.
Συνολικά, πρέπει να σημειωθεί πως οι λαϊκές μάζες είναι αρκετά συγκρατημένες για το σχέδιο της αυτοδιάλυσης του ΡΚΚ, ειδικά καθώς συνεχίζεται η κρατική τρομοκρατία και βία. Δεκάδες δήμαρχοι και μέλη δημοτικών συμβουλίων, βουλευτές, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές βρίσκονται στη φυλακή και οι επιχειρήσεις καταστολής συνεχίζονται σε καθημερινή βάση. Για να υπάρξουν εξελίξεις, όπως αναφέρει και η ανακοίνωση του Κόμματος Εργασίας (ΕΜΕΡ), πρέπει να αφεθούν αμέσως ελεύθεροι χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, να αναγνωριστούν όλα τα δικαιώματα του κουρδικού λαού, να καταργηθεί η πολιτική επιτρόπων στους δήμους και οι εκλεγμένοι δήμαρχοι να επιστρέψουν στις θέσεις τους, να καταργηθεί ο αντιτρομοκρατικός νόμος κ.λπ.
Όλα δείχνουν πως οι συζητήσεις με το ΡΚΚ στη βάση των προτάσεων του καθεστώτος της Άγκυρας έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό. Όμως, μέχρι τώρα, δεν έχει γίνει τίποτα σαφές, τι πολιτική θα ακολουθήσει ο Ερντογάν και τι είδους μεταρρυθμίσεις έχουν συζητηθεί. Είναι βέβαιο, λοιπόν, ότι ο αγώνας για ελευθερία και δημοκρατία ενάντια στην εκμετάλλευση και αδικία συνεχίζεται και συνεχιστεί.