Γιώργος Παυλόπουλος
Η ένταση των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών «επιβάλει» στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο να κάνει μια νέα «βουτιά» στην εκμετάλλευση του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας, καθώς και μια επιχείρηση να τεθεί εθνικό πρόσημο στις έντονες κοινωνικές αναταράξεις που προκαλούνται και έρχονται στην επιφάνεια με κάθε ευκαιρία, μέσα από κάθε ρωγμή. Την ίδια ώρα, όπως έδειξαν και οι εκλογές στην Πορτογαλία, η κυβερνώσα Αριστερά ζει το δικό της ρέκβιεμ.
Tριπλές εκλογές, το ίδιο μήνυμα
«Μην ξεγελαστείτε από τις τριπλές εκλογές της Κυριακής: Η σκληρή Δεξιά είναι πιο ισχυρή παρά ποτέ», προειδοποιεί το Politico απαντώντας, εμμέσως πλην σαφώς, στην «ανακούφιση» των Βρυξελλών για την επικράτηση – έστω και οριακή – των αποκαλούμενων «φιλοευρωπαϊστών» στις αναμετρήσεις που διεξήχθησαν πριν μία εβδομάδα σε Ρουμανία, Πολωνία και Πορτογαλία. «Πρόκειται για μια παγκόσμια τάση, η οποία ξεκίνησε με την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Καταγράφηκε με σαφήνεια στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου για το ευρωκοινοβούλιο, που είχαν ως αποτέλεσμα πάνω από τους μισούς εκ των 720 συνολικά αντιπροσώπων σε αυτό να προέρχονται από την Κεντροδεξιά και την πιο εξτρεμιστική Δεξιά», διαπιστώνει από την πλευρά της η ισπανική el Pais.
Ανάλογη είναι, μάλιστα, η εικόνα που έρχεται και από δεκάδες ακόμη αναλύσεις – τουλάχιστον εκείνες που δεν μένουν στους αριθμούς, αλλά αναζητούν την ουσία και τις τάσεις πίσω από αυτούς. Η αλήθεια δε είναι πως έχουν απόλυτο δίκιο, μια και ουδείς έχει το δικαίωμα να κάνει λόγο για ήττα, όταν οι υποψήφιοι της Ακροδεξιάς έλαβαν εξαιρετικά υψηλά ποσοστά στις προεδρικές εκλογές σε Ρουμανία και Πολωνία, ενώ το Chega έχασε για λίγο τη δεύτερη θέση από τους Σοσιαλιστές στις βουλευτικές εκλογές στην Πορτογαλία. Κι αυτό όταν την ίδια στιγμή, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ τα όμορα κόμματα είναι πρώτα ή δεύτερα.
Από αυτή την άποψη, θα άξιζε να προσέξουμε ότι τόσο το Politico όσο και η el Pais (όπως και ολοένα περισσότερα ΜΜΕ) αποφεύγουν πλέον να κάνουν λόγο για Ακροδεξιά και χρησιμοποιούν… εναλλακτικούς χαρακτηρισμούς – όπως «σκληρή» ή «εξτρεμιστική» Δεξιά.
Πολιτικές ανακατατάξεις στην εποχή της κρίσης
Η Ακροδεξιά αποτελεί πλέον μια «κανονικότητα» στο πολιτικό τοπίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα κοινοβούλια, όπου τα κόμματα που τοποθετούνται σε αυτό το φάσμα είναι σχεδόν παντού πρώτα ή δεύτερα σε ποσοστά και αριθμό βουλευτών. Στις κυβερνήσεις, καθώς πληθαίνουν τα κράτη στα οποία είτε τις ελέγχουν (Ιταλία, Ουγγαρία) είτε μετέχουν ως εταίροι ή τις στηρίζουν (Ολλανδία, Σουηδία). Στην αξιωματική αντιπολίτευση, θέση την οποία έχουν στα δύο μεγαλύτερα κράτη-μέλη (Γαλλία, Γερμανία) και σε αρκετά ακόμη (όπως Πολωνία). Και, πάνω από όλα, στην πολιτική γραμμή που κυριαρχεί σε επίπεδο ΕΕ και «27», η οποία έχει υιοθετήσει εμπράκτως τις περισσότερες από τις θέσεις της.
Ουσιαστικά, η θέση την οποία αντικειμενικά έχει καταλάβει σήμερα η Ακροδεξιά αναδεικνύει και τη συνολική κατεύθυνση την οποία έχει πάρει το οικοδόμημα της ΕΕ. Κατεύθυνση αντιδραστική, αντεργατική και ρατσιστική, όπως επίσης και φιλοπόλεμη και εθνικιστική, στο φόντο της όξυνσης των ενδοκαπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Και, βεβαίως, σιωνιστική, όπως δείχνει η υποστήριξη του συνόλου των ακροδεξιών κομμάτων στο κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ. Αυτός, εξάλλου, είναι και ο λόγος που την καθιστά όχι απλώς αποδεκτή από το κεφάλαιο και τους παραδοσιακούς πολιτικούς του εκπροσώπους – κυρίως τη χριστιανοδημοκρατική Δεξιά, που ολοένα πιο συχνά βλέπει σε αυτή τον ιδανικό εταίρο – αλλά απολύτως αναγκαία.
Μεγάλοι χαμένοι, την ίδια στιγμή, είναι αναμφίβολα οι Σοσιαλιστές-Σοσιαλδημοκράτες, όπως αποδεικνύουν και τα απογοητευτικά εκλογικά τους ποσοστά στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, έχοντας χάσει τη μία από τις δύο πρώτες θέσεις που στο παρελθόν θεωρούσαν ότι τους ανήκαν δικαιωματικά. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία επίσης αναδεικνύει όχι απλώς τη στροφή που συντελείται σε πολιτικό επίπεδο, αλλά τη νέα ιστορική περίοδο στην οποία έχουμε εισέλθει, με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο να είναι υποχρεωμένο να προσαρμοστεί τάχιστα σε αυτή. Μια εποχή, δηλαδή, που δεν χαρακτηρίζεται πλέον από το «κοινωνικό κράτος» και το «κοινωνικό συμβόλαιο» που κυριάρχησαν μεταπολεμικά, αλλά από την ολόπλευρη επίθεση στον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία, με σκοπό την ένταση της εκμετάλλευσης, της απόσπασης απόλυτης και σχετικής υπεραξίας και της καταστολής των λαϊκών και δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.
Σε αυτή την ιστορική καμπή της ταξικής πάλης, η Ακροδεξιά αξιοποιείται τόσο ως πολιορκητικός κριός όσο και ως ανάχωμα για την απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών με εθνικό πρόσημο. Δεν χωράει αμφιβολία, ωστόσο, ότι σε βάθος χρόνου καθοριστική θα είναι η πρώτη πλευρά – με τη δεύτερη να λειτουργεί συμπληρωματικά και πάντα σε συνάρτηση με τις διεθνείς εξελίξεις και την τροπή του θα παίρνει ο ανταγωνισμός στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, ακόμη και εντός της ΕΕ.
Καλομοίρα Σωτηρίου
Ρέκβιεμ της «κυβερνώσας» Αριστεράς
Αντιδραστική επέλαση και στις εκλογές στην Πορτογαλία
Ολοένα πιο δεξιά βαδίζει το εκλογικό σώμα της Πορτογαλίας, συνεχίζοντας την πορεία που έχει χαραχθεί από τις εκλογές του Μαρτίου του 2024. Τα αποτελέσματα της 18ης Μαΐου ανέδειξαν το ακροδεξιό κόμμα Chega (Αρκετά) σε μεγάλο νικητή, αφού κατέγραψε ποσοστό 22,56%, ήτοι 4,5 μονάδες μεγαλύτερο από τις προηγούμενες, διασφαλίζοντας τις ίδιες ως τώρα έδρες με το Σοσιαλιστικό Κόμμα (58 σε σύνολο 230), αλλά με πιθανότητα να τις αυξήσει περισσότερο με την ενσωμάτωση των ψήφων των Πορτογάλων του εξωτερικού. Πρόκειται για ένα κόμμα το οποίο «σκαρφάλωσε» μέσα σε έξι χρόνια από το 1,3% στο σημερινό του ποσοστό και θεωρείται από κάποιους ότι άλλαξε το πολιτικό μοντέλο της χώρας – σίγουρα, πάντως, έχει θέσει σε κρίση τον παραδοσιακό δικομματισμό.
Πρώτη δύναμη αναδείχτηκε η συμμαχία του κυβερνώντος δεξιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος που συγκέντρωσε 32,7% και 89 έδρες, 10 παραπάνω από ό,τι πριν ένα χρόνο. To επίσης δεξιό φιλελεύθερο IL απέσπασε 5,53% των ψήφων και 9 έδρες, διατηρώντας ουσιαστικά σταθερή τη δύναμή του. Σε ιστορική ήττα οδηγήθηκε από την πλευρά του το Σοσιαλιστικό Κόμμα που είδε τις δυνάμεις του να μειώνονται σημαντικά σε όλους σχεδόν τους δήμους, λαμβάνοντας συνολικά 23,38% έναντι 28,66% το 2024 (365.998 λιγότερες ψήφοι) και χάνοντας ως τώρα 20 έδρες. Η αναγνώριση της ήττας οδήγησε, μάλιστα, σε παραίτηση του γενικού γραμματέα του το ίδιο βράδυ.
Το Μπλόκο της Αριστεράς και το ΚΚ κατέγραψαν νέες μεγάλες απώλειες και κινούνται πλέον στο φάσμα της πολιτικής εξαφάνισης
Την ίδια στιγμή, το χειρότερο αποτέλεσμα από την εμφάνισή του το 1999 κατέγραψε το Μπλόκο της Αριστεράς, αφού συγκέντρωσε μόλις 2% (έλαβε 119.000 ψήφους), χάνοντας 4 από τις 5 έδρες που είχε κερδίσει το 2024 και εκλέγοντας μόνο τη συντονίστριά του, Mαριάνα Μορτάγκουα. Όσο για το ΚΚ Πορτογαλίας, έλαβε 3,03% (180.943 ψήφους), επίσης χάνοντας μία από τις 4 έδρες του. Το μόνο κόμμα που τοποθετείται στα αριστερά και κατάφερε να ανεβάσει το ποσοστό του, καταγράφοντας 4,2% έναντι 3,26% το 2024, είναι το «οικολογικό» LIVRE, που οραματίζεται την οικοδόμηση μιας «ευρωπαϊκής αμυντικής κοινότητας» η οποία θα αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ…
Υπενθυμίζεται πως οι εκλογές – οι τρίτες σε τρία χρόνια – προκλήθηκαν λόγω της συμμετοχής του πρωθυπουργού της χώρας, Λουίς Μοντενέγκρο, σε οικογενειακή εταιρεία που είχε συναλλαγές με το δημόσιο. Η κρίση εκδηλώθηκε ανοιχτά μετά από πρόταση μομφής του Chega, η οποία απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, ωστόσο, υπό το φως περισσότερων στοιχείων, ενεπλάκησαν στη συζήτηση περί κατάθεσης νέας πρότασης μομφής το ΚΚ και οι Σοσιαλιστές, αλλά η κοινοβουλευτική διαπραγμάτευση έληξε με την πρωτοβουλία του Μοντενέγκρο να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, την οποία και έχασε. Σε αυτό το πλαίσιο, μοιραία το ζήτημα της διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού απέκτησε ιδιαίτερο βάρος και πριμοδότησε την ακροδεξιά που, έτσι αλλιώς, το επικαλείται ζητώντας να φύγουν «οι κλέφτες που κυβερνάνε» και συγκαλύπτοντας αυτούς που πραγματικά κλέβουν τον πλούτο που παράγει η κοινωνία.
Η υπερβολική προβολή, επιπλέον, του ακροδεξιού ηγέτη Αντρέ Βεντούρα από τα μέσα ενημέρωσης μοιραία επέβαλε στη δημόσια συζήτηση την ατζέντα του κόμματός του. Αυτή περιλαμβάνει, εκτός από τη διαφθορά, το μεταναστευτικό και την υποτιθέμενη επιβάρυνση που δημιουργεί στο σύστημα υγείας και στον τομέα της κοινωνικής προστασίας, την μεταναστευτική εγκληματικότητα (ανύπαρκτη στην πραγματικότητα), όπως και το αίτημα της διακοπής των επιδομάτων που χορηγούνται σε πληθυσμούς Ρομά.
Μετανάστες και Ρομά μετατράπηκαν πρακτικά σε αποδιοπομπαίο τράγο για την υποβάθμιση των συνθηκών ζωής και εργασίας του συνόλου της εργατικής τάξης, όπως και της μείωσης των κοινωνικών δαπανών που έχουν καταστήσει τις δημόσιες δομές προστασίας αδειανό κέλυφος. Κι αυτό, την ίδια ώρα που η ακρίβεια και το τρομακτικό στεγαστικό κόστος σπρώχνει τα πιο φτωχά στρώματα στην απελπισία. Οι δε διαδικασίες νομιμοποίησης μεταναστών που προωθήθηκαν τα τελευταία χρόνια αποτέλεσαν στόχο τόσο της Ακροδεξιάς όσο και της Δεξιάς. Παρά τις ανάγκες προσέλκυσης φτηνής εργασίας σε διάφορους τομείς, όπως φροντίζουν διαρκώς να υπενθυμίσουν οι πορτογαλικές εργοδοτικές οργανώσεις, τα αστικά κόμματα δεν μπορούν να ισορροπήσουν αντιφάσεις που προκύπτουν σε αυτό το πλαίσιο, κυρίως όμως δεν μπορούν να εγγυηθούν για κανένα εργαζόμενο ντόπιο ή ξένο βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του.
Αναμφισβήτητα, μεγάλοι χαμένοι της παραπάνω συνθήκης είναι τα κόμματα της Αριστεράς. Το Μπλόκο και το ΚΚ, μέχρι πρόσφατα ρυθμιστές και «πυλώνες» της κοινοβουλευτικής επιβίωσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, από την εποχή του μνημονίου και μέχρι το 2023, κατέληξαν να καταλαμβάνουν συνολικά μόλις 4 έδρες στη βουλή, ενώ το ΚΚ έχασε σταδιακά ακόμα και περιοχές όπου ιστορικά κυριαρχούσε, όπως τη βιομηχανική περιοχή του Σετούμπαλ, στην οποία σάρωσε η Ακροδεξιά. Η απόδοση της συντριβής στους αλγόριθμους των κοινωνικών μέσων και στη διεθνή τάση εκ μέρους του Μπλόκου, καθώς και η δήλωση… ικανοποίησης για το «επίτευγμα» της διατήρησης του κοινοβουλευτικού ποσοστού του 3% του εκ μέρους του ΚΚ, απέχουν πολύ από το ανοίξουν τη συζήτηση για την αδυναμία τους να οργανώσουν σοβαρούς διεκδικητικούς αγώνες. Πολύ περισσότερο δε, για τη βαριά ευθύνη τους ως συστημικά στηρίγματα την περίοδο που ξεθεμελιώθηκαν τα πιο βασικά λαϊκά δικαιώματα.
Ισχυρό σήμα και από Ρουμανία-Πολωνία
Η προσοχή των ΜΜΕ ήταν στραμμένη αυτή την εβδομάδα όχι στην Πορτογαλία, αλλά στη Ρουμανία, όπου διεξαγόταν ο δεύτερος γύρος των προεδρικών εκλογών, με αντιπάλους τον επικεφαλής της Ακροδεξιάς και «φίλο» του Τραμπ και του Πούτιν και τον «ευρωπαϊστή» υποψήφιο. Η επικράτηση του δεύτερου έδωσε σε ορισμένους την ευκαιρία να δηλώσουν όχι μόνο ικανοποιημένοι, αλλά και δικαιωμένοι για τις πρακτικές που εφάρμοσαν προκειμένου να το πετύχουν – με αποκορύφωμα, φυσικά, την ακύρωση της εκλογικής διαδικασίας μετά τον πρώτο γύρο του 2024 και τη μετάθεσή της για φέτος, με προφανή σκοπό το «σύστημα» να οργανωθεί καλύτερα και πιο αποτελεσματικά.
Την ίδια στιγμή, κάλπες στήθηκαν την προηγούμενη Κυριακή και στην Πολωνία – την πιο σημαντική από τις τρεις, τόσο λόγω μεγέθους όσο και θέσης. Οι λογαριασμοί εκεί έμειναν ανοιχτοί για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, που θα διεξαχθεί την 1η Ιουνίου, μετά το 31,3% που έλαβε ο δήμαρχος της Βαρσοβίας και εκλεκτός της νυν κυβέρνησης Τουσκ και το 29,5% του αντιπάλου του, ο οποίος υποστηρίχθηκε από το Κόμμα του Νόμου και του Δικαίου (PiS).
Το συμπέρασμα που βγαίνει και από Ρουμανία και Πολωνία, σε κάθε περίπτωση, είναι ταυτόσημο με εκείνο της Πορτογαλίας: Η Ακροδεξιά – στην ανατολικοευρωπαϊκή της εκδοχή, που έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, εξαιτίας και των διαφορετικών πολιτικών παραδόσεων – εμφανίζεται ιδιαιτέρως ενισχυμένη, με τις κοινωνίες των δύο συγκεκριμένων χωρών (και όχι μόνο) να είναι πρακτικά χωρισμένες στα δύο. Όσο για τους εκεί «συγγενείς» των Σοσιαλιστών, μοιάζουν επίσης να έχουν τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων.
Γ. Π.