Χρίστος Κρανάκης
Ορυμαγδός αναλύσεων συνοδεύει τη δημοσκοπική άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας. Είναι σαφές πως η άνοδος αυτή οφείλεται στη χρόνια (παθητική) δυσαρέσκεια τμήματος του εκλογικού σώματος απέναντι στο πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε. Ακόμα, είναι σαφές πως αποτελεί απόρροια της αδυναμίας της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, να αποτινάξει τη «ρετσινιά» του «και εσείς είσασταν κυβέρνηση, τι διαφορετικό κάνατε;», όπως όμως και της Αριστεράς – και της αντικαπιταλιστικής- να πείσει πως θέλει και μπορεί να παίξει ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις.
Τα παραπάνω, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, αποτελούν πεδίο συμφωνίας, ακόμα και ορισμένων που δηλώνουν πως σκέφτονται να ψηφίσουν Πλεύση Ελευθερίας. Ο κόσμος δεν είναι «χαζός» να καταλάβει γιατί βλέπει τέτοια κόμματα θελκτικά, ενώ ακόμα αντιλαμβάνεται πως τη συνολική λύση σε ολόκληρο το φάσμα των προβλημάτων του, δεν θα την βρει σε εκείνα.
Η πραγματική, άρα, κουβέντα που πρέπει να ανοίξει είναι τι θα σηματοδοτήσει τυχόν σταθεροποίηση των υψηλών εκλογικών ποσοστών της Πλεύσης -τα οποία, φυσικά, δεν θα είναι στα επίπεδα που καταγράφουν οι τωρινές δημοσκοπήσεις για πληθώρα λόγων.
Θα κεφαλαιοποιηθεί η κραυγή αγωνίας της κοινωνίας για το έγκλημα των Τεμπών; Θα υπάρξουν «σεισμικές δονήσεις» που το σύστημα δεν θα καταφέρει να ενσωματώσει; Θα βγει μπροστά ένα νέο κίνημα που θα «τελειώσει» τη μεταπολίτευση, όπως υπονοεί η αρχηγός του κόμματος; Κρίνοντας από τη μέχρι τώρα «μπαρουτοκαπνισμένη» πορεία της απόλυτης αρχηγού -αλλά και των λοιπών στελεχών-, από τις πολιτικές θέσεις και τον τρόπο άσκησης πολιτικής της Πλεύσης, δεν φαίνεται πως το κόμμα έχει πραγματική διάθεση να επιτελέσει κανέναν από τους παραπάνω στόχους.
Ξεκινώντας από το πιο κρίσιμο πολιτικά κριτήριο, το πρόγραμμα, η Πλεύση Ελευθερίας φαίνεται πως συνειδητά επιδιώκει την ευκαιριακή ανέλιξη, με βάση την εκάστοτε κοινωνική συνθήκη. Το «ούτε Δεξιά, ούτε Αριστερά», δεν χρησιμοποιείται απλώς για να αυτοπαρουσιάζεται ως κάτι «διαφορετικό» και «νέο», αλλά και διότι επιτρέπει στην ηγεσία να «γλιστρά» από άποψη σε άποψη χωρίς (μεγάλο) κόστος. Στο δια ταύτα, λοιπόν, η Κωνσταντοπούλου υπεραμύνεται την αφωνία της σε κρίσιμα ζητήματα, πρακτικά και αξιακά, λέγοντας πως «η Αριστερά δεν είναι φανέλα, αλλά τρόπος ζωής», υπενθυμίζοντας πως το ’15 έμεινε πιστή στις θέσεις περί διαπραγμάτευσης με την Τρόικα. Βέβαια, την ίδια ώρα για τη σημερινή ΕΕ δεν λέει τίποτα απολύτως! Ούτε καταδικάζει τις κατευθύνσεις για υπερδαπάνες στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς, ούτε τις υποστηρίζει ενεργά. Ενδεικτικά, όσο γίνεται μια έντονη αντιπαράθεση για την κατάπτυστη στάση του Die Linke σε τοπικές βουλές, η Πλεύση Ελευθερίας επιλέγει να μην ασχοληθεί.
Το ότι οι διακηρύξεις του κόμματος είναι έωλες και οι προγραμματικές του θέσεις κυριολεκτικά ανύπαρκτες, δεν «έτυχε» αλλά «πέτυχε». Όσο ευπρόσδεκτοι είναι οι πρώην ψηφοφόροι αριστερών κομμάτων, άλλα τόσο είναι και εκείνοι της Δεξιάς, χωρίς φυσικά να χρειάζεται να μετατοπιστούν. Ομοίως, όσο χρήσιμα μπορεί να φανούν στελέχη που προέρχονται από τον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, άλλο τόσο χρήσιμα είναι εκείνα που συνυπογράφουν κείμενο στήριξης στον αντιδραστικό πρύτανη των ΜΑΤ Νίκο Παπαϊωάννου -διορισμένο ύστερα στο υπουργείο Παιδείας-, όπως είχε κάνει βουλευτής της Πλεύσης, Μιχάλης Χουρδάκης, πριν τα «σπάσει» με την Κωνσταντοπούλου και οδηγηθεί στο κόμμα Κασσελάκη. Ή εκείνα που εκθειάζουν τον Κωνσταντίνο Κατσίφα ως «πρότυπο γενναιότητας» και γενικά ενστερνίζονται εθνικιστικό λόγο, όπως ο Βασίλης Γραμματικόπουλος.
Από τον χυλό αυτό, κάθε φορά βγαίνει μία θέση (δια στόματος Κωνσταντοπούλου και μόνο) ανάλογα με το που διαβλέπει δυνατότητα κοινωνικής διείσδυσης. Πότε αυτή η θέση προέρχεται από αριστερότερα μετερίζια, πότε καταλήγει σε τεχνοκρατικές – αποκλειστικά θεσμικές λύσεις που στερούνται πολιτικής ουσίας και, πότε, -όπως ήταν η υπερψήφιση των Ωνάσειων σχολείων- είναι τελείως δεξιές. Το σίγουρο είναι, πως παρότι φαίνεται να «φιγουράρει» στην τρίτη θέση, η Πλεύση δεν μας έχει κάνει γνωστές τις θέσεις της για το πρόβλημα στη στέγαση και πώς θα λυθεί, τους παγιωμένους σε χαμηλά επίπεδα μισθούς παρά την εκτίναξη του ιδιωτικού κέρδους, την ενίσχυση της πολεμικής οικονομίας, το προσφυγικό/μεταναστευτικό κλπ.
Καλοπροαίρετα, μπορεί κάποιος να πει πως «όλα τα παραπάνω θα βρεθούν όταν έρθει η ώρα και μάλιστα θα κινούνται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, μιας και η Κωνσταντοπούλου δεν απαρνείται την αριστερή καταγωγή της»… Το ερώτημα εδώ είναι το «πώς»; Ένα κόμμα που δεν επιδιώκει να έχει σχέσεις με σωματεία, που δεν έχει νεολαία, που δεν έχει μέλη που συνδιαμορφώνουν ή έστω ψηφίζουν θέσεις, που δεν έχει διαδικασίες που προστατεύουν την κατεύθυνσή του κ.ο.κ., πώς άραγε θα καταλήξει σε θέσεις με φιλολαϊκό ή αριστερό περιεχόμενο;