Γιώργος Παυλόπουλος
Από τις ΗΠΑ ως την ΕΕ και από τη Ρωσία ως την Κίνα και το Πακιστάν, η «ανεξάρτητη δικαιοσύνη» αποτελεί έναν αδιαφανή και σκληρά ελεγχόμενο μηχανισμό, που εγγυάται την επιβολή των «θέλω» και «πρέπει» της κυρίαρχης τάξης και την αέναη συνέχεια του καπιταλισμού. Οι «ρωγμές» στο οικοδόμημά της μπορούν και πρέπει να αξιοποιούνται, αλλά χωρίς αυταπάτες.
Δύσκολα θα βρει κανείς πολιτικό, σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου και αν βρίσκεται και δρα, που να έχει κατηγορηθεί, δικαστεί και καταδικαστεί χωρίς να σπεύσει να κάνει λόγο (εάν έχει τη δυνατότητα, βεβαίως…) για «στοχευμένη πολιτική δίωξη» ή για «κυνήγι μαγισσών» με στόχο την εξόντωσή του/της. Αυτό συνέβη, πρόσφατα, στις περιπτώσεις της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και του Εκρέμ Ιμάμογλου στην Τουρκία, με συνέπεια – αν και οι δημοσκοπήσεις τους έδειχναν ως φαβορί – η συμμετοχή τους στις επόμενες προεδρικές εκλογές που θα διεξαχθούν (όταν διεξαχθούν) στις δύο χώρες να θεωρείται πλέον από εξαιρετικά δύσκολη έως και απίθανη. Κάτι ανάλογο, όπως είναι γνωστό, έγινε και στη Ρουμανία, όπου μάλιστα η «δικαιοσύνη» όχι απλώς απέκλεισε τον νικητή του πρώτου γύρου, Κάλιν Τζορτζέσκου, αλλά ακύρωσε συνολικά τη διαδικασία και διέταξε την επανάληψή της, χωρίς τη δική του παρουσία.
Παρά το γεγονός ότι οι δικαστικές περιπέτειες των πρωταγωνιστών της αστικής πολιτικής έχουν μακρά παράδοση (όπως άλλωστε και τα φαινόμενα διαφθοράς και διαπλοκής στις τάξεις τους), φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα και στο φόντο της ολοένα και πιο βαθιάς κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης σε αρκετές χώρες, τα φαινόμενα αυτά έχουν πολλαπλασιαστεί. Κι αν για την «αυταρχική» Ανατολή (Κίνα, Ρωσία, Πακιστάν κ.λπ.) αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι αναμενόμενο και περίπου φυσιολογικό, δεν ισχύει προφανώς το ίδιο για τη «δημοκρατική» Δύση. Κυρίως, δηλαδή, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις οποίες εύκολα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι η «δικαιοσύνη» αξιοποιείται όλο και πιο συχνά ως μέσο επίλυσης των πολιτικών διαφορών και αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού. Κι αυτό μόνο ασήμαντο και αδιάφορο δεν μπορεί να θεωρηθεί…
Πρωταρχικός ρόλος η θεσμική καταστολή
Ο θεματοφύλακας των αστικών δημοκρατιών
Την πρώτη μέρα που ορκίστηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος των ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε δεκάδες διατάγματα, ανάμεσα στα οποία και ορισμένα που αφορούσαν τη δικαιοσύνη. Επικαλούμενος την αμεροληψία που πρέπει να επιδεικνύει, έδωσε εντολή – όπως και σε όλες σχεδόν τις υπηρεσίες πληροφοριών – να «ξεψαχνίσουν» την τετραετία του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, ώστε να βρουν αποδείξεις οι οποίες θα στοιχειοθετούν ότι ο ίδιος είχε πέσει θύμα δικαστικών διώξεων με πολιτική εντολή. Έτσι, επιχειρεί να μετατρέψει σε μπούμερανγκ ένα «όπλο» που αξιοποίησαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι για να αποτρέψουν την επάνοδό του στον Λευκό Οίκο – κάτι που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κάνει και η Λεπέν στη Γαλλία (ή όποιος/-α την διαδεχθεί) εάν εκλεγεί πρόεδρος.
Η μετατροπή, λοιπόν, της αστικής δικαιοσύνης σε μέσο επίλυσης πολιτικών αντιπαραθέσεων αποτελεί δίκοπο μαχαίρι. Αυτή η πλευρά, ωστόσο, είναι μόνο η «βιτρίνα». Διότι επί της ουσίας, πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι η δικαστική εξουσία υπήρξε παραδοσιακά ένας από τους θεμελιώδεις πυλώνες των αστικών δημοκρατιών, τόσο στην πιο φιλελεύθερη όσο και στην πιο συντηρητική εκδοχή τους. Αναλόγως σημαντικό ρόλο διαδραματίζει δε και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, έστω και με ιδιαιτερότητες. Αποτελεί, με άλλα λόγια, «κλειδί» για όλα τα πολιτικά εποικοδομήματα που δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν προκειμένου να θωρακίσουν θεσμικά και να διασφαλίσουν την επιβολή των «θέλω» και «πρέπει» της κυρίαρχης τάξης και του κεφαλαίου.
Η συχνή και απειλητική επίκληση της «ανεξαρτησίας» της κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι – ακόμη και σε εκείνα τα κράτη στα οποία προβλέπεται διαδικασία εκλογής των κορυφαίων δικαστών, όπως είναι οι ΗΠΑ –η ηγεσία της δικαιοσύνης και, άρα, όλες οι κρίσιμες αποφάσεις που λαμβάνει, θα ελέγχονται απολύτως από τα γνωστά «κέντρα». Αποδεικνύοντας, παράλληλα, πως επιτελεί πρακτικά τον ρόλο της θεσμικής καταστολής και αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος των συμβατικών μηχανισμών καταστολής (αστυνομία, στρατός και μυστικές υπηρεσίες). Τον εγγυητή, με άλλα λόγια, της αέναης συνέχειας του καπιταλισμού.
Σε αυτό το φόντο, οι διάφορες υπερφίαλες απόψεις για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η «ανεξάρτητη αστική δικαιοσύνη», ακόμη και ως υπερασπιστής των συμφερόντων και δικαίων της λαϊκής πλειοψηφίας ή ως βασικό ανάχωμα απέναντι στη σύγχρονη Ακροδεξιά (και των σαλονιών και των μαχαιριών), δεν είναι απλώς αβάσιμες αλλά, συχνά, αποδεικνύονται και επικίνδυνες. Ασφαλώς, οι «ρωγμές» που κάποιες περιόδους εμφανίζονται σε αυτή, είτε λόγω των πολιτικών συνθηκών που έχουν δημιουργηθεί είτε, κυρίως, κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης και μεγάλων κοινωνικών γεγονότων και ανακατατάξεων, μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμες και πρέπει να αξιοποιούνται στο έπακρό τους. Χωρίς, ωστόσο, υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων που δίνουν – ειδικά από τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς και τους κομμουνιστές.
Μπάμπης Συριόπουλος
Το βασικό ένστικτο αυτοσυντήρησης του κράτους
Η αστική εξουσία φροντίζει για τους «ερμηνευτές» της
Το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη και οι προσπάθειες συγκάλυψης από την κυβέρνηση έχουν φέρει στην επιφάνεια το ζήτημα της δικαίωσης των θυμάτων, της τιμωρίας των ενόχων, της Δικαιοσύνης και του ρόλου της. Από την κυβέρνηση αλλά και από την κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, η «απελευθέρωση» και κατάτμηση του σιδηρόδρομου αρχικά και η ιδιωτικοποίησή του στη συνέχεια μένουν στο απυρόβλητο, οπότε η συζήτηση έντεχνα περιορίζεται στην ανεξαρτησία της «Δικαιοσύνης» και κατά πόσο αυτή ποδηγετείται από την κυβέρνηση.
Βέβαια όπως επισήμανε ο Κώστας Παπαδάκης (Παντιέρα 24/2), «η ταύτιση ενός ηθικού και, κατά μία έννοια, ιδεαλιστικού όρου, με τον φορέα ο οποίος καλείται να τον υλοποιήσει, δηλαδή με την δικαστική εξουσία, αποτελεί την αρχή της στρέβλωσης». Η συγκεκριμένη δικαστική εξουσία δεν μπορεί να είναι η «Δικαιοσύνη» γενικά όπως και οι συγκεκριμένοι επιστήμονες δεν μπορεί να είναι η «Επιστήμη» γενικά. Η δικαστική εξουσία και οι φορείς της λειτουργούν στο πλαίσιο του συντάγματος και των νόμων που στο γράμμα τους, αλλά κυρίως στο πνεύμα τους, προστατεύουν την ιδιωτική ιδιοκτησία και το κέρδος. Τα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα μένουν απλά διατυπώσεις όπως «H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος» (άρθρο 22) που δεν προστατεύει από την ανεργία και τις απολύσεις, ή όπως «H κατοικία του καθενός είναι άσυλο» (άρθρο 9) χωρίς να προστατεύει από τα απλησίαστα νοίκια, τις εξώσεις και τους πλειστηριασμούς.
Το γενικό πλαίσιο δεν αναιρεί βέβαια τη σημασία της ερμηνείας των αφηρημένων και συχνά επιτηδευμένα αντιφατικών και αμφίσημων διατυπώσεων του συντάγματος και των νόμων. Εξάλλου οποιαδήποτε γενική αρχή και ιδέα απαιτεί και τον ερμηνευτή της, όπως ο Θεός απαιτεί τον Πάπα, τον αρχιεπίσκοπο ή τον μουλά, καθώς ο ίδιος δεν μιλάει ποτέ. Η αστική κρατική εξουσία φροντίζει για τους ερμηνευτές της. Το Σύνταγμα προβλέπει «τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» των δικαστών καθώς και την ισοβιότητά τους σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ταυτόχρονα κατοχυρώνει υψηλές αποδοχές «ανάλογες με το λειτούργημά τους» ενώ τυχόν διαφορές σχετικά με τις αποδοχές και τις συντάξεις τους εκδικάζονται από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο («Μισθοδικείο»), δηλαδή βασικά από τους ίδιους (άρθρα 87, 88). Έτσι «στεγανοποιείται» το σώμα των δικαστικών λειτουργών και με την ανεξαρτησία του συνδιαλέγεται με τις υπόλοιπες εξουσίες. Όπως όμως γράφει ο Χαράλαμπος Κουρουνδής «αυτού του είδους ο “διάλογος” μεταξύ της νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε τελική ανάλυση και ιδίως σε περιόδους κρίσεων, είναι στην ουσία ένας “εσωτερικός μονόλογος του κράτους“, ο οποίος μετουσιώνει νομικά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης του κράτους» (Το Σύνταγμα και η Αριστερά, σελ. 513).
Η «Δικαιοσύνη» είναι ακριβή, αργή κι εχθρική για τους εργαζομένους και το λαό, αλλά αποτελεσματική για τα αστικά συμφέροντα
Οι δικαστικές αποφάσεις στο πνεύμα «της αυτοσυντήρησης του κράτους» και της αστικής πολιτικής «ιδίως σε περιόδους κρίσεων» είναι ο κανόνας. Αρκεί να θυμηθούμε την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 668/2012 για το Πρώτο Μνημόνιο και την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού και της σύνταξης για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Σύμφωνα με το ΣτΕ η περικοπή αυτή «αποσκοπεί τόσο στην αντιμετώπιση της κατά την εκτίμηση του νομοθέτη άμεσης ανάγκης καλύψεως οικονομικών αναγκών της χώρας […], δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν κατ’ αρχήν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και αποτελούν, ταυτοχρόνως, και σκοπούς κοινού ενδιαφέροντος των κρατών μελών της Ευρωζώνης, εν όψει της καθιερουμένης από τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υποχρεώσεως δημοσιονομικής πειθαρχίας και διασφαλίσεως της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της». Το δημόσιο συμφέρον ερμηνεύτηκε και περιέλαβε την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους και τις υποχρεώσεις προς την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Κατ’ ανάλογο τρόπο συνεχίζεται ο καθορισμός του κατώτερου μισθού με κυβερνητική απόφαση ενώ το Σύνταγμα προβλέπει «συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία» (άρθρο 22).
Το «ένστικτο της αυτοσυντήρησης του κράτους» εκδηλώνεται στην ευμένεια της δικαστικής εξουσίας προς την αστυνομία παρά τις κατάφωρες και συχνά δολοφονικές αυθαιρεσίες της ή στην ταχύτητα με την οποία οι απεργίες κηρύσσονται παράνομες. Η «Δικαιοσύνη» είναι ακριβή και αργή για τους εργαζομένους και το λαό, τα συμφέροντα και τα δικαιώματά τους, αλλά αποτελεσματική για τα αστικά συμφέροντα όταν πρόκειται για τη νομιμοποίηση περιβαλλοντικών αυθαιρεσιών, ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας.
Εξαιρέσεις σ’ αυτό τον κανόνα μπορούν να υπάρξουν και σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην πίεση του λαϊκού παράγοντα. Ακόμα όμως και η απόφαση για την απαγόρευση της Χρυσής Αυγής, με το πόρισμα του εισαγγελέα Ντογιάκου, βασίστηκε στο ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος είναι να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» καθώς και στον «τρομονόμο» (άρθρο 187 του Ποιν. Κώδ.). Ταυτόχρονα οι αποδεδειγμένες ευθύνες της Αστυνομίας με την ανοχή προς τη φασιστική οργάνωση για διάπραξη εγκληματικών πράξεων δεν συζητήθηκαν καθόλου. Η ΕΛΑΣ έμεινε στο απυρόβλητο. Η μία εξουσία -όσο ανεξάρτητη κι αν είναι- φροντίζει την άλλη.
Η εργατική εξουσία δεν έχει ανάγκη από στεγανά
Ο όρος της «διάκρισης των εξουσιών» στην οποία ορκίζεται το αστικό πολιτικό σύστημα καθιερώθηκε από τον Μοντεσκιέ, συντηρητικό στοχαστή του 17ου αιώνα που, αν και ανήκε στο γενικότερο ρεύμα του Διαφωτισμού, ήταν οπαδός της διατήρησης της μοναρχίας και των ευγενών. Η διάκριση των εξουσιών που υποστήριζε ήταν διάκριση λειτουργιών (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) και όχι κρατικών οργάνων (κοινοβούλιο, κυβέρνηση, δικαστήρια) όπως εννοείται σήμερα. Κάθε λειτουργία ήταν μοιρασμένη και στον μονάρχη και στο κοινοβούλιο και στους εκάστοτε δικαστές. Το κριτήριο ήταν η ισορροπία ανάμεσα στις τρεις αναγνωρισμένες κοινωνικές δυνάμεις της εποχής (μοναρχία, ευγενείς και «λαός»). Για παράδειγμα, «οι δικαστές πρέπει να ανήκουν στην ίδια ομάδα με τον κατηγορούμενο» (άρα ένας ευγενής μπορεί να δικαστεί μόνο από άλλους ευγενείς).
Οι περιστάσεις και το νόημα έχουν αλλάξει αλλά η βασική επιδίωξη παραμένει – η αποφυγή της οχλοκρατίας. Αν τότε ο σκοπός ήταν να διατηρηθούν στοιχεία του «παλαιού καθεστώτος», σήμερα είναι η διατήρηση της αστικής εξουσίας και η στεγανοποίηση τμημάτων του κράτους απρόσβλητων από την εργατική και λαϊκή πάλη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όσον αφορά τη δικαστική εξουσία, το παράδειγμα προς αποφυγήν είναι τα «λαϊκά δικαστήρια», ταυτισμένα με την αυθαιρεσία και την οχλοκρατία. Αντίθετα η εργατική εξουσία δεν έχει ανάγκη από τέτοιες στεγανοποιήσεις. «Όλες οι εξουσίες όχι μόνο πηγάζουν από το λαό αλλά ασκούνται απευθείας από τον λαό. Η ψυχή της εργατικής εξουσίας είναι η σοσιαλιστική αυτοκυβέρνηση του λαού. Όλη η εξουσία (νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική) ασκείται από τον λαό με εναλλαγή και πληρωμή με τον ενιαίο εργατικό μισθό» (Απόφαση του Ιδρυτικού Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης, Θέσεις και προγραμματικές αρχές).
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 12-13 Απριλίου 2025