Γιάννης Φραγκούλης
Η ταινία της Ελένης Αλεξανδράκη, Θολός βυθός, διαπραγματεύεται το λίγο-πολύ άγνωστο θέμα των παιδιών που έζησαν στις παιδουπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης, στην Ελλάδα. Είναι βασισμένη σε μια πραγματική ιστορία του Γιάννη Ατζακά που τη μετέφερε σε βιβλίο (Θολός βυθός, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2010).
Τα παιδιά των ανταρτών ζούσαν με τις μητέρες τους, αφού οι πατεράδες τους ήταν σε πόλεμο με τον τακτικό στρατό του ελληνικού κράτους. Θεωρήθηκε τότε ευγενική η χειρονομία της βασίλισσας να ιδρύσει δομές φιλοξενίας γι’ αυτά τα παιδιά. Η αλήθεια, όμως, ήταν άλλη. Τα χρήματα για να γίνουν αυτές οι δομές είχαν δοθεί από τον ελληνικό λαό, από δωρεές και από φόρους ή περικοπές μισθών. Το παλάτι δεν είχε δώσει κάτι για να γίνει αυτό το έργο.
Η αλήθεια είναι ότι η εκπαίδευση και η ζωή των παιδιών σε αυτά τα οικήματα ήταν πολύ διαφορετική από αυτή στις οικογένειές τους. Επίσης είναι γνωστό ότι η Φρειδερίκη υπήρξε μέλος της ναζιστικής νεολαίας, κάτι που δεν έκρυβε. Θεωρούσε ότι οι κομμουνιστές ήταν «υπάνθρωποι», όπως έλεγε. Κατά συνέπεια, τα παιδιά τους ανήκαν στην ίδια κατηγορία. Η ζωή και η εκπαίδευσή τους δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από αυτή στο στρατό ή σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο. Ελάχιστα από αυτά τα παιδιά σπούδασαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και πολλά από αυτά πήγαν, με διάφορα προγράμματα, για υιοθεσίες κυρίως στις ΗΠΑ εν αγνοία των γονιών τους,.
Όλα αυτά εξιστορούνται στην ταινία. Η ζωή αυτών των παιδιών αναπαριστάται από ηθοποιούς. Ο τρόπος αφήγησης είναι ο πλέον κλασικός. Δείχνει τη ζωή του μικρού παιδιού στο χωριό, μετά στην παιδούπολη, ακολούθως το κλίμα που επικρατούσε εκεί. Ο θεατής μπορεί να ανασυνθέσει την αφήγηση, τα κενά σημεία και να ολοκληρώσει την ιστορία. Οι ηθοποιοί αναπαριστούν πιστά την εποχή, βοηθά η πολύ καλή δουλειά που έχει γίνει στην ενδυματολογία και στα σκηνικά. Αναβιώνονται οι παιδουπόλεις, μια εποχή σχετικά άγνωστη που τη ζούμε μαζί τους.
Ενδιαφέρον έχει η ολοκλήρωση της ιστορίας, όταν ο νεαρός πλέον άντρας πηγαίνει να δει τον πατέρα του στο πρώην ανατολικό μπλοκ. Εκεί η σκηνοθέτιδα δείχνει την άλλη όψη του νομίσματος. Η ζωή εκεί δεν είναι ιδανική. Οι περιορισμοί είναι αρκετοί, η αστυνομία λειτουργεί όπως στον δυτικό κόσμο, η ανελευθερία είναι έκδηλη. Με άλλα λόγια, η ταινία δεν δίνει ελπίδα. Ο σοσιαλισμός δεν έχει δημιουργήσει μια ιδανική ζωή για τον άνθρωπο. Ο παράδεισος είναι μια ουτοπία, την κόλαση την ζούμε μέσα μας και την τοποθετούμε εκεί όπου ζούμε, όταν στηρίζουμε εξουσίες που είναι βίαιες ως προς τον άνθρωπο.
Η σκηνοθέτιδα ακολουθεί τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και κάνει μια πιστή αναπαράσταση. Δεν αφήνει όμως μια διέξοδο για μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας, για να δημιουργηθεί μια άλλη ιστορική αφήγηση, ένας εναλλακτικός τρόπος διαβίωσης που θα είχε μια ελπίδα για τον άνθρωπο. Η αφήγηση της ταινίας τελειώνει με την απλή αναφορά της σχέσης πατέρα και γιου και την ανακάλυψη του άγνωστου σε αυτόν πατέρα. Αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της συμφιλίωσης των δύο ανθρώπων.