Συγγραφέας, σκηνοθέτης.
Ignoramus σημαίνει «δεν γνωρίζουμε». Αυτός είναι και ο τίτλος της πρωτότυπης σατιρικής παράστασης θεάτρου-ντοκουμέντο για την Ελευθερία του Τύπου σήμερα στην Ελλλάδα. Με αφορμή την έναρξη των παραστάσεων στο Ρεκτιφιέ-Κέντρο Έρευνας Μικτών Παραστατικών Τεχνών μιλάμε με τον δημιουργό και σκηνοθέτη της Γιάννη Ασκάρογλου. Η αυτοχρηματοδοτούμενη και ανεξάρτητη από χορηγίες παράσταση αποτελεί μια πρωτότυπη δραματουργία βασισμένη σε μελέτες και επιτόπια έρευνα
Συνέντευξη στον Δημήτρη Τζιαντζή
Ποια ήταν η αρχική πηγή έμπνευσης για το Ignoramus; Πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Στο πλαίσιο μαθήματος θεάτρου-ντοκουμέντο στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Θέατρο και Κοινωνία» του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, η Κορίνα Βασιλειάδου μας προέτρεψε να επιλέξουμε ένα άρθρο του Συντάγματος που μας κινητοποιεί. Η συνταγματική κατοχύρωση της Ελευθερίας του Τύπου και το δικαίωμα του πολίτη στην πολυφωνική ενημέρωση ήταν μόνο η αρχή. Η καθημερινή μου εμπειρία ως δέκτης ειδήσεων αλλά και από συζητήσεις με ανθρώπους διαφορετικής πολιτικής, κοινωνικής, ή ιδεολογικής καταβολής, αντιλαμβανόμουν ότι υπάρχει ένα βαθύτερο πρόβλημα στις απανταχού διαφωνίες: δεν έχουμε όλοι τις ίδιες πληροφορίες, συχνά σπανίζει η ενδελεχής ενημέρωση για κάποιο συγκεκριμένο θέμα και ίσως το κυριότερο, δεν αποδεχόμαστε εύκολα μια διαφορετική οπτική στα πράγματα. Μέσω της έρευνας, αυτή η διαίσθηση επαληθευόταν ποικιλοτρόπως. Έχοντας μια αδυναμία στα λογικά παράδοξα μιας κυκλικής σκέψης, το πρώτο μου ερώτημα ήταν: Η ίδια η είδηση για την χαμηλή θέση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη για την Ελευθερία του Τύπου πόσο ‘ελεύθερα’ δημοσιεύθηκε; Από εκεί ξετυλίχθηκε ένα κουβάρι έρευνας και ερωτημάτων. Με ποιους τρόπους λειτουργεί ένα Μέσο, ώστε να είναι επιτυγχάνεται η ανεξαρτησία του από τυχόν πολιτικές, οικονομικές ή άλλου είδους παρεμβάσεις; Ποιες είναι οι διαδικασίες αρχισυνταξίας, με τι κριτήρια επιλέγεται ‘τι είναι σημαντικό’; Τι είδους επεξεργασία υπόκειται ο τίτλος ή και το περιεχόμενο ακόμα, πριν δημοσιευτεί; Και σε επίπεδο δημοσιογράφων, πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους και πώς αντιμετωπίζουν τυχόν μεσολαβήσεις στο έργο τους; Μπορεί να συντρέχουν ακόμα και προσωπικοί λόγοι που επηρεάζουν τις αποφάσεις τους; Πώς θα ήταν να είμασταν στη θέση τους; Τι διλήμματα ηθικά ή δεοντολογικά καλούνται να αντιμετωπίσουν;
Ποια ήταν η πορεία για το ανέβασμα του έργου; Τι πρωτογενής έρευνα χρειάστηκε; Και πόσο δύσκολη είναι η σύνδεση έρευνας και δραματουργίας;
Η πορεία του project θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις φάσεις: α) φάση προσωπικής έρευνας και προετοιμασία δραματουργίας, β) φάση ομαδικής έρευνας και παραγωγής, επεξεργασίας σκηνικού υλικού, γ) φάση προετοιμασίας παράστασης. Καθότι πρόκειται για θέατρο ντοκουμέντο, κάποια σημεία της δραματουργίας απαιτούν συνεχή επικαιροποίηση, όπως οι εξελίξεις στην υπόθεση δολοφονίας του Γ. Καραϊβάζ, οπότε αυτές οι φάσεις ήταν συχνά επικαλυπτόμενες.
Το κύριο μέρος της έρευνας πραγματοποιήθηκε μεταξύ Ιανουαρίου και Απριλίου 2024 και μια πρώτη παρουσίαση έγινε τον Ιούλιο του 2024 στο 1927 art space. Η μελέτη μας εξελίχθηκε σε τρεις άξονες: 1) σχέση των πολιτών με τα ΜΜΕ, 2) Τεχνικές απόκρυψης / παραπληροφόρησης και 3) συνθήκες λειτουργίας των ΜΜΕ. Πέρα από την δευτερογενή έρευνα (δηλαδή εκθέσεις οργανισμών, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ κ.ά. για τα ΜΜΕ και την Ελευθερία του Τύπου), κομβικό σημείο για την δουλειά μας, σε επίπεδο γνωσιακό αλλά κυρίως βιωματικό, ήταν η έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε σε κυρίαρχο Μέσο. Αφού λοιπόν, είχαμε ερευνήσει γενικά για την λειτουργία των ΜΜΕ, μας απασχόλησε η μικρότερη κλίμακα, μια αίθουσα σύνταξης ενός siteόπου εκδηλώνεται ο ανθρώπινος παράγοντας. Η συμμετοχική μας παρατήρηση τροφοδότησε πολύ σημαντικά την δραματουργία, την σύνθεση των χαρακτήρων και της σκηνικής συνθήκης.
Μετά από όλη αυτή την ερευνητική περίοδο, ο όγκος του συλλεγμένου υλικού ήταν μεγάλος. Δραματουργικά, λοιπόν, βρέθηκα αντιμέτωπος με μια πρόκληση: έπρεπε να επιλεχθεί «τι είναι σημαντικό» να ειπωθεί και τι όχι στον περιορισμένο σκηνικό χρόνο. Με έκπληξη και ενδιαφέρον συνειδητοποίησα ότι παρόμοια ερωτήματα αντιμετωπίζει και η αρχισυνταξία σε καθημερινή βάση, δηλαδή τι είναι σημαντικό να δημοσιευθεί ανά πάσα στιγμή. Σε αντίθεση όμως με την καθημερινή ειδησεογραφία (όχι την ερευνητική δημοσιογραφία) υπάρχει μια διαφορά: στη δραματουργία η σύνδεση των πληροφοριών είναι πιο σημαντική, γιατί αυτή είναι που φέρει, αν όχι ‘κατασκευάζει’, το νόημα. Επίσης, μέσω της έρευνας στον δημοσιογραφικό χώρο αναδύθηκαν θεματικές που τροφοδότησαν την δραματουργία: συναισθηματική εμπλοκή των συντακτών με τις ειδήσεις, ζητήματα χρόνου και ζητήματα ‘ουδετερότητας’ ή αυτολογοκρισίας.
Και τέλος, όπως σε κάθε δραματουργία θεάτρου-ντοκουμέντο, υπήρξε και μια ακόμα πρόκληση: η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για ενημέρωση (των θεατών) και στην ανάγκη για αισθητική. Με ποιους τρόπους οι αισθητικές επιλογές (οι τρεις διαφορετικές σκηνικές συνθήκες που ζωντανεύουν, το ‘μαγικό’ στοιχείο κ.ά.) τονίζουν και εμπλουτίζουν την δραματουργία του πραγματικού, χωρίς να αποτελούν ξεχωριστές αυτόνομες οντότητες;
Πόσο ελεύθερος θα ένιωθα στη δραματουργία, αν λάμβανα χρηματοδότηση από μεγάλες εταιρίες ή ακόμα και το κράτος.
Τελικά υπάρχει απάντηση γιατί η χώρα μας κατατάσσεται τόσο χαμηλά όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου;
Η απάντηση, όπως και το ζήτημα της Ελευθερίας του Τύπου, είναι πολυπαραγοντική, πολυπρισματική. Αυτό αντικατοπτρίζεται με τις τρεις επιστημονικές προσεγγίσεις: Κοινωνιολογία, Οικονομία και Πολιτικές Επιστήμες, όπου ανάλογα με την επιστημονική -αλλά και σε κάποιο βαθμό υποκειμενική- οπτική των ερευνητών, αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία που οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα: η ευθύνη είναι της πολιτικής εξουσίας, των πολιτών, των μεγάλων επιχειρήσεων ή των δημοσιογράφων με ιδιοτελή κίνητρα; Πιστεύω, εξαρτάται την οπτική που επιλέγει κανείς…
Πόσο ανασταλτικά λειτουργούν οι αγωγές σε βάρος δημοσιογράφων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν (ή ο φόβος της αγωγής);
Τα SLAPP, ή οι προσχηματικές αγωγές, είναι ένα από τα κριτήρια αξιολόγησης κάθε χώρας της ΜΚΟ Reporters Without Borders σχετικά με την Ελευθερία του Τύπου. Το πρόβλημα έχει ενταθεί την τελευταία δεκαετία καθώς δεν υπάρχει η νομική προστασία ακόμα, ειδικά στην Ελλάδα, όπου το δικαστικό σύστημα είναι αργό. Σύμφωνα με δημοσιογράφους, θεωρούν πλέον τα SLAPP, ή τον φόβο αυτών, ίσως τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα στην ανεξαρτησία της δουλειάς τους.
Τελικά παρωπίδες φοράνε μόνο τα καθεστωτικά ΜΜΕ ή και οι αναγνώστες-«καταναλωτές» ειδήσεων;
Τα κυρίαρχα ΜΜΕ, ως κομμάτια πια μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, εξυπηρετούν σύνθετα συμφέροντα, είτε οικονομικά, είτε πολιτικά. Από την άλλη, παρατηρείται το φαινόμενο του confirmation bias ή mediabubble, δηλαδή η τάση των ανθρώπων να αναζητούν και να επεξεργάζονται πληροφορίες που συνάδουν με προϋπάρχουσες αντιλήψεις τους (και αντίστοιχα να αγνοούν τις πληροφορίες που αντίκεινται σε αυτές). Αν αυτό συμβαίνει λοιπόν, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, νομίζω έχει κανείς μια εικόνα για τα αίτια μιας κοινωνικής σύγκρουσης, όπως εγώ αντιλαμβάνομαι ότι συμβαίνει στις μέρες μας, μια έντονη πόλωση. Από την άλλη, οι δέκτες, ως καταναλωτές ειδήσεων έχουν δύναμη: μπορούν να ενισχύσουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και να διεκδικούν πολυφωνική ενημέρωση.
Πώς μπορούν να δημιουργηθούν ρωγμές στην παντοδυναμία των μεγάλων ΜΜΕ όταν ισχύει ο άγραφος κανόνας «ο ιδιοκτήτης έχει πάντα δίκιο»;
Με την στήριξη ομάδων / οργανισμών ερευνητικής δημοσιογραφίας. «Αν δεν πληρώσεις εσύ για την ενημέρωσή σου, θα το κάνει κάποιος άλλος και άρα θα μπορεί να επηρεάσει το περιεχόμενο που έχεις πρόσβαση.» Επίσης, μπορεί να έχουμε την εντύπωση ότι κατακλυζόμαστε καθημερινά από ειδήσεις, αλλά τα πραγματικά ερευνητικά ρεπορτάζ για σημαντικά θέματα δεν είναι και τόσο πολλά, γιατί απαιτούν χρόνο και διάθεση για εμβριθή έρευνα.
Τι ρόλο παίζει η διαδραστικότητα με τους θεατές και η συμμετοχή του κοινού στην παράσταση;
Οι τρεις ερευνητές που ανέφερα πιο πάνω, παρουσιάζουν την έρευνά τους ταυτόχρονα σε διαφορετικούς χώρους του θεάτρου. Έτσι λοιπόν, οι θεατές καλούνται να επιλέξουν ποιον ομιλητή θα παρακολουθήσουν, όπως αντίστοιχα επιλέγουν το μέσο από το οποίο ενημερώνονται, παίρνοντας, έτσι ήδη, μια θέση στα πράγματα, ενισχύοντας το φαινόμενο του media bubble που ανέφερα νωρίτερα.
Πόσο δύσκολο είναι να ανέβει σήμερα μια ανεξάρτητη και αυτοχρηματοδοτούμενη παραγωγή χωρίς σπόνσορες και επιχορηγήσεις;
Οι οικονομικές απαιτήσεις ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι τεράστιες για τα δεδομένα ενός ιδιώτη, ακόμα και για μια ομάδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεώρησα χρέος μου απέναντι σε εμένα, στην πολιτική μου θέση σε αυτή την συγκυρία της χώρας, να ρισκάρω, να εμπιστευθώ τους συνεργάτες μου και την δουλειά μας, όπως και τον κόσμο που θα ενδιαφερθεί να στηρίξει το εγχείρημα (και μέσω του εθελοντικού εισιτηρίου υποστήριξης). Αναρωτιέμαι, σε αντιστοιχία με ένα δημοσιογράφο, πόσο ελεύθερος θα ένιωθα στη δραματουργία, αν λάμβανα χρηματοδότηση από μεγάλες εταιρίες ή ακόμα και το κράτος.
Σελίδα της παράστασης στο Facebook
ΡΕΚΤΙΦΙΕ – Κέντρο Έρευνας Μικτών Παραστατικών Τεχνών
Λεωφ. Κωνσταντινουπόλεως 119, Αθήνα 104 47
Ο χώρος είναι πλήρως προσβάσιμος σε άτομα με αμαξίδιο.
Πέμπτες και Παρασκευές, 20:30. Από 20 Φεβρουαρίου 2025.
Η είσοδος επιτρέπεται μετά την έναρξη της παράστασης, με διακριτικότητα.
Διάρκεια: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

Δραματουργία – Σκηνοθεσία: Γιάννης Ασκάρογλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Φιλίππα Σκούρτη
Ερμηνείες: Δημήτρης Καπετάνιος
Πένη Μπουκουβάλα
Αιμιλία Σιαφαρίκα
Συμμετοχή: Βασιλική Σαμαρτζή
Επιμέλεια φωτισμού: Άννα Σαπουνάκη
Επιμέλεια κίνησης: Ίρις Νικολάου
Σκηνογραφική-Ενδυματολογική επιμέλεια: Γιώργος Τρικκαλιώτης
Φωτογράφιση-Βίντεο-Γραφιστικά: Κωνσταντίνος Ανδρικόπουλος
Οργάνωση Παραγωγής: Ζωή Δρακοπούλου
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
6970299054 (ώρες: 10:00-14:00 και Πέμπτη – Παρασκευή 17:00-20:00)