Λήδα Δώδου
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU-CSU) αναδείχθηκε πρώτη στις εκλογές της περασμένης Κυριακής με 28,5% και οι πρώτες δηλώσεις του επικεφαλής της και – πλην μεγάλου απροόπτου – επόμενου καγκελάριου της Γερμανίας, ήταν αποκαλυπτικές για τις προθέσεις του, ειδικά στην εξωτερική πολιτική. Αφενός, λοιπόν, ο Φρίντριχ Μερτς φρόντισε να διαμηνύσει στον Μπέντζαμιν Νετανιάχου ότι θα τον προσκαλέσει στο Βερολίνο άμεσα, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του το ένταλμα σύλληψης που έχει εκδώσει το Διεθνές Δικαστήριο για τον πρωθυπουργό του κράτους-τρομοκράτη του Ισραήλ.
Αφετέρου, έκανε λόγο για την ανάγκη άμεσης χειραφέτησης της ΕΕ και συνολικά της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και διάρρηξης του ομφάλιου λώρου που την κρατά δεμένη και εξαρτημένη από το αμερικανικό άρμα. «Το ρολόι δείχνει πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα για την Ευρώπη», είπε, χαρακτηρίζοντας «απαράδεκτη» τη στάση του Τραμπ στο ζήτημα του Ουκρανικού και «εξοργιστική» την ανάμιξη της Ουάσιγκτον στις γερμανικές εκλογές (με τη στήριξη Μασκ στην AfD), ενώ παράλληλα εκτίμησε πως η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποδείξει ότι «αδιαφορεί σε μεγάλο βαθμό για την τύχη της Ευρώπης» – φτάνοντας, μάλιστα, να αμφισβητήσει κατά πόσο το ΝΑΤΟ θα είναι «ως έχει» στην επόμενη σύνοδο κορυφής, το καλοκαίρι.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι και στα δύο αυτά ζητήματα ο Μερτς φαίνεται να έχει εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη συναίνεση όχι μόνο των πιθανότερων κυβερνητικών εταίρων του, των Σοσιαλδημοκρατών (με τους οποίους η Ένωση έχει συγκυβερνήσει τρεις φορές στη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας, όλες επί Μέρκελ), αλλά και των Πράσινων, που παραμένουν μια πολύτιμη εφεδρεία για το σύστημα. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη κυκλοφορούν σενάρια για έγκριση από την απερχόμενη βουλή ενός έκτακτου προϋπολογισμού που θα αφορά αποκλειστικά τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες και τη συνέχιση της βοήθειας προς το Κίεβο, έτσι ώστε ο πόλεμος να συνεχιστεί και χωρίς τις «πλάτες» των ΗΠΑ.

Στην περίπτωση της Γερμανίας και σε αντίθεση με ό,τι έχει συμβεί σε πολλές άλλες χώρες, οι δημοσκοπήσεις «διάβασαν» πολύ καλά τις τάσεις της κοινωνίας και προέβλεψαν με θαυμαστή ακρίβεια, της τάξης λίγων δεκαδικών ψηφίων, το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών. Το ζητούμενο, την επόμενη μέρα, είναι εάν οι λαοί και η Αριστερά «διαβάσουν» με τη σειρά τους καλά την ουσία και το μήνυμα του παραπάνω αποτελέσματος και των τάσεων που θα κυριαρχήσουν τα επόμενα χρόνια τόσο στη συγκεκριμένη χώρα όσο και συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το πρώτο που πρέπει να είναι ξεκάθαρο αφορά στη σύνθεση των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), η οποία με το 20,8% που συγκέντρωσε έχει κάθε λόγο να βάζει τον πήχη ψηλότερα και να στοχεύει στην πρωτιά και την καγκελαρία, όπως ήδη δήλωσε η μία εκ των επικεφαλής της, Άλις Βάιντελ. Όπως έδειξαν τα exit polls, συγκεκριμένα, το πιο ισχυρό «χαρτί» της AfD ήταν η παραδοσιακή, βιομηχανική εργατική τάξη της χώρας και τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας.
Η ακροδεξιά AfD εντυπωσιάζει με την επίδοσή της και τη διείσδυσή της στην κοινωνία
Για του λόγου το αληθές, το ποσοστό που συγκέντρωσε στα αποκαλούμενα «μπλε κολάρα» έφτασε το 38%, με τους Χριστιανοδημοκράτες να έρχονται δεύτεροι με 22% και το SPD τρίτο με 12%. Αντίστοιχο μερίδιο ψήφων διασφάλισε η AfD και στις τάξεις εκείνων που χαρακτηρίζουν την οικονομική τους κατάσταση «κακή», έναντι μόλις 17% ανάμεσα σε εκείνους που τη θεωρούν «καλή», όπου Χριστιανοδημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι συγκέντρωσαν υψηλότερο ποσοστό από το πανεθνικό τους. Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι η Ακροδεξιά αναδείχθηκε πρώτη και στις πιο παραγωγικές ηλικίες, με 23% στους ψηφοφόρους από 25-34 ετών και 26% σε εκείνους από 35 ως 44.
Το επόμενο σημαντικό στοιχείο έχει να κάνει με τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων σε σύγκριση με τις εκλογές που είχαν γίνει τον Σεπτέμβριο του 2021. Εδώ, πάντα σύμφωνα με τους δημοσκόπους, ως μεγαλύτερη «δεξαμενή» για την AfD καταγράφεται εκείνη που συγκροτούν όσοι είχαν επιλέξει αποχή πριν 3,5 χρόνια, καθώς από αυτήν άντλησε περίπου 1,9 εκατ. ψήφους (άλλους τόσους φέρονται να πήρε η CDU-CSU από το SPD). Εκτός αυτών, όμως, προς την ίδια κατεύθυνση μετακινήθηκαν επίσης κάπου 900.000 πρώην ψηφοφόροι της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, 800.000 των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP), αλλά και 680.000 του SPP, αποδεικνύοντας ότι το μήνυμα της AfD διεμβόλισε ευρύτερα πολιτικά και κοινωνικά στρώματα της Γερμανίας.
Το τρίτο που είναι ανάγκη να επισημανθεί προκύπτει από τις δηλώσεις τις οποίες έκανε λίγο αφότου έκλεισαν οι κάλπες η Άλις Βάιντελ, μία εκ των επικεφαλής της AfD. Κι αυτό διότι κατηγόρησε τον Μερτς ότι, αφενός, «έκλεψε» μεγάλο μέρος των θέσεων και του προεκλογικού της προγράμματος και, αφετέρου, επειδή αρνήθηκε να διεξάγει συνομιλίες μαζί της για τη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού συνασπισμού, παρ’ ότι η ίδια και το κόμμα της δήλωσαν απολύτως έτοιμοι. Η ίδια, ωστόσο, δεν παρέλειψε να εμφανιστεί εξόχως αισιόδοξη, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως όταν γίνουν οι επόμενες εκλογές (πιθανώς σε λιγότερο από 4 χρόνια, όπως εκτίμησε) η AfD θα είναι πρώτη και ουδείς θα της στερήσει το δικαίωμα να αναλάβει τη διακυβέρνηση της Γερμανίας.
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η ισχυρή επιρροή που φαίνεται πως έχει η Ακροδεξιά στους νέους της χώρας. Παρ’ ότι αναδείχθηκε δεύτερη πίσω από την Die Linke στις ηλικίες 18-24 ετών, το 21% που έλαβε στις τάξεις τους κάθε άλλο παρά αμελητέο μπορεί να θεωρηθεί – ειδικά εάν συναρτηθεί με τον πολλαπλασιασμό των νεοναζιστικών «πυρήνων» στη γερμανική νεολαία, που αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία με την AfD και ειδικά με τα δεκάδες στελέχη της που δεν κρύβουν τις αντίστοιχες απόψεις που διαθέτουν.
Ιδιαιτέρως σημαντικές είναι, τέλος, ορισμένες από τις θέσεις της AfD για την οικονομία και τη θέση της Γερμανίας στην ΕΕ και τη διεθνή σκηνή. Για παράδειγμα, την ώρα που Μερτς και Σολτς προετοιμάζουν το έδαφος για χαλάρωση στον προϋπολογισμό, με πρόφαση τις στρατιωτικές δαπάνες (και ουσιαστικά για να προωθηθεί πακέτο ενίσχυσης της οικονομίας), η Βάιντελ και άλλα στελέχη προειδοποιούν για δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ταυτόχρονα, την ώρα που διαφαίνεται σκλήρυνση της στάσης του Βερολίνου στο Ουκρανικό με την επερχόμενη κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού», η AfD συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεσή της σε αυτό το σενάριο και την θέση της υπέρ μιας συμφωνίας με τη Μόσχα, προτάσσοντας τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου που έχει πληγεί από τον πόλεμο και τις κυρώσεις.
Πρακτικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι, κατ’ αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, στη Γερμανία συγκρούονται σήμερα δύο ισχυρές τάσεις εντός της αστικής τάξης. Η μία, που εκφράζεται με μικρές διαφορές τόσο από τον απερχόμενο όσο και από τον επόμενο καγκελάριο – των οποίων τα κόμματα θα συνεργαστούν στη νέα κυβέρνηση, πλην απροόπτου – υποστηρίζει ότι τα συμφέροντα του γερμανικού κεφαλαίου μπορούν να εξυπηρετηθούν καλύτερα, έστω και αν βραχυπρόθεσμα απειληθούν, μέσω μιας ισχυρής ΕΕ, η οποία θα «απογαλακτιστεί» από τις ΗΠΑ και, εφόσον παραστεί ανάγκη, θα σηκώσει μόνη της το βάρος και της συνέχισης του πολέμου με τη Ρωσία. Όσο για τη δεύτερη, που έχει στην πρώτη γραμμή της την AfD (αν και άλλοι «φλερτάρουν» μαζί της) προκρίνει τη γραμμή του New Deal τόσο με τον Πούτιν όσο και με τον Τραμπ, θεωρώντας πως με αυτό η Γερμανία θα απαλλαγεί από τα «βαρίδια» των ευρωπαϊκών συσχετισμών και ισορροπιών και θα μπορέσει να αποκτήσει ισχυρότερους συμμάχους από ό,τι είναι σήμερα η Γαλλία και τα πιο αδύναμα κράτη-μέλη.
Για την ώρα, βεβαίως, η πρώτη τάση εξακολουθεί να διατηρεί το πάνω χέρι, έστω και αποδυναμωμένη όπως φάνηκε και στις εκλογές. Το τι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δεδομένο είναι, καθώς οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και το γεωπολιτικό και οικονομικό τοπίο μεταβάλλεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα.
Η Die Linke κέρδισε τη μάχη της Αριστεράς

Παρά τον θόρυβο και τις πρόσφατες επιτυχίες που είχε καταγράψει σε επιμέρους εκλογές σε κρατίδια, το κόμμα της προερχόμενης από την Αριστερά Σάρας Βάγκενκνεχτ (BSW) έμεινε τελικά εκτός της βουλής, έστω και οριακά καθώς συγκέντρωσε 4,97%. Αντίθετα, το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke), το οποίο στις προηγούμενες εκλογές είχε καταφέρει να εισέλθει μόνο εξαιτίας του ιδιόμορφου εκλογικού νόμου, παρ’ ότι δεν είχε πιάσει το όριο του 5%, ξαναμπήκε στη Βουλή με 8,8%, επανακάμπτοντας στα ποσοστά της προηγούμενης δεκαετίας.
Τα δύο παραπάνω αποτελέσματα στην πραγματικότητα συνδέονται, καθώς βασικό σημείο αποτέλεσε το θέμα του μεταναστευτικού. Η BSW προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την συγκυρία στο δημόσιο λόγο, διακηρύσσοντας πως ο λαός θέλει λιγότερους μετανάστες, φτάνοντας μέχρι στο σημείο να δηλώσει ότι επί της αρχής συμφωνεί με το αντιμεταναστευτικό νομοσχέδιο που είχε καταθέσει το CDU. Ταυτόχρονα, η BSW επλήγη από το γεγονός ότι έχουν ξεκινήσει ειρηνευτικές συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας, καθώς η ρητορική της που ζητούσε τερματισμό του πολέμου – όχι από κάποια στάση διεθνιστικών, αντιιμπεριαλιστικών αρχών, αλλά για να μην πλήττεται η γερμανική μεσαία τάξη – κατέστη παρωχημένη. Συνολικά δε, η έμφαση που έδινε το κόμμα στην μεσαία και όχι στην εργατική τάξη αποξένωσε διάφορους που είχαν προσχωρήσει προερχόμενοι από την Αριστερά.
Το Die Linke έκανε ακριβώς τα αντίθετα και πέτυχε. Κράτησε μια συνεπή αντιφασιστική στάση, καλώντας κατά την ψηφοφορία επί του αντιμεταναστευτικού νομοσχεδίου σε αντίσταση στο φασισμό και στο δρόμο – κάλεσμα που διαδόθηκε ταχύτατα στο TikTok, καθιστώντας την συν-αρχηγό του το πιο δημοφιλές πολιτικό πρόσωπο. Ταυτόχρονα, έθεσε στο επίκεντρο της προεκλογικής του καμπάνιας το κοινωνικό ζήτημα, με έμφαση στη διεκδίκηση προσιτής κατοικίας, γεγονός που του επέτρεψε να κυριαρχήσει στο Βερολίνο και να ανέβει σε αστικά κέντρα της Δυτικής Γερμανίας.
Αν η αποτυχία ενός κόμματος που τσαλαβουτάει σε φασίζοντα νερά και η επιτυχία ενός άλλου που ανοίγει το ζήτημα της αξιοβίωτης ζωής των εργαζομένων προκαλούν μια αναθάρρηση, οι περιστάσεις κάθε άλλο παρά επιτρέπουν αίσθημα ανακούφισης. Οι γερμανικές εκλογές ανέδειξαν μια κοινωνία που στρέφεται προς την Ακροδεξιά (το AfD πήρε ψήφους απ’ όλα τα κόμματα) και μια Αριστερά που ενώ ψελλίζει για αυξήσεις στους μισθούς, ταυτόχρονα εύχεται ειρήνη χωρίς να διανοείται να ζητήσει έξοδο από το ΝΑΤΟ, περιοριζόμενη στην «αντικατάστασή του από έναν ευρωπαϊκό ανεξάρτητο πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας». Γίνεται και μέσα από το γερμανικό παράδειγμα φανερό, λοιπόν, ότι η αναγκαιότητα για συνολική σύγκρουση, ώστε να μπορούν οι λαοί να ζουν ειρηνικά και αξιοπρεπώς, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 1-2 Μαρτίου