Γιώργος Παυλόπουλος
Πογκρόμ του νέου καθεστώτος της Συρίας, στο οποίο κυριαρχούν οι πρώην τζιχαντιστές, σε βάρος της μειονότητας των Αλεβιτών στην περιοχή της Λατάκειας και της Ταρτούς, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι τελευταίοι οργανωμένοι (και ένοπλοι) «πυρήνες» του Μπάαθ και του Άσαντ (καθώς και οι δύο ρωσικές στρατιωτικές βάσεις), με περισσότερους από 1.000 νεκρούς. Περαιτέρω ενίσχυση της παρουσίας του Ισραήλ στο νότιο τμήμα της χώρας και εντατικό παζάρι με τη μειονότητα των Δρούζων Μουσουλμάνων που κατοικεί εκεί τηρώντας, παραδοσιακά, πιο φιλική και συναινετική στάση απέναντι στο εβραϊκό κράτος. Και, ως κερασάκι στην τούρτα των καθοριστικών εξελίξεων αυτής της εβδομάδας, η χειραψία ανάμεσα στο σημερινό αφεντικό της Δαμασκού και τον επικεφαλής των υπό κουρδικό έλεγχο Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), με την οποία επισφραγίστηκε η συμφωνία για την ενσωμάτωση των τελευταίων στον «εθνικό στρατό» και τους κεντρικούς θεσμούς.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για γεγονότα που το καθένα έχει ιδιαίτερη σημασία και στέλνει το δικό του μήνυμα, ταυτόχρονα όμως συνδέονται με ένα κόκκινο νήμα: Την απόπειρα των νέων επικυρίαρχων της Συρίας – ΗΠΑ, Τουρκίας και Ισραήλ – να βάλουν μία άνω τελεία στη διαδικασία του ανεξέλεγκτου και βίαιου κατακερματισμού της, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο αέναο και απρόβλεπτο πόλεμο. Με σκοπό να δώσουν, παράλληλα, μια εικόνα επίπλαστης συμφιλίωσης και θάβοντάς «κάτω από το χαλί» τις μεγάλες και άλυτες αντιθέσεις στη χώρα, που θα περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να έρθουν πάλι στην επιφάνεια.
Ειδικά ο ρόλος των ΗΠΑ και της Τουρκίας φαίνεται πως υπήρξε καθοριστικός για να δημιουργηθεί αυτό το νέο σκηνικό – όπως είχε υπάρξει και για να ανατραπεί το προηγούμενο. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με πληροφορίες οι οποίες δεν διαψεύστηκαν, ο επικεφαλής των SDF, Μαζλούμ Αμπντί, έφτασε στη Δαμασκό για τη συνάντηση με τον Αχμέτ αλ-Σάρα (τον πρώην πολέμαρχο της αλ-Κάιντα και του ISIS, αλ-Τζολάνι) με αμερικανικό στρατιωτικό αεροσκάφος. Είναι κοινό μυστικό, εξάλλου, πως οι Κούρδοι άντεξαν όλα τα προηγούμενα χρόνια όχι μόνο χάρη στον ηρωισμό του λαού τους αλλά, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας της στήριξης και τον εξοπλισμό που τους παρείχε η Ουάσιγκτον, η οποία ήταν ανά πάσα στιγμή σε θέση να τους εκβιάζει και να επιβάλει τους όρους της.
Όσο για τον Ταγίπ Ερντογάν, έσπευσε να χαιρετήσει τη συμφωνία, η οποία μοιάζει να εκπληρώνει έναν από τους βασικούς όρους που ο ίδιος είχε θέσει: Τη δήλωση υποταγής των Κούρδων στο νέο καθεστώς και την κατάργηση (τουλάχιστον στα χαρτιά) της δικής τους, αυτόνομης ένοπλης πτέρυγας, που θα συνέχιζε να αποτελεί «αγκάθι» στα επεκτατικά του σχέδια. Πρακτικά, μετά από αυτή την εξέλιξη και με δεδομένη την ισχυρή επιρροή που έχει η Άγκυρα στο καθεστώς του αλ-Σάρα και την αναγνώριση του ρόλου της από τις ΗΠΑ, ο Ερντογάν δικαιούται να φιλοδοξεί πως θα μετατρέψει τη Συρία ή, έστω, το μεγαλύτερο μέρος της, σε προτεκτοράτο και πεδίο δόξης λαμπρό για το τουρκικό κεφάλαιο. Και μάλιστα, χωρίς καν να απαιτούνται διαρκείς στρατιωτικές επεμβάσεις – ένα μοντέλο που, όπως όλα δείχνουν, θα επιχειρήσει να επιβάλει και στο βόρειο Ιράκ, εφόσον γίνει δεκτή η πρόταση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν για αφοπλισμό του ΡΚΚ και τερματισμό του ένοπλου αγώνα.
Οι πανηγυρισμοί των Κούρδων μετά τη συμφωνία της SDF με το νέο καθεστώς της Δαμασκού, υπό την ασφυκτική πίεση Ουάσιγκτον και Άγκυρας, είναι δικαιολογημένοι μετά από πολλά χρόνια πολέμου και θυσιών. Αργά ή γρήγορα, όμως, θα δώσουν τη θέση τους σε διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις – πιθανώς και σε νέες συγκρούσεις.
Το κράτος-τρομοκράτης του Ισραήλ, επίσης, δεν έχει λόγους να ανησυχεί από τις παραπάνω εξελίξεις. Ο ανταγωνισμός του με την Τουρκία είναι διαχειρίσιμος, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα δεν βλέπουν την ώρα και τη στιγμή να αποκαταστήσουν πλήρως τις σχέσεις μαζί του και να ξεκινήσουν μπίζνες, ο Τραμπ το στηρίζει φανατικά και άνευ όρων (όπως έκανε και ο Μπάιντεν), ενώ έχει θέσει τις βάσεις και για επέκταση των συνόρων του – στη Συρία, τον Λίβανο και, βεβαίως, τη Λωρίδα της Γάζας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, τέλος, θα συνεχίσει να ισχυρίζεται πως είναι ένας «ειρηνοποιός», όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Ότι καταφέρνει να κλείνει τα μέτωπα το ένα μετά το άλλο, χωρίς να θίγονται τα αμερικανικά συμφέροντα (η Μόσχα εμφανίζεται αυτή τη στιγμή ως η μεγάλη χαμένη) – κάτι που, προφανώς, θα αποτελέσει «σημαία» του εφόσον επιβάλει και μια εκεχειρία στην Ουκρανία και καταφέρει να μην ξεκινήσει νέος γύρος γενοκτονικής σφαγής στη Γάζα. Ακόμη κι αν το πετύχει, όμως, οι λαοί και ειδικά εκείνοι που έχουν υποφέρει περισσότερο, όπως της Συρίας, της Παλαιστίνης, του Λιβάνου, αλλά και της Ουκρανίας, δεν έχουν να ελπίζουν πολλά, ούτε θα έχουν το δικαίωμα να ποντάρουν σε ένα καλύτερο και πιο ειρηνικό μέλλον.
Όπως εύστοχα υπογραμμίζει η ανακοίνωση της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στη Συρία – επισημαίνοντας την ανάγκη που υπάρχει και στα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα – «η δυνατότητα ειρήνης και απελευθέρωσης για τον εκμεταλλευόμενο και καταπιεσμένο λαό της Συρίας δεν μπορεί να στηρίζεται σε οποιονδήποτε «προστάτη». Η Συρία πρέπει να παραμείνει ενιαία και να γίνει ανεξάρτητη, χωρίς ξένα στρατεύματα, με ίσα δικαιώματα για όλους, ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή και φύλο. Μια τέτοια Συρία θα είναι έργο του ίδιου του συριακού λαού, για να ζήσει με ειρήνη, σε σύνδεση με τον αγώνα και την μαχητική αντίσταση όσων καταπιέζονται σε όλη τη Μέση Ανατολή, ενάντια στα δικά τους καθεστώτα και τους ιμπεριαλιστές».
Ο «ειρηνοποιός» Τραμπ επιχειρεί να κλείσει όπως-όπως όλα τα ανοιχτά μέτωπα
Μόνο μια τέτοια γραμμή, όσο κι αν σήμερα φαντάζει δύσκολο ως ανέφικτο όχι μόνο να εφαρμοστεί αλλά ακόμη και να διακηρυχθεί, μπορεί να δικαιώσει και να δώσει πραγματικά απελευθερωτική προοπτική για τους λαούς. Μια γραμμή ταξικού, εργατικού διεθνισμού, που δεν θα υποτάσσεται σε κανενός είδους εθνικό αφήγημα, από όποια αστική τάξη και αν προέρχεται, ούτε όμως θα χτίζει αφηγήματα πάνω σε ψευτοδιλήμματα και στην κινούμενη άμμο της νοσταλγίας παλιών καθεστώτων με πιο ανθρώπινο πρόσωπο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 15-16 Μαρτίου