Ο σύντροφος ηθοποιός και ποιητής Γιώργος Ζιόβας μάς έστειλε το ποίημα του Μαθήματα Ιστορίας που μιλά για το χθες και για το σήμερα, για την Ελλάδα που αλλάζει, αλλά και για τις καρδιές που κρατήθηκαν «εφηβικές ως το τέλος».
Πάντα με τους πτωχούς τω πνεύματι
τους ταπεινούς
εκείνους που πήραν τα όπλα των Ιταλών και πολέμησαν τους Γερμανούς
που φόρεσαν τα κράνη των Γερμανών και τα ’βαλαν με τους Εγγλέζους
πάντα πίσω από κιγκλιδώματα και οδοφράγματα
κρατώντας τις καρδιές μας εφηβικές ως το τέλος
*
Χαμόσπιτα
από τη Δραπετσώνα μέχρι την Καισαριανή
οι τοίχοι ακόμα δαγκωμένοι από τις σφαίρες του Δεκέμβρη
αυλές με πλυσταριά κι ασπρόρουχα απλωμένα των φτωχών παντιέρες
στα νύχια η μουτζούρα απ’ τα καμένα μηχανέλαια
σκουριά χιονίζει και λιγνίτη
δύσκολη η ανηφόρα του ’50
μαχαιρωμένα κλαίνε τα τραγούδια
τη μοίρα εκεινών που λιώνουνε στις φάμπρικες από τις έξι το πρωί ως το λιόγερμα
τότε που ο μόχθος των χεριών ήταν καμάρι
*
Αχνοί στο πλυσταριό
ζεστό λουτρό αναπαυμένο σώμα το μυαλό στη θέση του
ξυλόσομπα στη χαμοκέλα
χίλια εννιακόσια εξήντα έξι
Αγρίνιο
μπαίνει ο πατέρας με τραγιάσκα και μακρύ παλτό
έχει βραχεί κι αχνίζει
διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα ξηλώνουνε τα πεζοδρόμια
πενήντα χρόνια κατηφόρα
άνθρωποι του γραφείου κι άνθρωποι
του γιαπιού
πατρίδα του ήλιου και πατρίδα
του θανάτου
*
Ήρθαν μπουλντόζες γκρέμισαν το τελευταίο ντουβάρι
λιώσαν τα ξύλινα μπαλκόνια και τις καγκελόπορτες, ξερίζωσαν
τις σκονισμένες τριανταφυλλιές, τις γερασμένες κληματόβεργες
Γέμισαν οι αλάνες τις Αθήνας τσιμεντοκολόνες
Οι άντρες απ’ το χάραμα
δένουν μαντίλια γύρω στο κεφάλι τους για τον ιδρώτα και τον ήλιο
σπρώχνουν ισορροπώντας σε στενές σανίδες
καρότσια σιδερένια με τσιμέντο
παχύρρευστο κι ασήκωτο
ανεβαίνουν στον ουρανό
σμίγουνε στη Σταδίου με τους φοιτητές και τους υπάλληλους
μαζεύονται τα βράδια κι ετοιμάζονται
Κάτι μεγάλο άρχισε ν’ απλώνεται
οι άλλοι βγάλαν τις ερπύστριες να το συντρίψουν
*
Ελλάδα πίστα και στρατόπεδο
τραγούδια με χρωματιστούς γιακάδες και καμπάνα παντελόνι
σπασμένα πιάτα και χυμένο ουίσκι στα λουλούδια που σαπίζουν
μουνουχισμένοι άνθρωποι πιο ασήμαντοι κι απ’ το βρακί τους
αρμόνιο και κλαρίνο να σκεπάζει τις κραυγές των βασανιστηρίων
*
Οι νέοι πάλι χύσαν την ψυχή τους για ν’ανοίξει η πύλη του ’74
πλήθος πατικωμένο στα έγκατα ξεχύθηκε
τα στάδια γίναν κρατήρες που ξεσπούσανε θριάμβους
*
Τώρα οι δρόμοι άδειασαν
ερήμωσε η αγορά
καμιά παλιά ιστορία δεν παρηγορεί
πνιγμένος ο θυμός παλεύει με τη λύπη
γίνεται κόμπος μέσα στους ανθρώπους και τους σκοτώνει
*
Με ζωγραφιές δυσοίωνες κεντούν το δέρμα τους
τραβούν το πρόσωπό τους μήπως σταματήσει η κατηφόρα
οθόνες ψηλαφίζουν μήπως ζεσταθεί λίγο η ψυχή
μήπως γεμίσει η μεγάλη τρύπα που κοιτάζει μ’ ανοιχτό το στόμα
Ο σεφ ο τηλεπαρουσιαστής ο ινφλουένσερ
ανακατεύουν ξεκαρδίζονται στα γέλια
μιλούν για κρέμες λεύκανση πρωκτού και σιλικόνες
πετούν τα ρούχα τους φασώνονται με πορνοστάρ
σνιφάρουν με τον σαλτιμπάγκο πλανητάρχη
πιο γρήγορα πιο γρήγορα πιο γρήγορα
τικ τοκ τικ τοκ τικ τοκ
τουίτερ Χ και φέισμπουκ
να συνδεθώ βαθιά να γίνω εικόνα να πεθάνω
Γιώργος Ζιόβας