Γεράσιμος Λιβιτσάνος
Η προοπτική επαναπροσέγγισης των δύο χώρων συνεχίζει να συζητιέται
Μια ιδιάζουσα συνθήκη φαίνεται να έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά. Με στελέχη και των δύο πλευρών να δηλώνουν ότι δεν τίθεται θέμα σύγκλισης ανάμεσα στις δύο κοινοβουλευτικές ομάδες (σε αρχικό στάδιο) όμως ταυτόχρονα αυτή η συζήτηση να …μην σταματά. Δείγμα του ότι βρίσκεται «στο πίσω μέρος του μυαλού» ή ακόμη και «στον ορίζοντα» των ηγεσιών αμφότερων των χώρων.
Η πρόσφατη κοινή στήριξη της Λούκας Κατσέλη ως υποψήφιας για την προεδρία της Δημοκρατίας ήταν ένα σαφές απότοκο αυτής της κατάστασης. Αντίστοιχα έδωσε «τροφή» για την διαμόρφωση σεναρίων επαναπροσέγγισης των δύο χώρων, που αρκετοί φαίνεται να αντιλαμβάνονται ως τρόπο προσπέρασης πολιτικών αδιεξόδων που έχουν διαμορφωθεί.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ο στόχος της ανάκτησης ποσοστών επιρροής «επιπέδου αξιωματικής αντιπολίτευσης» μοιάζει όχι απλά πολύ μακρινός, αλλά μάλλον ανέφικτος. Η νέα ηγεσία του έχει ίσως σταθεροποιήσει την πτώση αλλά σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται ικανή να «εκτοξεύσει» τα δημοσκοπικά ποσοστά.
Η Νέα Αριστερά πάλι δεν φαίνεται να «ξεκολλάει» από τα ποσοστά που έλαβε στις τελευταίες ευρωεκλογές. Ποσοστά που δεν δίνουν καμία προοπτική αναζήτησης έστω και εισόδου στην Βουλή στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Άλλωστε η «κληρονομιά» των πεπραγμένων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015 – 2019, της οποίας ηθελημένα δηλώνει φορέας, δεν της αφήνει περιθώρια κοινωνικής γείωσης. Ιδίως μάλιστα με κινηματικά κοινωνικά στοιχεία, ακόμη και αν αρέσκεται να μιλά σε έναν βαθμό στο όνομά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο για πολλούς και στις δύο πλευρές η λογική μιας κοινοβουλευτικής ενιαίας έκφρασης μοιάζει ως η μόνη λύση. Αφού δίχως ουσιώδη αλλαγή πολιτικών θέσεων οι 37 βουλευτές (26+11) που θα αριθμούσε θα την έφερναν ξανά στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης που τώρα κατέχει το ΠΑΣΟΚ. Έτσι ώστε να εμφανιστούν ως η εναλλακτική εκδοχή αστικής διαχείρισης έστω και τεχνητά και δίχως αυτό να αντανακλάται στα (δημοσκοπικά πάντα) ποσοστά τους.
Αυτά ενώ στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούν σχετικά αυτόνομα πόλοι, όπως ο Αλέξης Τσίπρας πρωτίστως ή ο Διονύσης Τεμπονέρας δευτερευόντως, που επιμένουν σε μία «μετωπική» πλατφόρμα των «προοδευτικών δυνάμεων» ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το ζητούμενο αυτό βρίσκεται πρώτο και στην ατζέντα της Νέας Αριστεράς που καταθέτει συνεχώς προτάσεις με αυτό ως κριτήριο (πρόταση Ράμμου για ΠτΔ, πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης για τα Τέμπη κ.λ.π).
Η προοπτική αυτή πάντως προσκρούει για την ώρα σε δύο ζητήματα: Πρώτον το πώς θα εξηγηθεί μια τέτοια εξέλιξη στην κομματική – στελεχιακή βάση και των δύο χώρων. Δεύτερον στο ότι υπάρχουν ισχυροί πόλοι και στις δύο πλευρές που αντιτίθενται: Στον ΣΥΡΙΖΑ η πλευρά Παππά- Πολάκη και στη Νέα Αριστερά ένας πυρήνας στελεχών της πάλαι ποτέ «Ομπρέλας» με κυριότερο τον Ευκλείδη Τσακαλώτο. Οι πόλοι αυτοί δύσκολα άλλωστε θα μπορούσαν να συνυπάρξουν σε ενιαίο σχήμα με όσα έχουν προηγηθεί στις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ.
Παρόλ’ αυτά το ζήτημα μένει μετέωρο για την ώρα. Απ’ ότι φαίνεται η εξέλιξή του θα εξαρτηθεί από τις εσωκομματικές ισορροπίες που θα διαμορφωθούν στους δύο χώρους. Επίσης βέβαια και από το αν το ένστικτο της «επιβίωσης» με έναν ρόλο εντός του αστικού πολιτικού σκηνικού θα επικρατήσει ως κυρίαρχο κριτήριο. Πράγμα διόλου απίθανο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 1-2 Φεβρουαρίου