Γιώργος Παυλόπουλος
Στις κάλπες της 23ης Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί δεν έχουν μια καθαρή επιλογή μπροστά τους – εκτός, ίσως, από την ακροδεξιά AfD, η οποία βλέπει πολλές από τις θέσεις της να έχουν ενσωματωθεί από τους Χριστιανοδημοκράτες και τα ποσοστά της να ανεβαίνουν διαρκώς. Είναι ένα σενάριο που επαναλαμβάνεται ολοένα πιο συχνά και έχει πάψει να αποτελεί σύμπτωση ή «ατύχημα».
Πρώτα το Μανχάταν, μετά το Βερολίνο!
Η συμβολή του Ίλον Μασκ στον εκλογικό θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ, τον περασμένο Νοέμβριο, υπήρξε αδιαμφισβήτητη – όπως είναι και ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει στη νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Καθώς λοιπόν η όρεξή του έχει ανοίξει για τα καλά, ο πλουσιότερος καπιταλιστής του πλανήτη επιθυμεί να επαναλάβει τον άθλο του και στην «υπερδύναμη» της ΕΕ και τρίτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, στις πρόωρες εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, φέρνοντας σε θέση «οδηγού» των πολιτικών εξελίξεων την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Αυτό για το οποίο έχει πει και γράψει ότι είναι το μοναδικό που μπορεί να «σώσει τη Γερμανία», ενώ έχει φροντίσει να σφραγίσει την ιδιαίτερη σχέση που διατηρεί μαζί του και με τις ιδέες του με τον πρόσφατο ναζιστικό του χαιρετισμό.\
Το πιθανότερο, βεβαίως, είναι ότι ο Μασκ δεν θα πετύχει τόσο εύκολα και γρήγορα τον στόχο του στη Γερμανία, καθώς η AfD μοιάζει να απέχει ακόμη πολύ από το να αναδειχθεί πρώτο κόμμα και, πολύ περισσότερο, να είναι σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση (αν και τίποτα, πλέον, δεν πρέπει να αποκλείεται…). Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, ένα είναι σίγουρο: Ο Μασκ – άρα και ο Τραμπ – έχουν αποκτήσει ήδη ισχυρούς συμμάχους και στέρεα «πατήματα» στην Ευρώπη, γεγονός που με τη σειρά του αντανακλά και τις τάσεις που τείνουν να επικρατήσουν στο αστικό πολιτικό σκηνικό. Εφόσον αυτό δε συμβεί, τότε πρέπει να ξεχάσουμε την «ΕΕ που γνωρίσαμε» και να ετοιμαστούμε για μια νέα, ακόμη πιο αντιδραστική, σκοταδιστική, φιλοπόλεμη και εχθρική προς την κοινωνική πλειοψηφία.
Πρώτα πήραν το Μανχάταν, μετά το Βερολίνο…
Γρίφος η επόμενη μέρα
Ο «άσος» τον οποίο επιχείρησε να βγάλει από το μανίκι του ο επικεφαλής της Ένωσης των Χριστιανοδημοκρατών και των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και φαβορί για τη θέση του καγκελάριου μετά τις εκλογές, Φρίντριχ Μερτς, δεν έπιασε. Η απόφαση 12 βουλευτών από τις τάξεις του κόμματός του να «αποστατήσουν» στην ψηφοφορία που διεξήχθη στην βουλή (Μπούντεσταγκ) για την έγκριση ενός πακέτου δρακόντειων μέτρων κατά των μεταναστών και των προσφύγων είχε ως συνέπεια αυτό να μην εγκριθεί – παρά την ομόθυμη στήριξή του από την ακροδεξιά AfD.
Σαν να μην έφτανε αυτό, αποδείχθηκε μπούμερανγκ, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν ότι η συγκεκριμένη κίνηση έχει φέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επεδίωκε ο Μερτς: Αντί να πείσει περισσότερους Γερμανούς να προτιμήσουν αυτόν και όχι την AfD, υιοθετώντας μια από τις βασικότερες θέσεις της, έκανε πολλούς από τους ψηφοφόρους να σκεφτούν ότι θα ήταν καλύτερο να προτιμήσουν τους γνήσιους εκφραστές της συγκεκριμένης πολιτικής και όχι εκείνους που επιδίδονται σε… απομιμήσεις. Να κάνουν, δηλαδή, ό,τι έχει συμβεί και σε άλλες χώρες, εντός και εκτός Ευρώπης – ανάμεσά τους και στη Γαλλία του Μακρόν, ο οποίος με την πολιτική του έχει στρώσει τον δρόμο που οδηγεί στο Μέγαρο των Ηλυσίων για την Λεπέν.
Έτσι, μία εβδομάδα πριν τις εκλογές, η Ένωση CDU/CSU μοιάζει να πασχίζει να διατηρήσει το «3» μπροστά από το ποσοστό της, ενώ την ίδια στιγμή το κόμμα της Αλίς Βάιντελ και του Τίνο Χρουπάλα δείχνει να ξεπερνά με άνεση το 20%, μειώνοντας τη διαφορά σε μονοψήφιο αριθμό. Από την πλευρά τους, τα τρία κόμματα του μέχρι πρότινος κυβερνητικού συνασπισμού προκαλούν κυριολεκτικά λύπηση με τις επιδόσεις τους: Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), του απερχόμενου καγκελάριου Όλαφ Σολτς, κινούνται πέριξ του 17%, έναντι 25,7% το 2021, οι (νεοφιλ)Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) ψάχνουν να βρουν την ψήφο τους μιας και πέφτουν κάτω από το όριο του 5% που απαιτείται για είσοδο στη Βουλή (από 11,4%), ενώ οι μόνοι που φέρονται να διατηρούν τις δυνάμεις τους είναι οι – πάντα πρόθυμοι κυβερνητικοί εταίροι – Πράσινοι, που παραμένουν λίγο κάτω από το προηγούμενο ποσοστό τους (14,7%).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο «εμφύλιος» που διεξάγεται εντός της γερμανικής Αριστεράς. Εκεί, τη μάχη από την Die Linke φαίνεται, για την ώρα, να κερδίζει η Κίνηση που δημιούργησε (με το όνομά της) η Σάρα Βάγκενκνεχτ μετά την αποχώρησή της, αν και η μεταξύ τους αναμέτρηση – με ποσοστά κοντά στο 5-6% – δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σε ντέρμπι. Όποιος και από τους δύο σχηματισμούς και αν επικρατήσει, πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος θα αναδειχθεί σημαντικά ενισχυμένος σε σύγκριση με το 4,9% που είχε πάρει η Die Linke το 2021, όταν είχε καταφέρει να εκπροσωπηθεί στην Μπούντεσταγκ μόνο εξαιτίας του ιδιόμορφου εκλογικού νόμου.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό; Απλούστατα, ότι ο σχηματισμός και της νέας κυβέρνησης θα αποτελέσει ένα γρίφο – στον βαθμό, βεβαίως, που ο Μερτς τηρήσει την δέσμευσή του και δεν δεχθεί ούτε συνεργασία με την AfD ούτε στήριξη από αυτήν σε μια πιθανή κυβέρνηση μειοψηφίας (αν και με βάση τις θέσεις τους, αυτό θα φάνταζε ως το πιο φυσιολογικό σενάριο). Άλλωστε, ακόμη και στην περίπτωση που το SPD εμφανιστεί και πάλι πρόθυμο για ένα «μεγάλο συνασπισμό», όπως είχε κάνει στις τρεις από τις τέσσερις τετραετίες της Μέρκελ, οι δημοσκόποι δεν θεωρούν δεδομένο ότι οι δύο παραδοσιακά μεγάλοι θα συγκεντρώνουν αθροιστικά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή ότι αυτή θα είναι (σχετικά έστω) ισχυρή.
Σε αυτό το φόντο, τα περιθώρια στενεύουν και θα στενέψουν περισσότερο εάν το FDP δεν καταφέρει να μπει στη Βουλή, μια και θα πρέπει να αποκλειστεί εκ των προτέρων μια συνεργασία με τα δύο κόμματα της Αριστεράς (παρά τη δική τους προθυμία, ειδικά της Die Linke). Πρακτικά, CDU/CSU και SPD είτε θα αναγκαστούν να απευθυνθούν στους Πράσινους είτε η Γερμανία θα οδηγηθεί εκ νέου στις κάλπες – με το τελευταίο σενάριο να είναι απευκταίο για το πολιτικό σύστημα και το κεφάλαιο, καθώς θα εντείνει την εικόνα της κρίσης σε μια χώρα η οποία απεχθάνεται την αβεβαιότητα, όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι έχει γνωρίσει μόλις 9 καγκελάριους στα 76 χρόνια της μεταπολεμικής της ιστορίας.
Η κρίση, βεβαίως, είναι ήδη εδώ και το στοίχημά τους είναι να μην παραταθεί επ’ αόριστον και να μην βαθύνει, καθώς κάτι τέτοιο θα απειλούσε τη ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην ΕΕ και θα υπονόμευε την επιβίωση του καπιταλισμού της σε ένα περιβάλλον ολοένα πιο σκληρού διεθνούς ανταγωνισμού. Εκδηλώθηκε δε πάνω στον καμβά της σχετικής υποχώρησης του τελευταίου, η οποία αποτυπώνεται και στους δείκτες που μαρτυρούν ότι η χώρα έχει εισέλθει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης. Κάνοντας πολλούς να αναπολούν με νοσταλγία τον Σρέντερ ο οποίος, αν και σοσιαλδημοκράτης (με εταίρο τον «πράσινο» Φίσερ), είχε καταφέρει να περάσει τις πιο ουσιαστικές αντεργατικές τομές στις αρχές της δεκαετίας του 2000 («Ατζέντα 2010», «Χαρτζ IV» κ.λπ), διασφαλίζοντας στο γερμανικό κεφάλαιο – και την Μέρκελ η οποία τον διαδέχθηκε – ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αποδείχθηκε «λίρα εκατό» στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και μετά από αυτήν.
Η Ακροδεξιά και στην περίπτωση της Γερμανίας μπορεί να αποτελέσει διπλή λύση: είτε ως «μπαμπούλας» είτε ως εταίρος για το σύστημα
Σήμερα, βεβαίως, η περίοδος και η συγκυρία είναι πολύ διαφορετικές, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Τα «καύσιμα» που πρόσφερε η επανένωση, δημιουργώντας την εικόνα της πανίσχυρης και ανίκητης Γερμανίας, έχουν εξαντληθεί προ πολλού, όπως άλλωστε και οι αυταπάτες περί μιας κοινωνίας αέναης αφθονίας, η οποία θα μπορούσε να επιβιώνει ακόμη και μοιράζοντας γενναιόδωρα «ψίχουλα» στο φτωχότερο τμήμα του λαού, ακόμη και όταν όλοι οι γύρω δεινοπαθούσαν. Σήμερα, η προσπάθεια υλοποίησης μιας τομής αντίστοιχης με εκείνη του Σρέντερ είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει επικίνδυνες αναταράξεις, κοινωνικές και πολιτικές, με κατάληξη την οποία ουδείς είναι σε θέση να προβλέψει.
Υπό αυτό το πρίσμα, το «χαρτί» της Ακροδεξιάς ίσως αποδειχθεί και πάλι μια χρυσή εφεδρεία για την αστική τάξη της Γερμανίας. Είτε ως «μπαμπούλας» που θα δρομολογήσει τις αναγκαίες συμμαχίες (με κίνδυνο, βεβαίως, να τις «κάψει») είτε και ως δύναμη διακυβέρνησης. Το τελευταίο είναι αλήθεια ότι φαντάζει στους περισσότερους μακρινό σήμερα – αλλά μήπως μακρινό και απίθανο δεν φάνταζε και πριν από ένα περίπου αιώνα;
Δύο τάσεις στη γερμανική ολιγαρχία
Κίνδυνος-θάνατος αμφότερες για του λαούς της Ευρώπης
Ο όρος που επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο Σολτς μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και το ξέσπασμα του πολέμου, πριν 3 χρόνια, δεν ήταν τυχαίος ούτε επρόκειτο για μια κίνηση εντυπωσιασμού. Η «αλλαγή εποχής» (Zeitwende) αποτέλεσε την συμπύκνωση του μεγέθους και της έκτασης της τομής που καλούνταν να κάνει η Γερμανία προκειμένου να παραμείνει στις κορυφαίες θέσεις της πυραμίδας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Μιας τομής απολύτως αναγκαίας με βάση τον στρατηγικό προσανατολισμό και τις ανάγκες του κεφαλαίου και της αστικής τάξης της χώρας – έστω κι αν προσέκρουσε πάνω στην αντίδραση σημαντικών τμημάτων τους, τα οποία είτε θεώρησαν πως έτσι διακυβεύεται το μέλλον τους είτε υποτάχθηκαν στη δύναμη της (ευνοϊκής γι’ αυτά) αδράνειας.
Στην πραγματικότητα, στους κόλπους τους συγκρούονται σήμερα δύο τάσεις: Η μία θεωρεί πως η όξυνση του ανταγωνισμού, η συγκρότηση αντίπαλων στρατοπέδων και η ένταξη της Γερμανίας σε ένα από αυτά, τη Δύση, αναγκάζει τη χώρα αφενός να κάνει ορισμένους συμβιβασμούς και μερικά βήματα πίσω, αποδεχόμενη την ασφάλεια που της προσφέρει η ηγεμονία των Αμερικανών – και επιδιώκοντας παράλληλα να πλαισιώσει την οικονομική της ισχύ και με μια αξιόμαχη πολεμική μηχανή. Η άλλη εκτιμά πως ήρθε ο καιρός η Γερμανία να ανοίξει πάλι τα φτερά της και να πάψει να συμπεριφέρεται με τους κώδικες που της κληροδότησε η ήττα του ναζισμού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Να διεκδικήσει, δηλαδή, δυναμικά τον ρόλο του ηγέτη και πρωταγωνιστή στην Ευρώπη και τη διεθνή αρένα, απαλλαγμένη από τα στερεότυπα, τους συμβιβασμούς και τις ενοχές του παρελθόντος.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι και οι δύο αυτές τάσεις είναι θανάσιμα επικίνδυνες για τον λαό της και για τους λαούς όλης της Ευρώπης.
Η Βάιντελ της AfD, μια ακροδεξιά… δικαιωματίστρια
Η μία εκ των δύο προέδρων της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, η Άλις Βάιντελ, έχει στην ιδιωτική της ζωή ένα προφίλ που δεν ταιριάζει με την εικόνα που θα περίμενε κανείς από μια ακροδεξιά πολιτικό. Πρόκειται, άλλωστε, για μια λεσβία η οποία συζεί με την καταγόμενη από τη Σρι Λάνκα σύντροφό της, με την οποία έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και έχουν υιοθετήσει και δύο παιδιά. Στο πρόσφατο παρελθόν, επίσης, έχει επιτεθεί με δριμύτητα εναντίον τόσο της Καθολικής όσο και της Προτεσταντικής Εκκλησίας της Γερμανίας, τις ηγεσίες των οποίων κατηγόρησε ότι παίζουν τον ίδιο «άδοξο ρόλο» με εκείνο των προκατόχων τους την περίοδο του Τρίτου Ράιχ, ισχυριζόμενη πως η AfD είναι το μοναδικό πραγματικά χριστιανικό κόμμα στη χώρα σήμερα.
Η Βάιντελ (όπως και η Μελόνι, τηρουμένων των αναλογιών, η οποία είναι ιδιαιτέρως δραστήρια για τα δικαιώματα των γυναικών και των μονογονεϊκών οικογενειών) αποτελεί μια ακόμη προσωποποίηση του επιχειρήματος ότι ο δικαιωματισμός στην προσωπική ζωή και σε ατομικό επίπεδο δεν εμποδίζουν κανέναν και καμία να εκφράζει και να προωθεί αντιδραστικές και ακροδεξιές θέσεις σε συνολικό πολιτικό επίπεδο. Η ίδια δεν έχει νιώσει αναστολές όταν ζητά «μηδενική ανοχή» κατά των ξένων και αλλόθρησκων, ούτε έχει απολογηθεί για το γεγονός ότι στους κόλπους της Afd, ακόμη και στις τάξεις της ηγεσίας της και της κοινοβουλευτικής της ομάδας, υπάρχουν πρόσωπα όλων των φύλων που έχουν εκφράσει και συνεχίζουν να εκφράζουν ανοιχτά τον θαυμασμό τους προς το χιτλερικό καθεστώς και έχουν χαρακτηρίσει «λεπτομέρεια της ιστορίας» το Ολοκαύτωμα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 15-16 Φεβρουαρίου