Έκτωρ-Ξαβιέ Δελαστίκ
Επιστήμη και πολιτική
Το σύνολο του ανθρώπινου πολιτισμού βασίζεται σε μια πολύ απλή αρχή: μετατρέπουμε μια μορφή ενέργειας σε μια άλλη, και καβαλάμε το κύμα της μετατροπής ώστε να κινήσουμε μηχανές ή να παράγουμε κάποιο άλλο αποτέλεσμα. Από την εποχή που δαμάσαμε τη φωτιά (μετατρέποντας τη χημική ενέργεια που είναι παγιδευμένη στο ξύλο σε θερμότητα) μέχρι τα φωτοβολταϊκά (ενέργεια του φωτός που μετατρέπεται απευθείας σε ηλεκτρισμό), η κύρια ενασχόλησή μας είναι πόσο αποδοτικά κάνουμε την κάθε μετατροπή, με την πυρηνική ενέργεια να αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο νικητή αυτής της διαδικασίας. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, ο κύριος τρόπος παραγωγής ενέργειας είναι το… να βράσουμε ένα καζάνι νερό ώστε να κινήσουμε μηχανές. Η ατμομηχανή μιας αμαξοστοιχίας του 19ου αιώνα με το σύγχρονο πυρηνικό εργοστάσιο όμως έχουν, πέρα από ομοιότητες, μερικές θεμελιακές υλικές διαφορές. Στη μελέτη αυτή θα ασχοληθούμε μόνο με την πυρηνική σχάση, καθώς η σταθερή σύντηξη παραμένει τεχνικά άλυτη.
Η πυρηνική τεχνολογία χρησιμοποιείται ολοένα συχνότερα όχι με κριτήριο τις ανάγκες των λαών, αλλά για την επίλυση πολιτικών και οικονομικών διαφορών
Καταρχάς, η καύση του άνθρακα και η πυρηνική σχάση βασίζονται αμφότερες σε μη ανανεώσιμες πρώτες ύλες. Η αναζήτηση κοιτασμάτων άνθρακα γίνεται όλο και δυσκολότερη, με όλο και λιγότερα να φαίνονται οικονομικά ελκυστικά. Σε κάθε περίπτωση, μετράμε λίγες δεκαετίες για τα τελευταία αξιοποιήσιμα αποθέματα. Στην περίπτωση των πυρηνικών, όμως, τα αποθέματα της πρώτης ύλης υπολογίζεται πως μπορεί να έχουν διάρκεια μέχρι και 200 ετών – ένα διάστημα που μπορεί να φαντάζει μεγάλο, αλλά μακρινή έμοιαζε και πριν 200 χρόνια η λήξη των αποθεμάτων άνθρακα…
Το Ουράνιο-238, που χρησιμοποιείται συχνότερα ως πρώτη ύλη για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας, είναι ραδιενεργό από τη φύση του, οπότε και η ίδια η διαδικασία εξόρυξης και διαχωρισμού του αφήνει ραδιενεργά κατάλοιπα. Μάλιστα το 80-90% της ραδιενέργειας παραμένει στα κατάλοιπα της εξόρυξης, τα οποία είναι στοιχεία απλώς ακατάλληλα για αντιδραστήρες. Ακόμα κι έτσι, απαιτείται ειδική περαιτέρω επεξεργασία εμπλουτισμού με Ουράνιο-235, το οποίο είναι το κύριο πραγματικό καύσιμο για τους αντιδραστήρες. Αυτή η τεχνική λεπτομέρεια γεννά σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις.
Οι ίδιοι οι αντιδραστήρες αποτελούν ταυτόχρονα προϊόντα πολύ υψηλής και ασφαλούς τεχνολογίας. Με αυτό εννοούμε πως κάθε νέα «γενιά» έχει όλο και καλύτερα συστήματα ελέγχου, με την «καρδιά» του αντιδραστήρα να θωρακίζεται ολοένα πιο αποτελεσματικά για την περίπτωση ατυχήματος και αστοχίας όλων των υπόλοιπων δικλείδων ασφαλείας. Επί της ουσίας, οι αντιδραστήρες τρίτης και τέταρτης γενιάς είναι μοντέλα τα οποία σε περίπτωση ατυχήματος σβήνουν από μόνα τους, αντί να λιώνουν από την εκτός ελέγχου υπερθέρμανση, όπως συνέβη στο Τσέρνομπιλ.
Το μεγάλο ζήτημα, λοιπόν, έχει να κάνει με τα «απόβλητα»: τα χρησιμοποιημένα καύσιμα και τα πλέον ραδιενεργά μέρη των αντιδραστήρων. Εδώ η διαφορά με τον άνθρακα είναι θεμελιακή. Έχουμε να κάνουμε με εξαιρετικά επικίνδυνα απόβλητα, τα οποία εύκολα περιορίζονται χωρικά στην περίπτωση της πυρηνικής σχάσης, όταν τα παράγοντα της καύσης άνθρακα διαχέονται άμεσα στο περιβάλλον όλου του πλανήτη, συλλογικοποιώντας τις επιπτώσεις της παραγωγής ενέργειας.
Κάπου εδώ, «τέμνεται» η υλική βάση και η πολιτική. Η παραγωγή πυρηνικής ενέργειας απαιτεί πάμπολλες δικλείδες ασφαλείας σε κάθε της στάδιο, επιβάλλοντας ουσιαστικά συγκεντροποιημένες, δημόσιες υποδομές και ελέγχους ποιότητας. Η λειτουργία με όρους αγοράς δημιουργεί, για άλλη μια φορά, τον ιστό των υπεργολαβιών που βγήκε στην επιφάνεια με το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα και μόνο κοινωνικό κίνδυνο προοιωνίζεται. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των απειλών που συνοδεύουν την πυρηνική ενέργεια είναι αποκλειστικά ζήτημα που άπτεται των καπιταλιστικών δημόσιων οικονομικών: Παρ’ όλο που δημιουργούνται νέοι, ασφαλέστεροι αντιδραστήρες, οι παλιοί φθείρονται και δεν αντικαθίστανται για λόγους κόστους. Το 1990, οι μισοί αντιδραστήρες ήταν έως 11 ετών – το 2023, όμως, οι μισοί είχαν ηλικία 31 ετών.
Την ίδια στιγμή, η διαδικασία «εμπλουτισμού» του καυσίμου που προαναφέρθηκε μπορεί θεωρητικά να χρησιμοποιηθεί και για την παραγωγή πυρηνικών όπλων. Αυτό το επιχείρημα αποτέλεσε τη βάση για τη συμφωνία του 2015 ανάμεσα στη Δύση και το Ιράν για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου, η οποία περιλάμβανε εξονυχιστικούς ελέγχους κάθε εγκατάστασης και διαδικασίας. Πέρα, πάντως, από τις όποιες σκοπιμότητες της συγκεκριμένης συμφωνίας, η ανησυχία είναι βάσιμη. Άλλωστε, χωρίς ξεκάθαρη πολιτική πυρηνικού αφοπλισμού, κάθε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τείνει να αντιμετωπίζει την πυρηνική ενέργεια μόνο ή κυρίως ως όπλο κατά των αντιπάλων και των αμάχων και ποτέ ως όρο βελτίωσης της ζωής των τελευταίων.
Τέλος, όσον αφορά στο τεχνικό κι επιστημονικό προσωπικό, πρέπει να σημειωθεί ότι η εκπαίδευση και διαμόρφωσή του απαιτεί δημόσια επένδυση πολλών χρόνων, κάτι που σημαίνει πως είναι δύσκολα αντικαταστάσιμο. Με αυτόν τον τρόπο, η αποψίλωση των πυρηνικών σπουδών κλείνει το δρόμο της δημιουργίας πυρηνικού προγράμματος για δεκαετίες, με χώρες σαν την Ελλάδα να αποτελούν σαφή παραδείγματα. Σε αυτό δε το «σταυροδρόμι», όπου συναντώνται η υλική, η τεχνική και η πολιτική βάση, πρέπει να αναζητηθούν και τα κίνητρα για τις δολοφονίες Ιρανών πυρηνικών επιστημόνων από το κράτος του Ισραήλ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 1-2 Φεβρουαρίου
Πυρηνικά: Ακόμη πιο κοντά στο «κόκκινο κουμπί»