Ανάλυση
Γιώργος Παυλόπουλος
Ο όρος «πυρηνική απειλή» έχει δύο προφανείς διαστάσεις στην εποχή μας – οι οποίες, βεβαίως, κάθε άλλο παρά ασύνδετες είναι μεταξύ τους, όπως αποδεικνύεται και στη συνέχεια. Η μία έχει να κάνει με την ειρηνική χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας, με σκοπό την παραγωγή ενέργειας, με την πολιτική και επιστημονική συζήτηση να παραμένει ανοιχτή για το εάν και κατά πόσο πρέπει να αποκλειστεί ή παραμένει αναγκαία, έστω και σε κάποιο περιορισμένο βαθμό. Κι αυτό, φυσικά, πάντα με κριτήριο και βάση τα σημερινά δεδομένα και τις ανάγκες που υπάρχουν, τόσο τις πραγματικές όσο και τις τεχνητές – αυτές, δηλαδή, που δημιουργεί ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός και η ακόρεστη δίψα για κέρδος.
Η δεύτερη διάσταση αφορά στα πυρηνικά όπλα και τον θανάσιμο κίνδυνο που αυτά αντιπροσωπεύουν για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη, ανά πάσα στιγμή. Πολύ περισσότερο δε σε μια περίοδο έντασης των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στα διάφορα κράτη και στρατόπεδα, που έχει ως συνέπεια – ανάμεσα στις πολλές – και τον πολλαπλασιασμό των (φραστικών, για την ώρα) απειλών για χρήση ατομικών βομβών σε κάποια από τα πολεμικά μέτωπα, καθώς και την εγκατάλειψη των σχετικών συνθηκών που είχαν συναφθεί στο παρελθόν και είχαν οδηγήσει σε περιορισμό των πυρηνικών οπλοστασίων. Γεγονός που έκανε πολλούς να ελπίζουν πως, αν και οι κεφαλές που παραμένουν ενεργές αρκούν για να καταστήσουν τη Γη αβίωτη, μια νέα Χιροσίμα ή ένα νέο Ναγκασάκι ανήκουν πλέον στη σφαίρα της φαντασίας.
Εις μάτην όπως, όπως τελικώς φαίνεται, μια και οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις αποκτούν τέτοια διάσταση που τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται απίθανο.
Οι ανταγωνισμοί οδηγούν στον όλεθρο
Σε μία από τις πρώτες του δηλώσεις ως ο 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ τάχθηκε υπέρ της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία αναφορικά με μια νέα συνθήκη που θα έχει στόχο των περιορισμό των πυρηνικών όπλων. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, μάλιστα, έσπευσε να τοποθετηθεί θετικά απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, προσθέτοντας έτσι ένα ακόμη θέμα στην – έτσι κι αλλιώς πλούσια – ατζέντα της (κατά τα φαινόμενα) επικείμενης συνάντησής τους, τους επόμενους μήνες.
Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί πως σήμερα υπολογίζεται πως στον πλανήτη υπάρχουν περίπου 12.400 πυρηνικές κεφαλές, εκ των οποίων το 90% στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, ενώ οι υπόλοιπες σε Κίνα (περίπου 600), Γαλλία (290), Βρετανία (225), Πακιστάν (170), Ινδία (172), Ισραήλ (90) και Βόρειο Κορέα (50). Αμερικάνοι και Ρώσοι έχουν ανεπτυγμένες και έτοιμες προς χρήση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις σχεδόν 3.000 κεφαλές – δηλαδή όσες προβλέπει η συνθήκη New Start (από 1.500), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 2011 και εκπνέει στις 5 Φεβρουαρίου 2026. Μάλιστα, οι μισές βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας, κάτι που σημαίνει πως οι πύραυλοι που τις φέρουν μπορούν να εκτοξευτούν μέσα σε λίγα λεπτά – από σιλό, υποβρύχια και αεροπλάνα – αφότου δοθεί η σχετική προεδρική εντολή. Όσο για την ισχύ τους, είναι από δεκάδες (80-100) φορές μεγαλύτερη σε σύγκριση με εκείνη που ισοπέδωσε τη Χιροσίμα μέχρι και 50 φορές μικρότερη – με τις βόμβες που ανήκουν στην τελευταία κατηγορία να συγκαταλέγονται στα επονομαζόμενα «τακτικά πυρηνικά όπλα» που έχουν σχεδιαστεί για χρήση σε πεδία μάχης.
Περίπου 12.400 κεφαλές, εκ των οποίων το 90% ανήκουν στις ΗΠΑ και τη Ρωσία και οι υπόλοιπες στις άλλες επτά χώρες που διαθέτουν πυρηνικά οπλοστάσια, έχουν «περικυκλώσει» τον πλανήτη και απειλούν την ίδια την ύπαρξή του. Οι υπάρχουσες συνθήκες, εκτός από το ότι είναι ανεπαρκείς, αμφισβητούνται ριζικά και έχουν «παγώσει».
Η αλήθεια είναι πως μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, πριν τρία χρόνια, Ουάσιγκτον και Μόσχα όχι απλώς έχουν «παγώσει» τις όποιες δεσμεύσεις τους σε αυτό το επίπεδο, αλλά προαναγγέλλουν μια νέα κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών. Από κοντά δε ακολουθεί η Κίνα, η οποία αυξάνει ταχύτατα (και σχετικά σιωπηρά) τον αριθμό των κεφαλών που διαθέτει, ενώ οι υπόλοιπες έξι πυρηνικές δυνάμεις δεν συζητούν καν τον περιορισμό των οπλοστασίων τους – καμία δε από τις εννιά δεν έχει υπογράψει τη συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων.
Παρ’ όλα αυτά, η αντίληψη που μοιάζει να επικρατεί είναι ότι, παρά τις εντάσεις και τις απειλές, αυτό το «κόκκινο κουμπί» δεν πρόκειται να πατηθεί ποτέ. Κι αυτό διότι, όπως λέγεται, οι ισχυροί διαθέτουν αν μη τι άλλο ένστικτο αυτοσυντήρησης και γνωρίζουν ότι μετά από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα δεν θα υπάρχει ουσιαστικά κόσμος για να διαφεντέψουν. Μια ματιά, ωστόσο, στη στάση που τηρούν απέναντι στην κλιματική κρίση και την συστηματική καταστροφή ίσως αρκεί για να μας πείσει ότι ο ορίζοντάς τους είναι επικίνδυνα μικρός και ότι το αύριο λίγο τους απασχολεί.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 1-2 Φεβρουαρίου
Πυρηνικά: Η ασφάλεια των αντιδραστήρων, τα απόβλητα και οι κρίσιμες πολιτικές επιλογές