Μάννα εξ ουρανού ήταν για τον Τραμπ όσα συνέβησαν αυτή την εβδομάδα στη Νέα Ορλεάνη και το Λας Βέγκας – στην πρώτη περίπτωση, με την δολοφονική επιδρομή ενός οχήματος σε πεζούς τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς (που, σε μορφή τουλάχιστον, μοιάζει πολύ με την επίθεση στη γερμανική πόλη του Μεκλεμβούργου πριν τα Χριστούγεννα) και στη δεύτερη με την έκρηξη ενός άλλου έξω από τον «Πύργο Τραμπ». Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει, πλέον, ένα επιπλέον επιχείρημα για να εξαπολύσει πογκρόμ κατά του «εσωτερικού εχθρού» και κυρίως των αλλόθρησκων, μη εξαιρώντας μάλιστα και τον στρατό, καθώς οι δύο δράστες ήταν πρώην ένστολοι που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν και φέρονται να αλλαξοπίστησαν.
Την ίδια στιγμή, βεβαίως, ο ίδιος συνειδητοποιεί πως δεν θα μπορέσει να προχωρήσει αδιακρίτως σε μαζικές απελάσεις μεταναστών. Η «ανταρσία» του στενού του συμβούλου και υπουργού πλέον, Ίλον Μασκ, ο οποίος ανάγκασε τελικώς τον Τραμπ να στηρίξει τη διατήρηση του καθεστώτος επιλεκτικής χορήγησης βίζας σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό από χώρες του εξωτερικού (Ινδία κ.λπ), αποδεικνύει πως αυτός που θα αποφασίσει τι θα γίνει είναι το αμερικανικό κεφάλαιο, με κριτήριο τις ανάγκες του. Αυτό, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως θα λιγοστέψουν τα βάσανα των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που προσπαθούν να περάσουν τα σύνορα, κυρίως με το Μεξικό, ελπίζοντας σε μια δουλειά και ένα καλύτερο μέλλον.
Η λογική της «κρισάρας», με μοναδικό κριτήριο να καλύπτονται τα κενά στην αγορά εργασίας – μια τακτική που προωθεί, άλλωστε, και η Γερμανία και άλλες χώρες – δεν είναι πιο δίκαιη ή ανθρώπινη. Είναι, απλώς, αυτή που τους εξυπηρετεί.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 4-5 Ιανουαρίου