Γιώργος Παυλόπουλος
Οι τιμές που αποδόθηκαν στον πρωθυπουργό του «εκσυγχρονισμού» συνοδεύτηκαν από τη νοσταλγία για τα χρόνια που ήταν κυρίαρχος
Η αστική τάξη και τα βασικότερα πολιτικά της κόμματα τίμησαν τον Κώστα Σημίτη για όσα τους προσέφερε, τα οποία κάθε άλλο παρά λίγα και ασήμαντα ήταν, όπως αποδεικνύει και η εξαιρετικά χρήσιμη «αναδρομή» που ακολουθεί στην εφημερίδα (σελ.12-13). Είναι ο λόγος, άλλωστε, που οι εκπρόσωποί τους φρόντισαν να του αναγνωρίσουν, είτε με τις ομιλίες είτε με τις ανακοινώσεις τους, ότι άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στη σημερινή Ελλάδα. Κι αυτό, παρά την (ηχηρή, όποια και αν ήταν η δικαιολογία που προβλήθηκε) απουσία από την κηδεία του και των τεσσάρων πρωθυπουργών που τον διαδέχθηκαν – πλην βεβαίως του νυν, Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος πάντως δύσκολα κρύβει την αγωνία του μήπως η ιστορία δεν γράψει τελικώς το όνομά του με πιο παχιά γράμματα από ό,τι εκείνο του αποθανόντος.
Είναι σίγουρο, την ίδια στιγμή, ότι εκτός από τα σέβη που υπέβαλαν στον Σημίτη, οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι δεν κατάφεραν να κρύψουν και τη νοσταλγία που τους έχει κυριεύσει για τα χρόνια στα οποία εκείνος κυριάρχησε στο πολιτικό σκηνικό. Δικαίως, δίχως άλλο, καθώς υπήρξε μια κατά γενική ομολογία χρυσή εποχή για το ελληνικό κεφάλαιο, που δεν τη σκίαζε κανένα από τα βαριά σύννεφα τα οποία έχουν μαζευτεί πάνω από την Ελλάδα σήμερα, απειλώντας τη με καταστροφικές καταιγίδες ανά πάσα στιγμή: ούτε τα διαρκή μνημόνια, ούτε το ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, ούτε οι αλλεπάλληλες κρίσεις, ούτε – πάνω από όλα – η μεγάλη αβεβαιότητα για το τι θα φέρει το αύριο.
Θα αντιτείνουν, βεβαίως, αρκετοί ότι το κεφάλαιο δεν μοιάζει να υποφέρει ή να ανησυχεί ιδιαιτέρως για όλα τα παραπάνω. Για να το αποδείξουν δε, κάποιοι θα παραπέμψουν στα εντυπωσιακά κέρδη που καταγράφει κάθε χρονιά, ενώ άλλοι θα ανασύρουν το αφήγημα της «ισχυρής Ελλάδας» που προβάλει η κυβέρνηση, με τη βοήθεια της πλειοψηφίας των «έγκυρων» συστημικών ΜΜΕ και αναλυτών που έχει στο πλευρό της. Όλοι όμως γνωρίζουν, έστω και αν αρνούνται ή αποφεύγουν να το παραδεχθούν δημοσίως, ότι τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι φαίνονται. Πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός, ενώ πίσω από τη βιτρίνα της επιτυχίας κρύβεται μια ωρολογιακή βόμβα μεγατόνων.
Γνωρίζουν καλά, για παράδειγμα, πως η μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα υπηρεσιών και τουρισμού, με καθοριστική τη συμβολή του αποκαλούμενου «εκσυγχρονισμού», την απειλεί με χρεοκοπία και «ξαφνικό θάνατο» στην περίπτωση που εκδηλωθεί μια νέα κρίση στην ΕΕ και την υπόλοιπη Δύση – κάτι που πρέπει να θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια. Γνωρίζουν, επίσης, ότι η ενεργός και συνειδητή εμπλοκή της στα δύο μεγάλα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα, της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, που βασίζεται στο επιχείρημα ότι αυτό επιβάλει η επιλογή της «σωστής πλευράς της ιστορίας», είναι πολύ πιθανό να αποδειχθεί μπούμερανγκ όταν η ιστορία αποφασίσει να κάνει μια μεγάλη στροφή. Ή, ακόμη χειρότερα, να πάρει την εκδίκησή της, μετατρέποντας τους νικητές σε ηττημένους, όπως πολλάκις έχει συμβεί στο παρελθόν.
Παράλληλα, θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι το διαρκές και ανελέητο ξεζούμισμα της πλειοψηφίας του κόσμου και κυρίως του κόσμου της δουλειάς και της νεολαίας, έχει γεμίσει με άσβεστο μίσος τον νου, τις καρδιές και τις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων, που πασχίζουν να τα φέρουν βόλτα καθημερινά. Μίσος που στρέφεται εναντίον τους και δεν εξαιρεί ούτε τον Σημίτη, τον οποίο ο λαός έχει κατατάξει εκεί που του πρέπει, όπως φάνηκε και από την εκκωφαντική απουσία του από την κηδεία. Που θα τους αναγκάσει, όταν έρθει η ώρα των επόμενων αναμετρήσεων, να αναζητήσουν στήριγμα σχεδόν αποκλειστικά στις πολυπληθείς δυνάμεις καταστολής και τους αντίστοιχους (κρατικούς και παρακρατικούς) μηχανισμούς και όχι σε κάποιο ισχυρό ή πλειοψηφικό κοινωνικό έρεισμα.
Οφείλουν να συνειδητοποιήσουν, ακόμη, ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και ότι τα 20 χρόνια που κύλισαν μετά την αποχώρηση του Σημίτη από την κυβερνητική εξουσία υπήρξαν ένας ιδιαιτέρως πυκνός πολιτικός χρόνος. Στο πέρασμά του, διαλύθηκαν ζωές και αυταπάτες (μαζί και αριστερές), γεγονός που έκανε πολύ περισσότερους να συνειδητοποιήσουν πού ακριβώς βρίσκονται, τι συμβαίνει και ποιοι είναι οι ένοχοι – αν και όχι ακόμη τι μπορούν και τις πρέπει να κάνουν για να «πάει αλλιώς».
Η σημερινή «βιτρίνα» κρύβει μια ωρολογιακή βόμβα μεγατόνων που κάνει και την αστική τάξη να αγωνιά
Αυτός είναι και ο λόγος που η προσπάθεια και η αγωνία τους να βρουν ένα νέο Σημίτη δεν πρόκειται να εκπληρωθούν. Γι’ αυτό και το όνειρο της επιστροφής σε εκείνη τη χρυσή και, σε μεγάλο βαθμό, ανέμελη εποχή της αφθονίας (πραγματικής για λίγους και τεχνητής για πολλούς), του εύκολου κέρδους και του αέναου δανεισμού, είναι απατηλό και θα εξελιχθεί σε εφιάλτη. Γι’ αυτό και το αφήγημα που προσπαθούν με κάθε τρόπο να προβάλουν και να επιβάλουν σήμερα έχει κοντά ποδάρια, καθώς στερείται πραγματικού αντικρίσματος και έμπνευσης. Γι’ αυτό και αγωνιά ο Μητσοτάκης, μήπως τελικώς δεν φτάσει τον Σημίτη, έστω κι αν καταφέρει να μείνει παραπάνω χρόνια στην πρωθυπουργία.
Θα πει, ίσως, κανείς ότι όλα τα παραπάνω είναι δικοί τους λογαριασμοί και εσωτερική τους υπόθεση και δεν μας αφορούν. Μα διόλου δεν είναι έτσι. Διότι οι δυνάστες και οι εκμεταλλευτές έχουν αποδείξει διαχρονικά πως όσο έχουν σάρκες για να θρέφονται μπορούν όχι απλώς να αντέχουν τις κρίσεις, αλλά ενίοτε να βγαίνουν και πιο δυνατοί από αυτές. Αν αποφασίσει να οργανωθεί και να μιλήσει ο λαός, όμως, αν σταματήσει να κουβαλάει αδιάκοπα και αδιέξοδα το κιβώτιο με τα όνειρά του από δω και από κει, αν τολμήσει να κοιτάξει πέρα από τον βούρκο και την ομίχλη, τότε το μέλλον θα του ανήκει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 11-12 Ιανουαρίου