Δημήτρης Σταμούλης
«Αλμυρό» γιορτινό γεύμα
Κατά 30% αυξήθηκε το κόστος του χριστουγεννιάτικου γεύματος μέσα σε τρία χρόνια καθώς από τα 82 ευρώ το 2021, εκτινάχθηκε στα 114 ευρώ το 2024, με αναπόφευκτη συνέπεια πολλοί καταναλωτές να επιλέξουν για το γιορτινό τραπέζι τους το «ταπεινό» κοτόπουλο ή χοιρινό, αντί για αμνοερίφια και μοσχάρι που κατά βάση είναι πιο ακριβά. Συνολικά για τον Δεκέμβριο που μόλις πέρασε εκτιμάται ότι ο τζίρος του λιανεμπορίου θα ξεπεράσει τα 4 δισ. ευρώ, αλλά στη φετινή έκδοση της ΕΥ (Ernst & Young), Future Consumer Index Ελλάδα, περισσότεροι από τους μισούς ερωτώμενους (54%) δήλωσαν ότι θα ξοδέψουν περίπου τα ίδια, 3 στους 10 (36%) ότι θα δαπανήσουν τα περισσότερα χρήματά τους για αγορές τροφίμων, ενώ μόλις το 4% δήλωσε ότι προτίθεται να ξοδέψει περισσότερα.
Η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών, παρά τα κυβερνητικά τερτίπια και τα λογής «καλάθια» της νοικοκυράς ή του Αϊ Βασίλη, και ως αποτέλεσμα της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης, έχει οδηγήσει 9 στους 10 καταναλωτές στην Ελλάδα να δηλώνουν ότι επηρεάζονται από την ακρίβεια, ξεπερνώντας τον μέσο όρο σε παγκόσμιο επίπεδο (7/10), ενώ σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΥ, 6 στους 10 αναζητούν οικονομικά προϊόντα που θα είναι σε προσφορά δίνοντας πρωταρχική σημασία στην τιμή και όχι στην ποιότητα.
Η αξία των αγορών την εορταστική περίοδο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ήταν και φέτος αυξημένη σε σχέση με πέρυσι, καθώς οι καταναλωτές μεσοσταθμικά εκτιμάται ότι δαπάνησαν περισσότερα από τα 174 ευρώ κατά κεφαλήν του 2023 και τα 146 ευρώ του 2022, δεδομένου πως και το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν ακριβότερο με τον πληθωρισμό να οδηγεί σε άνοδο κατά 3% τις τιμές των βασικών αγαθών.
Δαπανούμε πολύ περισσότερα για αγορά τροφίμων όπως ψωμί, ζυμαρικά, ρύζι, όσπρια, ενώ δεν αγοράζουμε συχνά «ακριβά» κρέατα όπως μοσχάρι και αμνοερίφια, αλλά και γάλατα και φυτικά βούτυρα, ακόμα και φρούτα όπως μήλα, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) καταγράφοντας τις αλλαγές τις οποίες διέρχονται οι καταναλωτικές τάσεις των Ελλήνων σε είδη παντοπωλείου την τελευταία 15ετία (2009 – 2023).
Αλλά και σε ποσότητες καταναλώνουμε λιγότερο μοσχάρι και αμνοερίφια, αλλά και ψάρια, ενώ αυξάνουμε το «φθηνό» κοτόπουλο. Μεγάλες είναι και οι μειώσεις σε γάλα (νωπό και συντηρημένο), τυρί, φυτικά βούτυρα, ελαιόλαδο και σπορέλαια. Πτωτικά κινούνται και τα φρούτα, όπου καταγράφεται το παράδοξο μόνο οι εισαγόμενες μπανάνες να ακολουθούν εντελώς αντίθετη πορεία μεγάλης ανόδου, ενώ υποχώρηση σημειώνουν και τα λαχανικά και κηπευτικά.
Οι πιο πάνω διατροφικές αλλαγές που επισημαίνει το ΙΕΛΚΑ δεν τροφοδοτούνται μόνο από τις νέες τάσεις για πιο υγιεινή διατροφή με μείωση π.χ. πρωτεϊνών και λιπαρών όπως π.χ. καταγράφεται στα γαλακτοκομικά (υποχωρεί το πλήρες γάλα, αυξάνεται το «λάιτ»), αλλά πρωτίστως από την αδυναμία των νοικοκυριών να ανταπεξέλθουν στο διαρκώς αυξανόμενο κόστος αγοράς βασικών διατροφικών αγαθών, όπως κρέας, ψάρια, λαχανικά και φρούτα. Οι νέες αυτές τάσεις διαμορφώθηκαν και ενισχύθηκαν από την πολύχρονη «προσαρμογή» των ελληνικών νοικοκυριών τόσο στη φτώχεια που επέβαλαν τα τέσσερα μνημόνια, όσο και στην εκτίναξη της ακρίβειας σε βασικά διατρόφικά αγαθά στην περίοδο της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε.
Η διαρκής άνοδος της δαπάνης κατά κεφαλήν σε είδη παντοπωλείου (τρόφιμα, ποτά, είδη για το σπίτι, είδη προσωπικής περιποίησης) τα τελευταία χρόνια – το 2023 διαμορφώθηκε στα 2.144 ευρώ, αυξημένη κατά 3,37% σε σχέση με το 2022- δεν αντανακλά «ευμάρεια», ότι δηλαδή τα νοικοκυριά έχουν και διαθέτουν περισσότερα χρήματα για αγορές τροφίμων, αλλά ότι οι τιμές είναι πιο ακριβές και ροκανίζουν περισσότερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι μειώνεται ο όγκος των αγορών των νοικοκυριών και μάλιστα κατά 10,69% σε σχέση με το 2009, τη χρονιά πριν την έναρξη του πρώτου κύματος της καπιταλιστικής κρίσης. Αλλά και σε απόλυτα ποσά, εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη των νοικοκυριών για είδη παντοπωλείου το 2023 ανήλθε σε 21,6 δισ. ευρώ, όταν το 2009 η αντίστοιχη δαπάνη διαμορφώθηκε στα 22,1 δισ. ευρώ.
Όλο και περισσότερα νοικοκυριά στρέφονται στα έτοιμα γεύματα και το ντελίβερι
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009, τα νοικοκυριά δαπάνησαν το 16,2% των συνολικών ετήσιων αγορών τους για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ το 2023, το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε στο 19,58%· αντίστοιχα το 2009 δαπάνησαν το 4,5% για λοιπά είδη παντοπωλείου και το 2023 το 5,56%. Συνολικά για είδη παντοπωλείου τα νοικοκυριά δαπάνησαν το 20,77% των αγορών τους το 2009, ενώ το 2023, 25,13%. Κοντολογίς, τα νοικοκυριά -ειδικά τα πιο φτωχά- δαπανούν όλο και πιο πολλά για προμήθεια βασικών προς το ζην αγαθών. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, όταν το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται μόλις στο 13,5%!
Από την έρευνα του ΙΕΛΚΑ προκύπτουν οι αλλαγές στην χρηματική δαπάνη κατά κεφαλήν ανά κατηγορία την περίοδο 2009-2023, αλλά και οι αλλαγές στις ποσότητες που αγοράζονται και καταναλώνονται. Όσον αφορά στη χρηματική δαπάνη, προκύπτουν τα εξής στοιχεία:
Αυξάνεται η δαπάνη των αγορών σε βασικές πηγές υδατανθράκων, όπως π.χ. η δαπάνη για ψωμί κατά 10% το 2023 σε σχέση με το 2022 και κατά 23% σε σχέση με το 2009. Να σημειωθεί ότι η τιμή των ψωμιού την τελευταία τριετία αυξήθηκε κατά 66% περίπου. Ανάλογη αύξηση παρουσίασε και η δαπάνη για τα ζυμαρικά κατά 10% και 23% αντίστοιχα.
Ανατρέπεται η αναλογία της δαπάνης για πηγές πρωτεϊνών, καθώς το μοσχαρίσιο κρέας και το κρέας από αιγοπρόβατα παρουσιάζει μείωση κατά 13% και 2% αντίστοιχα, ενώ αντίθετα τα πιο φθηνά κρέατα, χοιρινό και κοτόπουλο, παρουσιάζουν σταθερή αύξηση κατά 9% και 24% αντίστοιχα στην περίοδο 2009-2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μοσχάρι σήμερα πωλείται στα 15-16 ευρώ/κιλό και το αρνί στα 16-17 ευρώ όταν πριν από πέντε χρόνια, οι αντίστοιχες τιμές ήταν περίπου 10 ευρώ για το μοσχάρι και 8-9 ευρώ για το αρνί.
Διψήφια μείωση (10%) καταγράφει η δαπάνη για αγορά ψαριών στην 15ετία, αποτέλεσμα της μεγάλης εκτίναξης της τιμής τους. Μόνο φέτος, οι αυξήσεις στα ψάρια ξεπερνούν ακόμα και το 30% σε κάποια είδη.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στα γαλακτοκομικά, με το πλήρες και το συντηρημένο γάλα να παρουσιάζουν μείωση (-25% και -68% αντίστοιχα), σε αντίθεση με το γάλα με χαμηλά λιπαρά και τα τυροκομικά. Μεγάλη είναι η άνοδος που καταγράφουν και τα αυγά (86%) που εξασφαλίζουν ένα φθηνό και εύκολο γεύμα.
Αυξημένη είναι η δαπάνη για ελαιόλαδο κατά 28% το 2023 έναντι του 2022. Αυτό εξηγείται και από την εκτίναξη της τιμής του ελαιόλαδου, καθώς σχεδόν τριπλασιάστηκε την περίοδο αυτή.
Ακόμα πιο ενδιαφέροντα είναι τα στοιχεία της κατανάλωσης σε ποσότητες τα οποία καταγράφουν μεγάλες μεταβολές πλέον σε επίπεδο διατροφής:
– Μείωση στην κατανάλωση των βασικών ζωικών πρωτεϊνών κατά περίπου 16%, με περίπου έξι κιλά λιγότερο κρέας ανά έτος, με εξαίρεση τα πουλερικά. Αύξηση επίσης παρουσιάζουν οι φυτικές πρωτεΐνες και ειδικά τα όσπρια.
– Μείωση στα γαλακτοκομικά και ιδιαίτερα στο φρέσκο γάλα κατά 42%, με εξαίρεση το γάλα με χαμηλά λιπαρά και τα αυγά.
– Μείωση στην κατανάλωση ελαιόλαδου κατά περίπου 35% στην 15ετία και κατά 7% μόνο το 2023 σε σχέση με το 2022. Αυτό σημαίνει μικρότερη κατανάλωση κατά περίπου πέντε λίτρα ανά έτος κατά κεφαλήν, προφανώς ως αποτέλεσμα της εκτίναξης των τιμών.
– Μείωση στα φρέσκα φρούτα κατά 11% περίπου με μείωση κατά 10 κιλά ανά έτος φρούτων αρκετά μικρότερη μείωση σε λαχανικά, κάτι που όμως εν μέρει αποδίδεται στην σπατάλη τροφίμων της δεκαετίας του 2000 και στην αντικατάσταση ειδών από άλλα προϊόντα, π.χ. μπανάνα, καθώς τα περισσότερα δημοφιλή είδη παρουσιάζουν μείωση όπως η πατάτα και η ντομάτα κατά 25% και 28% αντίστοιχα. Πρόκειται για μια ανησυχητική εξέλιξη δεδομένου ότι η κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην Ελλάδα αποτελούν βασικά συστατικά της μεσογειακής διατροφής που σιγά σιγά αποτελεί παρελθόν. Και αυτά τα προϊόντα έχουν πληγεί από αλλεπάλληλες ανατιμήσεις τα τελευταία χρόνια.
Εξαήμερο, 10ωρα και φαγητό σε πακέτο,
Όλο και περισσότερα νοικοκυριά στρέφονται στα έτοιμα γεύματα και στο ντελίβερι, καθώς, όπως προκύπτει από την έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η αγορά εστίασης παρουσιάζει αύξηση κατά σχεδόν 40% το 2023 σε σχέση με το 2022. Αυτή η εξέλιξη στην Ελλάδα συνάδει προφανώς με παγκόσμιες τάσεις, όπου παρατηρείται αύξηση στη ζήτηση γευμάτων σε πακέτο, αλλά αντανακλά και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής που είναι συνέπεια και του πώς και πόσο δουλεύουν σήμερα οι εργαζόμενοι στη χώρα μας.
Οι δύο αντεργατικοί νόμοι Χατζηδάκη και Γεωργιάδη, με το εξαήμερο και τα 10ωρα, έχουν κάνει ακόμα πιο σκληρό τον εργασιακό βίο εκτινάσσοντας στα ύψη τον χρόνο εργασίας και την εντατικοποίηση. Σύμφωνα, με τη Eurostat (2023), οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εργάζονται εβδομαδιαίως για την κύρια εργασία τους 39,9 ώρες, τις περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην ΕΕ, μπροστά από χώρες όπως η Ρουμανία, η Πολωνία και η Βουλγαρία. Σύμφωνα δε με έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δουλεύουν 315 περισσότερες ώρες σε ετήσια βάση (συνολικά 1.886 ώρες το 2022), όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 1.571 ώρες. Πώς λοιπόν να μην αναγκάζονται όλο και περισσότεροι καταναλωτές να επιλέγουν τις γρήγορες και άμεσες λύσεις για γεύματα και να μην απογειώνεται το ντελίβερι;
Επίσης ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αύξηση καταγράφουν οι δαπάνες και για τα αλκοολούχα ποτά. Συγκεκριμένα, στην 15ετία έχουν αυξηθεί οι δαπάνες κατά 93% για αλκοολούχα ποτά, 106% για αποστάγματα, 103% για κρασί και 61% για μπίρα, ενώ η μέση κατανάλωση έχει αυξηθεί την ίδια περίοδο κατά 19% στα αποστάγματα και 33% στο κρασί. Το γεγονός αυτό δείχνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση κατ’ οίκον έναντι της κατανάλωσης σε χώρους εστίασης. Όταν ένα ποτήρι αλκοολούχου ποτού έξω κοστίζει από 7-8 ευρώ, πολλοί καταναλωτές, ειδικά μετά την πανδημία, προτιμούν τις πιο οικονομικές λύσεις καταναλώνοντας αλκοόλ στο σπίτι αντί σε χώρους εστίασης.
Η αλλαγή των διατροφικών συνηθειών θα έχει όμως και το ανάλογο τίμημα για τα ελληνικά νοικοκυριά λόγω της ραγδαίας μείωσης της κατανάλωσης αναγκαίων για την υγεία τροφίμων. Η μείωση της κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών μπορεί να οδηγήσει σε λιγότερη πρόσληψη βιταμινών, μετάλλων και φυτικών ινών που είναι σημαντικά για την υγεία και την ανοσία. Η μείωση της κατανάλωσης ελαιόλαδου μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψη των απαραίτητων λιπαρών. Από την άλλη, η αύξηση της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών μπορεί να συνδεθεί με υγειονομικά προβλήματα ή με αύξηση της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας. Ενώ η αυξημένη κατανάλωση φαγητού σε πακέτο συχνά συνδέεται με χαμηλότερης ποιότητας διατροφή με υψηλή πρόσληψη υδατανθράκων, λιπαρών και αλατιού.