Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η τελευταία περίοδος σφραγίζεται από τα συμπτώματα κρίσης της αστικής δημοκρατίας, από κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα όπως στη Γαλλία, μέχρι προεδρικά-στρατιωτικά στη Νότια Κορέα. Η άνοδος της ακροδεξιάς και διάφορων «αντισυστημικών» κομμάτων με εθνικιστικό και αντιδραστικό χαρακτήρα, όπως και η εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ είναι ενδείξεις της έκπτωσης της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και της πορείας παραπέρα αντιδραστικοποίησής της.
Οξύνεται η κρίση της αστικής δημοκρατίας
Η κρίση και η αντικειμενική τάση χρεοκοπίας και έκπτωσης της αστικής δημοκρατίας είναι εμφανής και αναμφισβήτητη από τις αλλεπάλληλες και πολλαπλές εκδηλώσεις κρίσης, με ποσοτικές και ποιοτικές βέβαια διαφοροποιήσεις ανά χώρα. Kορυφαία ίσως εκδήλωση της κρίσης της αστικής δημοκρατίας και του υποβάθρου της, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, είναι η αξιοσημείωτη άνοδος της ακροδεξιάς στο σύνολο σχεδόν των καπιταλιστικών χωρών, με κορύφωση μάλιστα του φαινομένου στις ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες: Στις HΠΑ, Γερμανία, Γαλλία και, κατά το μάλλον ή ήττον, στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες.
Γενικότερα, ο καπιταλισμός παρά την τεράστια ανάπτυξή του, την εξάλειψη του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αποδυνάμωση των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων, διανύει ένα στάδιο ισχυρής οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κρίσης. Ο εγγενής ανορθολογισμός του καπιταλισμού είναι η αιτία των κρίσεών του, μικρότερων ή μεγαλύτερων, η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού μεταξύ της υψηλά κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της εντεινόμενης ιδιωτικής ιδιοποίησης. Η κρίσιμη καμπή, στην οποία έχει εισέλθει ο σύγχρονος καπιταλισμός, χαρακτηρίζεται από την απολυτοποίηση της κερδοφορίας, που οδηγεί στην εξάντληση πρώτων υλών και ενέργειας, στην επικίνδυνη ένταση του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, στην κλιματική κρίση και στην όξυνση των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων.
Επικίνδυνες διαστάσεις προσλαμβάνει ο παγκόσμιος ανταγωνισμός μεταξύ της Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ) και Ανατολής (Ρωσίας-Κίνας), που δυσχεραίνει τη συνεργασία, οξύνει τον ανταγωνισμό και δημιουργεί κινδύνους σφαιρικής ρήξης.
Μάλιστα, αυτός ο ανταγωνισμός οξύνεται επικίνδυνα, αφού έχει προσλάβει εν μέρει και ένοπλο χαρακτήρα με τον εντατικό εξοπλισμό της Ουκρανίας και με τη διόγκωση του εξοπλιστικού τομέα, που χρησιμοποιείται και ως αντίδοτο της σοβαρής οικονομικής δυσχέρειας που αντιμετωπίζει η Δύση, ιδίως λόγω της απώλειας της πάμφθηνης ενέργειας που εξασφάλιζε από την Ρωσία. Η αντίθεση αυτή θα οξύνεται, όσο θα αναπτύσσεται η αμφισβήτηση της οικονομικής ηγεμονίας της Δύσης από το μπλοκ Ρωσίας, Κίνας, BRICS.
Αντιδραστική ανασυγκρότηση χωρίς σταθεροποίηση
Οικονομικός ανταγωνισμός υφίσταται κι εντός της καπιταλιστικής Δύσης και θα οξυνθεί τα μάλα με την επαπειλούμενη απαίτηση του Τραμπ να ανέλθουν οι εξοπλιστικές δαπάνες των ευρωπαϊκών χωρών για το ΝΑΤΟ στο 5% και την υψηλή φορολόγηση των ευρωπαϊκών εισαγωγών στις ΗΠΑ. Οι κίνδυνοι που επικρέμανται με την ανάληψη της προεδρίας από τον Τράμπ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις οικονομίες της ΕΕ, που εύλογα θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξει άμεσα αποφασιστική αντίδραση. Θορυβημένες οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται να καταφύγουν στη λύση της αντιλαϊκής δημοσιονομικής πειθαρχίας, που θα την επωμιστούν εκ νέου τα λαϊκά στρώματα. Για μιαν ακόμη φορά οι πλάτες των εργαζομένων θα πληρώσουν τη διασφάλιση της αναγκαίας ανταγωνιστικότητας, ώστε να αυξηθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτή η προαλειφόμενη λύση θα είναι εξαιρετικά οδυνηρή για την ελληνική οικονομία, που με τα μνημόνια, τα οποία υπέγραψαν οι αστικές κυβερνήσεις όλου του φάσματος, είναι υποχρεωμένη να εξοφλεί το χρέος μέχρι το 2062, το οποίο δυστυχώς θα επιβαρυνθεί περαιτέρω. Επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι οι αστικές τάσεις στο πολιτικό σύστημα συγκλίνουν σε κοινή ταξική γραμμή, με δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις, για την αντιμετώπιση μιας ισχυρής επαπειλούμενης κρίσης, που συνίσταται ιδίως στην εκμετάλλευση του συνήθους υποζυγίου, δηλαδή, της εργατικής τάξης.
Τα αστικά πολιτικά κόμματα στη χώρα μας, που με τις όποιες ιδεολογικοπολιτικές και κοινωνικές διαφορές τους είναι υπέρ της διαιώνισης του καπιταλιστικού συστήματος, συγκλίνουν στο πιο σημαντικό ζήτημα: στη διατήρηση του καπιταλισμού και, το κυριότερο, στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων που στερεώνουν το σύστημα και την άμυνά του απέναντι στον κλονισμό που επιφέρει η κρίση.
Οι πολιτικές δυνάμεις, που είναι υπέρ του συστήματος, ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους προχωρούν σε σωτήριες και βελτιωτικές αλλαγές γι’ αυτό, εξορθολογίζοντας ή και καταργώντας κραυγαλέα νοσούσες δευτερεύουσες πλευρές του. Έτσι, εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση πολιτικές δυνάμεις, που είναι λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικές στη διαχείριση και βελτίωση του συστήματος. Τα κόμματα διαχείρισης, ιδίως σε περίοδο κρίσης σαρώνουν λαϊκές κατακτήσεις ελευθεριών και δικαιωμάτων και απλώς αναιρούν ακραία ανορθόλογες πλευρές και πολιτικές του, όπως τα φαινόμενα σκανδαλώδους διαχείρισης.
Η ακροδεξιά, παρά τη ρητορική της, δεν στρέφεται ασφαλώς κατά του κεφαλαίου και του πολιτικού συστήματος, αλλά κατά των εργαζομένων, καταρχάς των μεταναστών
Η πολιτική τους όμως πρώτιστα αποβλέπει στην «εξυγίανση» κι ευστάθεια του συστήματος. Παρά τις πομπώδεις επαγγελίες των αστικών κομμάτων όλων των αποχρώσεων υπέρ των λαϊκών αιτημάτων, η οικονομική εξυγίανση του συστήματος πραγματοποιείται με τη βίαιη αναδιανομή του πλούτου υπέρ της αστικής τάξης. Έτσι, τα λαϊκά στρώματα πληρώνουν βαρύ φόρο με ευθύνη της δεξιάς, της κεντροδεξιάς, της ακροδεξιάς, του κέντρου, της κεντροαριστεράς και της συστημικής αριστεράς. Διαμορφώνεται ευρεία συμμετοχή σχετικά ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων στην ανάταξη του καπιταλιστικού συστήματος με κοινή συνισταμένη, παρά τις πολιτικές διαφορές των προθύμων κομμάτων, τη σωτηρία και ανάκαμψη της αστικής τάξης, και την ανάληψη των αντίστοιχων βαρών από τα λαϊκά στρώματα.
Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, προκύπτουν και δυσλειτουργίες και αντιστάσεις επικίνδυνες για το σύστημα, όπως:
-Ευρεία δυσαρέσκεια των πολιτών για τη διακυβέρνηση, ανεξαρτήτως κομμάτων, όπως φαίνεται από την αδιαφορία του κοινού για τα πολιτικά δρώμενα και την ευρεία αποχή από τις εκλογές και την πολιτική δραστηριότητα. Στάση που απονομιμοποιεί τις ριζικές αναδιαρθρώσεις των κυβερνήσεων εις βάρος του λαού.
– Κρίση των παραδοσιακών κομμάτων, μείωση του κύρους και της επιρροής τους, που πλήττει τη συνοχή και ισχύ του συστήματος.
– Οι κυβερνητικές διαχειριστικές παρεμβάσεις αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, αφού και τα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας, εκσυγχρονισμού και ριζικής εξυγίανσης της οικονομίας δεν θεραπεύονται ικανοποιητικά και αποτελεσματικά και δυσαρεστούν τις ευρείες μάζες.
– Οι σοσιαλδημοκρατικές και ρεφορμιστικές αριστερές δυνάμεις μεταλλαγμένες και προσαρμοσμένες ουσιαστικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση υφίστανται αλλεπάλληλες διασπάσεις και αποκόπτονται από ευρύτερες μάζες, που μ΄ αυτόν τον τρόπο διαφοροποιούνται και από το σύστημα.
-Το ΚΚΕ ενισχύει μεν αγώνες για τα άμεσα προβλήματα, δεν αποτολμά όμως ριζικές αντιπαραθέσεις με το σύστημα, προσδοκώντας τη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών. Αγνοεί όμως ότι οι ανατρεπτικές συνθήκες, οι οποίες προφανώς είναι αντικειμενικά αναγκαίες για την κλιμάκωση των αγώνων, δεν πέφτουν από τον ουρανό τυχαία, άλλα διαμορφώνονται από τη σταδιακή και επίμονη όξυνση των αγώνων.
-Αναπτύσσονται ριζοσπαστικές δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, με δυναμική παρέμβαση στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, με επιρροή στους εργαζόμενους και στη νεολαία, εργαζόμενη και σπουδάζουσα, που εντείνουν τη δυναμική αντίστασή τους στο σύστημα.
-Σε καθοριστικό ιδιότυπο παράγοντα του πολιτικού συστήματος αναδεικνύεται η ακροδεξιά. Η επικίνδυνη τάση ανόδου της, που σημειώνεται σε μία σειρά χώρες, αποτελεί πλέον πραγματικότητα και στην ελληνική κοινωνία. Η ακροδεξιά στο σύνολο της ήδη υπερβαίνει σε επιρροή το 20% των ψηφοφόρων. Παρά τη ρητορική της κατά των οικονομικά ισχυρών δεν στρέφεται ασφαλώς κατά του κεφαλαίου και του πολιτικού συστήματος. Θέτει υπεράνω όλων το εθνικό πεδίο και φρονεί ότι εργαζόμενοι και κεφαλαιοκράτες πρέπει να ομονοούν και να συνάπτουν λογικές και αμοιβαία συμφέρουσες συμφωνίες, ώστε να συγκροτείται μία εθνική πολιτική επωφελής για το κεφάλαιο αλλά και τους εργαζόμενους. Είναι κατά της παγκοσμιοποίησης, απολυτοποιεί το εθνικό, τα συμφέροντα και τις αξίες του. Είναι κατά των μεταναστών, κατά των αλλόθρησκων, κατά των ομοφυλόφιλων και εναντίον όλων των στοιχείων, που απειλούν να νοθεύσουν τις εθνικές παραδόσεις, οδηγώντας στον εθνικισμό και τον ρατσισμό και θεοποιώντας το παραδοσιακό τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Συμπερασματικά, το πολιτικό σύστημα ανασυγκροτείται πολύπλευρα, πραγματοποιώντας δεξιά στροφή και αποτυπώνοντας την επιθετικότητα της σύγχρονης αστικής πολιτικής, ενώ διατηρούνται ή και ενισχύονται και οι ριζοσπαστικές αντιδράσεις. Παράλληλα, μεγάλη υποχώρηση σημειώνουν σχηματισμοί με αναφορά στην Αριστερά, όπως αποδεικνύουν οι γνωστές εκφυλιστικές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η δεξιά στροφή του πολιτικού συστήματος δεν αποτυπώνεται μόνο με την ενίσχυση, την πολιτική αναβάθμιση ή και επικράτηση ακροδεξιών κομμάτων, αλλά και με δεξιά αντιδραστική στροφή που πραγματοποιείται στην αστική πολιτική. Αυτή η διαπίστωση, επιβεβαιώνεται σε πολλές περιπτώσεις: Στην πρόσφατη συζήτηση στη βουλή για την κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού η κυβέρνηση, μεταξύ των άλλων, επαιρόταν για την εκτίμηση ότι ο προϋπολογισμός εξασφαλίζει 200 ευρώ για είδη διατροφής, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε μέλος μιας τετραμελούς οικογένειας θα τρέφεται πλουσιοπάροχα, αφού του αναλογούν 50 ευρώ το μήνα, δηλαδή 1,7 ευρώ την ημέρα! Το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματική αντιπολίτευση πλέον, έκανε επίδειξη «σοβαρότητας» διακηρύσσοντας ότι «όποιος παίζει με τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας είναι αντίπαλος μας»! Τους εξοπλισμούς-μαμούθ ανακοίνωσαν ότι θα ψηφίσουν στο όνομα της «πατριωτικής συναίνεσης» και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ, του Στέφανου Κασσελάκη, καθώς και οι ανεξάρτητοι βουλευτές, μαζί με αυτούς της ΝΔ, της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και των Σπαρτιατών.
Ριζοσπαστική απάντηση στις προκλήσεις
Οι τάσεις και οι δυνατότητες της κομμουνιστικής απελευθέρωσης
Υπάρχει βέβαια και ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση της αστικής δημοκρατίας. Στην όξυνση των προβλημάτων απειλητικά διατυπώνονται όλο και πιο έντονα τα ερωτήματα: «Υπάρχει άλλος δρόμος;», «Μπορούμε να ζήσουμε έξω απ την ΕΕ;», «Υπάρχει και ποιά είναι η εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό;».
Η κομμουνιστική απελευθέρωση αντικειμενικά αποτελεί δυνατότητα της κοινωνίας, στηρίζεται στις τάσεις που ενυπάρχουν στον σύγχρονο καπιταλισμό, οι οποίες τείνουν να σπάσουν το εκμεταλλευτικό του περίβλημα και επιδιώκουν την ανάπτυξη και τον μετασχηματισμό τους με κριτήριο της ανθρώπινες ανάγκες. Οι σύγχρονοι δρώντες άνθρωποι, το υποκείμενο της ιστορίας, μπορούν να υπερβούν τους αντικειμενικούς περιορισμούς και την κυριαρχία του συστήματος σε όλα τα πεδία, με βάση τις παραγωγικές, επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής, τις κατακτήσεις της σκέψης και του πολιτισμού, την μέχρι τώρα συσσωρευμένη εμπειρία του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Δυνατότητα που μπορεί να υλοποιηθεί, μόνο αν δράσουν οι άνθρωποι με πρόγραμμα και οργάνωση.
Η κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας είναι κατά βάση απάντηση στις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων, επομένως «έρχεται κυρίως από το μέλλον», αφού στο μέλλον θα πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, πρέπει να αξιοποιούμε και την εμπειρία από τους κοινωνικούς αγώνες και την κορύφωση τους με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Μελετώντας τις νίκες και τις ήττες του κομμουνιστικού κινήματος και ιδίως την εμπειρία και τις αιτίες της ήττας του, οι άνθρωποι γίνονται σοφότεροι και δυνατότεροι. Αντλούν πείρα και συμπεράσματα απ΄ τις νίκες και τα επιτεύγματα των επαναστάσεων, όσο και από τις αιτίες της νίκης του καπιταλισμού. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, η Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι επαναστάσεις όπου γης, παρά την τελική τους ήττα, φώτισαν τη ζωή και τη σκέψη των ανθρώπων και απέδειξαν τη δυνατότητα για μια ριζικά ανώτερη ζωή και οργάνωση της κοινωνίας.
Αντιδημοκρατικές «λύσεις» που βαθαίνουν το ρήγμα
Τα σημάδια της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος εκφράζονται και σε διεθνές επίπεδο, όπως και οι δεξιές – αντιδραστικές απαντήσεις. Σαφές δείγμα δεξιάς πολιτικής έδωσε η προηγούμενη κυβέρνηση μειοψηφίας των Μακρόν-Μπαρνιέ, επιχειρώντας να εφαρμόσει συνταγματική διάταξη, που επιτρέπει την παράκαμψη της βουλής, ακόμη και για ζητήματα εξόχως σοβαρά, όπως ο προϋπολογισμός, ενώ είχε επιχειρήσει και επιτάχυνση της εφαρμογής της αντιδραστικής μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό σύστημα. Στη βουλή πέρασε πρόταση μομφής, η κυβέρνηση Μπαρνιέ έπεσε αλλά ο πρόεδρος Μακρόν διόρισε νέα κυβέρνηση δικού του ελέγχου, με επικεφαλής τον Μπαϊρού.
Στη Νότια Κορέα ο πρόεδρος της χώρας Γιουν Σουκ Γέολ λόγω των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και την πίεση της αντιπολίτευσης κήρυξε στρατιωτικό νόμο, καταγγέλλοντας τη δράση «αντικρατικών» και «φιλο-βορειοκορεατικών δυνάμεων», που, όπως υποστήριζε, είχαν στόχο να… καταλύσουν τη συνταγματική δημοκρατική τάξη. Γι’ αυτό πήγε να την καταλύσει ο ίδιος! Το πραξικόπημα δεν πέρασε λόγω της μεγάλης λαϊκής αντίδρασης, που διαμόρφωσε το κλίμα και μέσα στο κοινοβούλιο, το οποίο καταδίκασε την απόφαση του προέδρου.
Η παραίτηση κακήν κακώς των κυβερνήσεων στις δύο ηγετικές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία) με απώλεια της ψήφου εμπιστοσύνης επιβεβαιώνει τη δεινή κρίση, πολιτική, οικονομική και κοινωνική των χωρών αυτών και επομένως την αυξημένη δυνατότητα νίκης των ριζοσπαστικών δυνάμεων, αν συγκροτηθεί το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο. Η ισχυρή πολιτική και οικονομική κρίση του καπιταλισμού στη Γερμανία και στη Γαλλία και πιθανόν και η μετάδοσή της, δίκην ιού, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, επιβεβαιώνει τη δεινή κρίση του καπιταλισμού και αναπτερώνει τις ελπίδες για τη ριζική κοινωνική αλλαγή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 28-29 Δεκεμβρίου