Γιώργος Παυλόπουλος
Μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ, η Συρία έχει πάψει οριστικά να υφίσταται ως ενιαίο κράτος, με καθορισμένη δομή και εδαφική έκταση. Η «καντονοποίηση», η οποία είχε ξεκινήσει με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το 2011 και ουσιαστικά δεν σταμάτησε ούτε στιγμή τα επόμενα χρόνια, εισήλθε σε νέα φάση με μια ακόμη βίαιη αναδιανομή ανάμεσα στις υπάρχουσες σφαίρες επιρροής. Η διαδικασία αυτή, όπως όλα δείχνουν, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη και θα συμπληρωθεί με νέα «κεφάλαια», αλλά και τραγωδίες για τους λαούς της Συρίας – Κούρδους, Αλεβίτες, Μουσουλμάνους, Χριστιανούς και άλλους.
Είναι δε σίγουρο πως εάν και όταν πέσουν οι τίτλοι του τέλους, θα έχουμε να κάνουμε με ένα μόρφωμα το οποίο ελάχιστα θα θυμίζει την «παλιά» Συρία, την οποία θα έχουν «σκυλεύσει» πολλοί. Ανάμεσά τους η Τουρκία, που επιχειρεί να κατοχυρώσει και να διευρύνει τα κέρδη που είχε αποκομίσει με τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές εισβολές από το 2014-’15 και μετά, με επιδίωξη να «σβήσει από τον χάρτη» τις αυτόνομες κουρδικές περιοχές – τη Ροζάβα. Φυσικά και το Ισραήλ το οποίο, προτού καλά-καλά πέσει η Δαμασκός και ο Άσαντ με την οικογένειά του φυγαδευτούν στη Ρωσία, έχει εξαπολύσει ένα ανηλεή βομβαρδισμό, με 500 και πλέον επιδρομές, τσακίζοντας τη ραχοκοκαλιά του συριακού στρατού – αεροδρόμια και μαχητικά αεροσκάφη, πολεμικά πλοία, τεθωρακισμένα, αποθήκες και μονάδες παραγωγής πυρομαχικών και οπλικών συστημάτων, που μπορεί να έπεφταν στα χέρια των νέων «αφεντικών», δελεάζοντάς τα να τα στρέψουν ακόμη και κατά του ίδιου.
«Πρόκειται για μια άνευ προηγουμένου εξέλιξη, στο πλαίσιο της οποίας ο στρατός του Ισραήλ απέκτησε τη δυνατότητα να καταστρέψει ολοκληρωτικά ένα εχθρικό στρατό, χωρίς καν να του κηρύξει τον πόλεμο», διαπίστωνε ένας αναλυτής μιλώντας στην Jerusalem Post, χωρίς να κρύβει την έκπληξή του. Δεν είναι ο μοναδικός, άλλωστε, που ένιωσε έκπληξη από τον τρόπο και την ταχύτητα με την οποία έτρεξαν τα γεγονότα κατά τις τελευταίες δραματικές μέρες…
«Οι Άραβες δεν μπορούν να κάνουν πόλεμο χωρίς την Αίγυπτο και ειρήνη χωρίς τη Συρία», είχε πει ο πιο διαβόητος από τους υπουργούς Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Κίσινγκερ. Η συγκεκριμένη φράση, όμως, που από πολλούς αντιμετωπίστηκε κατά καιρούς περίπου ως… προφητεία, αφορούσε άλλες εποχές. Όταν στο Κάιρο ήταν ακόμη αισθητό το ρεύμα του αραβικού εθνικισμού και το πνεύμα της σύγκρουσης με το Ισραήλ, ενώ στη Δαμασκό κυριαρχούσε ένα καθεστώς, το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κίνημα Μπάαθ (όπως είναι η πλήρης ονομασία του), που από τα λόγια και τις πράξεις του κρίνονταν πολλά.
Σήμερα, η Αίγυπτος όχι μόνο δεν έχει πρόθεση να κάνει πόλεμο για λογαριασμό των Αράβων αλλά, αντιθέτως, έχει εδώ και χρόνια αναπτύξει στενή συνεργασία με το Ισραήλ σε πολλά επίπεδα, ενώ συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους δυνάστες του παλαιστινιακού λαού και ειδικά των 2,3 εκατομμυρίων περίπου που ζουν στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου, τη Γάζα. Όσο για τη Συρία, ο λόγος της δεν μετρά πλέον για κανέναν, ενώ το καθεστώς που κάποτε υπολόγιζαν όλοι έχει πλέον πεθάνει. Για την ακρίβεια, ήταν νεκρό αρκετά πριν λεηλατηθεί το παλάτι του Μπασάρ αλ-Άσαντ και πυρποληθεί ο τάφος του πατέρα του, Χαφέζ, από τους αντάρτες – τους πρώην τζιχαντιστές και μέλη της αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, που τώρα παρουσιάζονται ως μετριοπαθείς και εγγυητές της ειρήνης και της σταθερότητας.
Είναι κάτι, άλλωστε, που ισχυρίστηκε και ο ίδιος ο ηγέτης της οργάνωσης HTS (Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Λεβάντε), σε αποκλειστική συνέντευξη που έδωσε σε (γυναίκα, όχι τυχαία) δημοσιογράφο του CNN λίγες ώρες πριν την κατάληψη της Δαμασκού. Για να δει τα λόγια του να επιβεβαιώνονται πολύ σύντομα, καθώς στην πράξη ουδείς βρέθηκε να πολεμήσει και να πεθάνει για λογαριασμό του Άσαντ: οι στρατιώτες και οι πραιτωριανοί του πέταξαν όπως-όπως τις στολές και τα όπλα τους και αναμειγνύονταν με το πλήθος για να περάσουν απαρατήρητοι ή, στην καλύτερη περίπτωση, επιχείρησαν να εισέλθουν συγκροτημένα στο έδαφος του γειτονικού Ιράκ.
Δεν ήταν, όμως, μόνο ο – χαρακτηρισμένος επισήμως ως τρομοκράτης και επικηρυγμένος από τις ΗΠΑ για 10 εκατ. δολάρια – Αχμέτ Χουσεΐν αλ-Σάρα ή Αμπού Μοχάμεντ αλ-Γκολάνι (το δεύτερο είναι το πολεμικό του όνομα) που έκανε αυτή τη διαπίστωση. Σε ανάλογο συμπέρασμα είχαν καταλήξει και οι βασικοί προστάτες του Άσαντ και του καθεστώτος του, δηλαδή η Μόσχα και η Τεχεράνη. Κι αυτό αποδείχθηκε περίτρανα επίσης στην πράξη, καθώς από τη στιγμή που οι αντάρτες εξαπέλυσαν την επίθεσή τους, Ρώσοι και Ιρανοί περιορίστηκαν σε μερικές συμβολικές αλλά ανούσιες ενέργειες σε στρατιωτικό επίπεδο, φροντίζοντας να αποσύρουν όλες τις δυνάμεις τους σε ασφαλή μέρη, ακόμη και εκτός της χώρας, όπως έκανε και η φιλοϊρανική Χεζμπολά. Προτίμησαν, με άλλα λόγια, να χάσουν ό,τι είχαν ποντάρει μέχρι τώρα στον Άσαντ, πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά, παρά να παίξουν τα ρέστα τους υπέρ του, καθώς ήταν φανερό πως η παρτίδα ήταν χαμένη από χέρι και θα κινδύνευαν να βρεθούν σε ακόμα πιο δύσκολη θέση – ενώ τώρα ίσως έχουν ένα δίαυλο επικοινωνίας με το υπό διαμόρφωση νέο καθεστώς.
Χάος και αβεβαιότητα στην μετά-Άσαντ εποχή, πιο πιθανή η γενική ανάφλεξη
Κάπως έτσι, λοιπόν, το σάπιο οικοδόμημα δεν χρειάστηκε για να πέσει παρά μόνο ένα φύσημα από τους θυελλώδεις ανέμους που σαρώνουν εδώ και καιρό την περιοχή της Μέσης Ανατολής, στο πλαίσιο του βίαιου και αιματηρού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών ανάμεσα στις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις. Όπως εύστοχα σημειώνει η ανακοίνωση του ΝΑΡ, «η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία είναι μια ιστορική εξέλιξη, για την χώρα αλλά και συνολικά για τη Μέση Ανατολή. Δεν είναι προϊόν, όμως, της νίκης μιας λαϊκής εξέγερσης αλλά της ήττας της. Οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις υπονόμευσαν κάθε αίσθημα γνήσιας λαϊκής οργής και έγιναν αντιδραστικές μαριονέτες ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, απέναντι σε ένα καθεστώς που εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές φτωχοποίησης, στηριζόμενο εδώ και χρόνια μόνο στον στρατό, την αστυνομία και στην προστασία Ρωσίας, Ιράν και Χεζμπολά».
Αναμφίβολα, η εικόνα στη μετά-Άσαντ εποχή, η οποία μόλις ξεκίνησε, είναι χαώδης και το μέλλον απρόβλεπτο. Οι πάντες, νικητές και ηττημένοι, έχουν πέσει σαν ύαινες πάνω στο κουφάρι της Συρίας, με τους πρώτους (κυρίως Τουρκία και Ισραήλ) να προσπαθούν να πάρουν όσο το δυνατό πιο μεγάλο κομμάτι της λείας και τους δεύτερους (κατά βάση Ρωσία και Ιράν) να σώσουν οτιδήποτε αν σώζεται από τα «φιλέτα» που μέχρι τώρα έφεραν τη σφραγίδα τους. Όσο για τους Αμερικανούς, παρακολουθούν από μακριά – αλλά και από τόσο κοντά… – αυτό το αιμοβόρο πάρτι που διεξάγεται πάνω στα ερείπια της πάλαι ποτέ κραταιάς χώρας. Επαίρονται δε ισχυριζόμενοι ότι, όπως είπε ο Μπάιντεν, είναι η πολιτική τους που έφερε αυτό το αποτέλεσμα, καθώς η Ρωσία είναι απασχολημένη στο μέτωπο της Ουκρανίας, η Χεζμπολά έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα από το Ισραήλ και το Ιράν φοβάται μήπως δεχθεί επίθεση, με αποτέλεσμα κανείς τους να μην είναι σε θέση να στηρίξει τον μέχρι πρόσφατα πολύτιμο σύμμαχο Άσαντ.
Η φάση των πανηγυριών και της λεηλασίας, όμως, μοιραία θα τελειώσει κάποια στιγμή, πιθανότατα αρκετά σύντομα. Και τότε οι πάντες θα κάνουν «ταμείο», μετρώντας κέρδη και απώλειες, ενώ θα τεθούν μετ’ επιτάσεως δύο ερωτήματα: Πρώτον, μας αρκούν αυτά που έχουμε στο χέρι ή θέλουμε και άλλα; Και δεύτερον, ποιός ή ποιοί θα είναι εφεξής τα πραγματικά αφεντικά σε μια περιοχή η οποία δεν παύει να έχει στρατηγική θέση και σημασία για τους γεωπολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή;
Η παρουσία των ισραηλινών τανκς κοντά στη Δαμασκό και η προώθηση των τουρκικών ολοένα πιο βαθιά στο έδαφος της Συρίας, οι αλληλοκατηγορίες ανάμεσα στις δύο πλευρές, ο «όρκος» του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη του Ιράν ότι ο «άξονας της αντίστασης» δεν νικήθηκε και θα επιστρέψει πιο δυναμικά, καθώς και τα εσπευσμένα ταξίδια στην περιοχή του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών και της προέδρου της Κομισιόν, αποδεικνύουν ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ότι ουδείς δικαιούται να αισθάνεται σίγουρος και ασφαλής και ότι η απειλή γενικευμένης ανάφλεξης είναι, ενδεχομένως, ακόμη πιο μεγάλη τώρα, ώστε η μεγάλη μοιρασιά να επιταχυνθεί και η «νέα τάξη» να αναδυθεί.
Παλαιστίνιοι και Κούρδοι, οι πιο μεγάλοι χαμένοι
Οι Παλαιστίνιοι και οι Κούρδοι, οι δύο λαοί της Μέσης Ανατολής που συνεχίζουν να μην έχουν πατρίδα, βρίσκονται σε ακόμη πιο δεινή θέση μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Καθώς οι μεγαλύτεροι δυνάστες τους, δηλαδή τα κράτη και οι αστικές τάξεις της Τουρκίας και του Ισραήλ, είναι κατά γενική ομολογία οι κερδισμένοι μετά και την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και τον κατακερματισμό της Συρίας, οι ίδιοι είναι αναμενόμενο να κατατάσσονται στους ηττημένους.
Είναι γεγονός ότι τόσο η Χαμάς και ο Ισλαμικός Τζιχάντ, οι δύο βασικές παλαιστινιακές οργανώσεις με θρησκευτικό (μουσουλμανικό) DNA όσο και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης έσπευσαν, με σχετικές ανακοινώσεις τους, να εκφράσουν τον σεβασμό τους προς τις επιλογές του συριακού λαού και να του εκφράσουν τη στήριξή τους – τείνοντας, ουσιαστικά, χείρα φιλίας προς το νέο, υπό διαμόρφωση καθεστώς. Μάλιστα, η Χαμάς τόνισε, ανάμεσα στα άλλα, ότι «η κυβέρνηση του Άσαντ υπήρξε σε μεγάλο βαθμό εχθρική προς τις παλαιστινιακές παρατάξεις, ιδίως προς τους ισλαμιστές. Εκατοντάδες Παλαιστίνιοι φυλακίστηκαν στη Συρία υπό την εξουσία του». Παράλληλα δε, όλες τους κατήγγειλαν τις ξένες επεμβάσεις (κυρίως του Ισραήλ) στο έδαφος της Συρίας, απαιτώντας να γίνει σεβαστή η εδαφική της ακεραιότητα.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιούν περισσότερο από τον καθένα ότι οι συσχετισμοί είναι πλέον ακόμη πιο αρνητικοί. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι με το μέτωπο που είχε ανοίξει στον Λίβανο, η Χεζμπολά – με τη σειρά της βασικός «μοχλός» της αντίστασης του λιβανέζικου λαού απέναντι στο κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ – αποτελούσε αντικειμενικά ένα στήριγμα στον δικό τους αγώνα στη Γάζα. Τώρα, όμως, καθώς έχουν κοπεί οι βασικοί οδοί ανεφοδιασμού της, είναι αμφίβολο εάν θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να παίζει τον ίδιο ρόλο.
Όσο για τους Κούρδους, μοιάζουν να είναι στριμωγμένοι ασφυκτικά ανάμεσα σε δύο θανάσιμες απειλές: Αφενός τις δυνάμεις του τουρκικού στρατού και των συμμάχων του, του αποκαλούμενου Ελεύθερου Συριακού Στρατού, οι οποίοι δεν κρύβουν πως έχουν βάλει στο μάτι τη Ροζάβα και βομβαρδίζουν από την πρώτη στιγμή. Και αφετέρου, τους πρώην τζιχαντιστές, με τους οποίους διατηρούν ανοιχτούς λογαριασμούς από τη συγκλονιστική μάχη του Κομπάνι (και όχι μόνο) και δύσκολα θα αποφύγουν την απόπειρά τους να πάρουν ρεβάνς, ειδικά τώρα που αισθάνονται πανίσχυροι.
Η «εγγύηση» που τους πρόσφεραν μέχρι σήμερα οι Ρώσοι δεν υπάρχει πια, ενώ η αντίστοιχη από τους Αμερικανούς κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι θα συνεχιστεί, ειδικά εφόσον μπουν στη λογική του μεγάλου παζαριού και του πάρε-δώσε με τον σαφώς πιο ισχυρό παίκτη, την Τουρκία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 14-15 Δεκεμβρίου