Γιώργος Παυλόπουλος
Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει;
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε
τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.
Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος»
Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες, τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».
Κώστας Βάρναλης, «Πρωτοχρονιάτικο»
Θυμήσου, τη στιγμή του χρόνου
που εμφανίζεται το μέλλον
σαν μια λευκή κόλλα χαρτιού
ένα καθαρό ημερολόγιο, μια νέα ευκαιρία.
Παίρνεις όρκο ότι θα αφήσεις φρέσκα ίχνη
μετά τα βλέπεις να εξαφανίζονται
με τις δυνατές ριπές του ανέμου.
Γέμισε το ποτήρι σου. Στην υγειά μας. Υποσχέσεις
που δίνονται για να αθετούνται, που δίνονται για να τηρούνται.
Τζάκι Κέι, «Υποσχέσεις»
Τι μπορεί να ειπωθεί στους ρυθμούς της Νέας Χρονιάς,
Που δεν έχει ειπωθεί ήδη χιλιάδες φορές;
Οι νέες χρονιές έρχονται, οι παλιές χρονιές φεύγουν,
Ξέρουμε πως ονειρευόμαστε, ονειρευόμαστε πως ξέρουμε.
Οι τέσσερις παραπάνω στίχοι αποτελούν την αρχή ενός από τα ποιήματα της Αμερικανίδας Έλα Γουίλερ Γουίλκοξ, η οποία έζησε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου. Διαβάζοντάς τους, ίσως καταφέρουν να αποκαθηλώσουν τα στερεότυπα και τις ευχές αυτών των ημερών. Τις τυπικότητες, συχνά ανούσιες μα και τόσο αναγκαίες, τουλάχιστον για τους πολλούς, που μοιάζουν να είναι αιώνια κολλημένες στην αλλαγή του χρόνου.
Σαν αυτές, δηλαδή, που ενδεχομένως αποτέλεσαν την έμπνευση του Μίλτου Πασχαλίδη για να γράψει λόγια όπως αυτά που ακολουθούν. Για τις «Πεθαμένες Καλησπέρες», ένα τραγούδι (από τα πολλά) το οποίο «απογείωσε» ο Δημήτρης Μητροπάνος:
Όνειρα μπογιατισμένα
Σε μι’ ασπρόμαυρη ζωή
Τώρα πάψαν τα τραγούδια
Ξέβαψαν τα χρώματα
Δρόμοι και παλιές πλατείες
Άλλαξαν ονόματα
Κι άμα δω κανένα φίλο
Τρέμω μη με θυμηθεί
Πεθαμένες καλησπέρες
Δε γουστάρω να μου πει
Ο Γεώργιος Σουρής, πάντως, ο οποίος έζησε και δημιούργησε την ίδια περίοδο με τη Γουίλκοξ, φρόντισε να πει περίπου το ίδιο με τον δικό του ιδιαίτερο και λαϊκά ειρωνικό τρόπο – αυτόν που έκανε αρκετούς να τον χαρακτηρίσουν ως «σύγχρονο Αριστοφάνη». Και το έκανε σε ένα ποίημα που επίσης έχει τον τίτλο «Πρωτοχρονιά» και είναι σαν να μιλά και σήμερα στις καρδιές όλων όσων θέλουν να γιορτάσουν, αλλά συχνά δεν τα καταφέρνουν, γιατί έχουν την ατυχία να είναι εξαρτημένοι από τον μισθό τους και τα χρέη τους:
Καινούργιος χρόνος!… τί χαρά!… τί εὐτυχία πάλι!
ὅλοι βαστοῦνε κἄτι τὶ καὶ εἰς τὰ δυό των χέρια,
ὅλοι χαρούμενοι κτυποῦν στὸν τοῖχο τὸ κεφάλι
καὶ βλέπουν τοὺς λογαριασμοὺς καὶ τὰ παλῃὰ τεφτέρια.
Αλλά, πάλι, αν ήταν μόνο έτσι τα πράγματα κι αν απαισιόδοξα και μίζερα τα βλέπαμε κάθε φορά που πλησιάζουν οι μέρες και οι ώρες για να αλλάξει η χρονιά, το μόνο που θα απέμενε θα ήταν να περιμένουμε πότε θα έρθει η στιγμή που για εμάς θα σταματήσει ο χρόνος να μετρά. Μα επειδή δεν είναι έτσι ή επειδή δεν θέλουμε και δεν δεχόμαστε να είναι έτσι, ίσως – ακόμη και οι παλιοί που επιμένουμε να είμαστε νέοι – ψάξουμε και βρούμε απαντήσεις στους στίχους ενός από τα καινούρια τραγούδια του Λεξ, τη «Χειρότερη Γενιά». Αναρωτώμενοι, παράλληλα, χειρότερη για ποιούς;
Αυτή η πόλη μας κρατάει ζωντανούς
Με αντάλλαγμα να γράφουμε τραγούδια για τους δρόμους
Θέλει να ακούει για τρελούς
Για όλες τις γειτονιές και για όλους του παρανόμους
Δεν μας πειράζει καθόλου
Μικρούς όλους μας τάισαν τα φρούτα του διαβόλου
Μετά μας αφήσαν να πνιγούμε στα βαθιά
Και φυσικά γίναμε η χειρότερη γενιά
Ναι, όμως κάποτε δεν θα έρθουν οι χαφιέδες για να ψάξουν και οι διώκτες για να κυνηγήσουν τη «χειρότερη γενιά» στα δικά της «λαγούμια»; Εκεί που έχει αναγκαστεί να κρύβει ακόμη και τις ιδέες της, περιμένοντας τη στιγμή που θα κάνει ξαστεριά, για να βγει στο φως και να τις κάνει πυρκαγιά που θα σπάσει και κάψει τον άδικο και γυάλινο τούτο κόσμο; Θα την ψάξουν, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θα τη βρουν, όπως μας έχει πει ο Μάνος Ελευθερίου, με τους δικούς του ανεπανάληπτους στίχους στη «Δίκοπη Ζωή», που μελοποίησε ο αξέχαστος Θάνος Μικρούτσικος και ερμήνευσε μοναδικά ο Γιώργος Μεράντζας:
Μα πως να μην ξεχάσεις την αυλή σου
και την παλιά τη γνώμη καθενός,
όσους κρυφά περπάτησαν μαζί σου
να σημαδεύουν πάλι τη ζωή σου
και να ‘σαι το πουλί κι ο κυνηγός
στις μαύρες λαγκαδιές του παραδείσου.
Κρυφά και φανερά σ’ ακολουθούνε
οι συμμορίες κι οι βασανιστές
και ψάχνουν μέρα νύχτα να σε βρούνε,
μα δεν υπάρχει δρόμος να διαβούνε
γιατί ποτέ δεν ήταν ποιητές,
το χώμα που πατούν να προσκυνούνε.
Δεν είναι, όμως, μόνο ότι «ποτέ δεν ήταν ποιητές». Γιατί δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι ούτε άνθρωποι – όχι με τη βιολογική, αλλά με την ουσιαστική έννοια που έχει η ζωή. Γι’ αυτό και όλοι εμείς, που μας θεωρούν «Walking Deads», χειριστές μηχανών και εκπαιδευτές της τεχνητής νοημοσύνης, ξέρουμε πως όταν παιχτεί η δική μας η παρτίδα, θα ισχύει ό,τι έγραψε και τραγούδησε ο Βέβηλος, στο «Μήνυμα στο Μπουκάλι»:
Παλιά έκαιγαν βιβλία τώρα καίνε μυαλά
Μα είναι τα μάτια μου τυφλά δε βλέπω απ’ τους καπνούς
Και ίσως να μην σε ακούσω πατώντας τη σκανδάλη
Μην ψάχνεις μήνυμα να βρείς στους πέντε ωκεανούς
Γιατί το ’χω στα χέρια μου ακόμα το μπουκάλι
Γιατί; Ίσως γι’ αυτό που περιέγραψε στους δικούς του στίχους ο (επίσης Αμερικανός) Έλντερ Τζέιμς Όλσον:
Και τώρα οι πέτρες ξανασηκώνονται
Μέχρι να ξαναχτιστεί όλος ο κόσμος
Και τώρα σε μια συμφωνία σαν ρίμα,
Κι εμείς που κουρδίζουμε το ρολόι τα μεσάνυχτα
Ας ακούσουμε τον ήχο του πρωινού κουδουνίσματος.
Για να δούμε, επιτέλους, το απεχθές Τείχος να γκρεμίζεται στα κεφάλια τους. Γιατί εμείς, όλοι εμείς, θα έχουμε πάρει το μάθημά μας από τη ζωή και από τον Ρότζερ Γουότερς των Pink Floyd, που επέλεξε να τελειώσει έτσι το «Hey You»:
«Together we stand, divided we fall» (μαζί μένουμε όρθιοι, χώρια πέφτουμε).
Η απάντηση πλανάται στον αέρα– αυτόν που φυσάει κόντρα!
Η αλήθεια είναι πως, όπως οι διώκτες μας, ούτε εμείς – έστω, οι περισσότεροι – είμαστε ποιητές. Είμαστε, όμως, στιχάκια. Αυτά τα στιχάκια της στιγμής, που γράφονται όχι μονάχα στο τέλος κάθε χρονιάς και την αρχή της επόμενης, αλλά κάθε μέρα και ώρα που περνά. Ενίοτε σε τοίχους φυλακής ή σε παγκάκια, αλλά κυρίως σε κάθε δρόμο και σοκάκι του μόχθου, της αγωνίας και του αγώνα. Σε κάθε γροθιά που σηκώνεται, σε κάθε σύνθημα που φωνάζεται, σε κάθε περήφανο «όχι, δεν θα υπακούσω», σε κάθε δίκαιο που γίνεται πράξη. Στο πρόσωπο και τα μάτια κάθε συντρόφου, κάθε πραγματικού φίλου, κάθε ανθρώπου που δεν σκύβει το κεφάλι, αλλά έχει μάθει να κοιτάει πάντα και χαμηλά. Γιατί ξέρει πως μόνο έτσι μπορεί μετά να κοιτάξει ψηλά και μακριά, εκεί που μας οδηγούν τα βήματά μας.
Όλα αυτά τα στιχάκια, που τελικά είμαστε όλοι εμείς και όλοι όσοι κάνουμε το Εμείς θέλουμε να γίνουν το ποίημα της ζωής μας. Το ποίημα που θα περιμένει τη μελωδία η οποία θα το κάνει τραγούδι στα στόματα μυριάδων ανθρώπων. Ένα τραγούδι που το άκουσμά του θα αρκεί για να τους κάνει να δονούνται και να πάλλονται σαν ένα σώμα και σαν μία ψυχή – όπως συμβαίνει σε μια συναυλία, σε ένα γήπεδο, σε μια διαδήλωση ζωντανών. Που θα θέλει να σμίξει τον κόσμο, όχι να τον χωρίσει.
Όχι μόνο στην Ελλάδα φυσικά, αλλά και στην Παλαιστίνη, τον Λίβανο και την Υεμένη, που θα το τραγουδάνε με το όπλο στο χέρι. Στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου και του Έβρου, όπου θα τους θυμίζει πάλι το «Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός, κι εγώ λαός κι εσύ λαός». Στα αιματοβαμμένα μέτωπα της Ουκρανίας, που πεθαίνουν οι ανθοί πριν ανοίξουν. Στα τείχη του αίσχους, σε στεριές και θάλασσες, που έχουν γίνει νεκροταφεία ζωών και ονείρων. Και μαζί, στα σύγχρονα κάτεργα του χεριού και του μυαλού, που μας στύβουν για να συνεχίσει να γυρνά ο τροχός της δικής τους τύχης. Στις εντατικές και τους θαλάμους των νοσοκομείων, όπου ο στεναγμός είναι ο μοναδικός ήχος που επιτρέπεται. Στις αίθουσες των σχολειών και των πανεπιστημίων, που πασχίζουν να τα κάνουν φυτώρια λοβοτομημένων ανθρώπων. Στις παρέες που συχνά μοιάζουν αμήχανες, μην έχοντας τίποτα καινούριο ή τολμηρό να πουν.
Γιατί η απάντηση, ο ήχος της επανάστασης και του κομμουνισμού της εποχής μας, κρύβονται στον αέρα που φυσά και κυρίως αυτόν που φυσάει κόντρα. Είναι, όμως, μπλεγμένα με πολλά ακόμη. Και πριν προσπαθήσουμε να τα χωρίσουμε, πρέπει να μάθουμε να τα ξεχωρίζουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 28-29 Δεκεμβρίου