Παναγιώτης Ξοπλίδης
Η πτώση του Άσαντ και του κόμματος Μπάαθ είναι μια ιστορική στιγμή, όχι μόνο για τη Συρία, αλλά για όλη τη Μέση Ανατολή. Σηματοδοτεί το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, αυτής του ριζοσπαστικού αραβικού εθνικισμού, ο οποίος στην αρχική φάση του διαπνέονταν από σοσιαλιστικές και αντι-ιμπεριαλιστικές εξαγγελίες. Ήταν το πολιτικό ρεύμα που καθόρισε τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Από το 1990, όμως, έχασε κάθε δυναμική και ριζοσπαστισμό, με το καθεστώς Άσαντ να παραμένει ένα άδειο κέλυφος, ένας αναχρονισμός. Η κατάρρευση του, σαν έτοιμη από καιρό, αποτυπώνει την στρατηγική ήττα ενός ρεύματος που ενέπνευσε λαϊκές επαναστάσεις, ένοπλα αντάρτικα και καθεστώτα τα οποία εφάρμοσαν εκσυγχρονιστικές και προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Σε μια εποχή που, από την Αίγυπτο του Νάσερ και το νικηφόρο αντάρτικο της Αλγερίας ως την επικράτηση καθεστώτων όπως του Μπάαθ σε Ιράκ και Συρία, οι αραβικοί λαοί στρατεύτηκαν σε κινήματα και κόμματα με μαζικά και πληβειακά χαρακτηριστικά.
Ο εκφυλισμός αυτού του ρεύματος ξεκίνησε πολύ πριν το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αποδείχθηκε περισσότερο εθνικιστικό και λιγότερο σοσιαλιστικό, αναπτύσσοντας πολιτικές τάσεις που συγκρούστηκαν και στο εσωτερικό κάθε χώρας, αλλά και σε διακρατικούς πολέμους. Όπου έγινε κυβερνητικό καθεστώς εφάρμοσε μια μετριοπαθή μορφή σοσιαλδημοκρατίας, καταπνίγοντας ή ενσωματώνοντας την κομμουνιστική αριστερά, που βρέθηκε συνήθως στο πλάι του. Ο αντι-ιμπεριαλισμός του συνδέθηκε με την ΕΣΣΔ, όμως είχε πάντα μια αυτόνομη πορεία και συχνά λειτουργούσε ως διαπραγματευτικό χαρτί στο γεωπολιτικό πεδίο. Η καπιταλιστική οικονομία, είτε στις πιο καθυστερημένες χώρες είτε στις πιο ανεπτυγμένες, παρέμεινε ακλόνητη με τη δημιουργία αστικών ελίτ που στήριξαν τα καθεστώτα, αποκομίζοντας οφέλη από την αυταρχική καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων.
Η ταχύτητα της κατάρρευσης του Άσαντ αποτυπώνει όλες αυτές τις συνθήκες και τα αίτια. Είναι το τέλος μιας εποχής, παρωχημένης πλέον στη «νέα Μέση Ανατολή», η οποία χαράσσεται εκ νέου με αίμα.
Ο μπααθισμός υπήρξε η πιο ριζοσπαστική μορφή του σοσιαλιστικού παναραβισμού. Το κόμμα Μπάαθ (Αναγέννηση) μαζί με το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα συγκρότησαν ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο, έχοντας ως επίκεντρο την Συρία. Ο ιστορικός ηγέτης του ήταν ο Μισέλ Άφλακ, προερχόμενος από την χριστιανική κοινότητα της Δαμασκού. Ως φοιτητής στο Παρίσι τη δεκαετία του ’30, ήρθε σε επαφή με το γαλλικό κομμουνιστικό κίνημα αλλά απογοητεύτηκε από την στήριξη του ΚΚΓ και της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου προς την αποικιοκρατική Γαλλική Εντολή στη Συρία. Η στάση της ΕΣΣΔ υπέρ της ίδρυσης του Ισραήλ και η απροθυμία ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων να στηρίξουν ένοπλα απελευθερωτικά κινήματα (όπως το ΚΚΓ στην περίπτωση της Αλγερίας) ενδυνάμωσε το ρεύμα του μπααθισμού, που αγωνιζόταν για τη συνένωση των Αράβων σε ένα κράτος, εναντίον του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού.
Η επιρροή του Μπάαθ ήταν πιο ισχυρή στη Συρία και στο Ιράκ, αλλά συνδέθηκε και με τον νασερισμό στην Αίγυπτο, με την πρωτοβουλία της οποίας συγκροτήθηκε η εφήμερη Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (1958-1961), μια ένωση Συρίας-Αιγύπτου. Το «κράτος» αυτό είχε πήλινα πόδια και προκάλεσε εσωτερική σύγκρουση, με την συριακή ελίτ, η οποία δυσανασχετούσε, να αποχωρεί με στρατιωτικό κίνημα. Συνολικά εκδηλώθηκαν οι εσωτερικές αντιθέσεις με την ισχυροποίηση τάσεων που καλούσαν σε εθνική συγκρότηση. Το Μπάαθ κατέκτησε τελικά την εξουσία με στρατιωτικά πραξικοπήματα – στο πλαίσιο ευρύτερων επαναστατικών διεργασιών – το 1963, τόσο στη Συρία όσο και στο Ιράκ. Ήταν όμως ήδη σε πορεία εκφυλισμού, με την μετατροπή του σε εθνικιστικό κόμμα, με αντι-κομμουνιστικό χαρακτήρα μάλιστα. Οι δύο κλάδοι του διασπάστηκαν και σταδιακά το συριακό και το ιρακινό καθεστώς έγιναν άσπονδοι εχθροί. Και στις δύο χώρες εξαπολύθηκαν πογκρόμ σε βάρος των κομμουνιστών, με υπόγεια συνεργασία ακόμα και με την CIA.
Τα παλιά στηρίγματα μετατράπηκαν στην εύφλεκτη ύλη που πυροδότησε την έκρηξη του 2011
Η «χρυσή εποχή» του παναραβισμού έληξε με την πανωλεθρία του Πολέμου των Έξι Ημερών, το 1967. Η ήττα των αραβικών κρατών από το Ισραήλ έφερε την οριστική κατάρρευση της προοπτικής ενιαίου κράτους και τα καθεστώτα μπήκαν σε ένα κύκλο πραξικοπημάτων, χάνοντας σταδιακά κάθε σοσιαλιστική αναφορά. Στη Συρία την εξουσία πήρε ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, το 1971. Από τον ιστορικό μπααθισμό διατήρησε μια πολιτική κρατικοποίησης της οικονομίας και κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Προχώρησε σε εξηλεκτρισμό της επαρχίας, επιδότηση της κόστους της ενέργειας προς τους αγρότες και μείωση της φορολογίας – μέτρα που συνοδεύτηκαν με προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την υγεία. Η μπααθική Συρία ήταν το πλέον κοσμικό κράτος του αραβικού κόσμου, με ανεξιθρησκεία και δικαιώματα στις γυναίκες. Η ιδιαιτερότητα της συριακής κοσμικότητας ήταν η σύμφυσή της με την κοινότητα των Αλεβιτών, μιας σιιτικής κοινότητας με κοσμικά στοιχεία, από την οποία προέρχονταν ο Άσαντ.
Αυτή η πολιτική συνοδεύονταν με την ενίσχυση της ντόπιας αστικής τάξης που συγκροτήθηκε με πυρήνα την ευρεία οικογένεια Άσαντ και μια ελίτ της αλεβίτικης κοινότητας. Η αριστερή πτέρυγα του Μπάαθ εκδιώχθηκε και ο ιστορικός ηγέτης Άφλακ παραιτήθηκε, καθώς το καθεστώς Άσαντ μετατράπηκε σε ένα αστυνομικό κράτος, με στήριγμα μια στενή γραφειοκρατία η οποία λεηλατούσε τον πλούτο της χώρας. Ο Άσαντ συμμάχησε με την ΕΣΣΔ, διατηρώντας όμως πάντα μια αυτονομία ως διαπραγματευτικό χαρτί προς τη Δύση. Σε ζητήματα όπως ο εμφύλιος του Λιβάνου και ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ, ταυτίστηκε περισσότερο με τις επιδιώξεις των ΗΠΑ. Ολόπλευρη ήταν η στήριξη της αμερικανικής επέμβασης στο Ιράκ ενάντια στον Σαντάμ Χουσεΐν, παλιό συνοδοιπόρο στο παναραβικό Μπάαθ. Η σύγκρουση των δύο αντρών αποτύπωνε την οριστική μετάλλαξη του μπααθισμού σε ένα αντιδραστικό καθεστώς, με μοναδικό στόχο την παραμονή στην εξουσία, σε συμμαχία ακόμα και με τον διάβολο.
Η άνοδος του πολιτικού ισλαμισμού στη δεκαετία του ‘80 βρήκε εύφορο έδαφος στη Συρία μεταξύ της σουνιτικής κοινότητας. Έκφραση της δυσαρέσκειας ήταν η εξέγερση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην πόλη Χάμα, το 1982, η οποία πνίγηκε στο αίμα με χιλιάδες νεκρούς και ισοπέδωση ολόκληρων συνοικιών. Αυτή η σφαγή έκανε το καθεστώς ακόμα πιο αυταρχικό και μετά τον θάνατο του πατέρα Άσαντ το 2000, ο διάδοχος Μπασάρ αλ-Άσαντ βρέθηκε αποξενωμένος από τα φτωχότερα στρώματα και την επαρχία. Αρχικά, έκανε ένα ακόμα πιο γενναίο άνοιγμα στη Δύση και παρουσιάζονταν από τα διεθνή ΜΜΕ ως «μεταρρυθμιστής». Άνοιξε τον δρόμο στον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, με ανοίγματα στο ξένο κεφάλαιο και το ΔΝΤ. Η οικονομία ιδιωτικοποιήθηκε ευρέως, άνοιξε το χρηματιστήριο της Δαμασκού (κλειστό για 46 χρόνια), ενώ η φορολογία στα εισοδήματα των πλουσίων μειώθηκε από το 63% στο 15-27%. Παράλληλα, μειώθηκαν οι επιδοτήσεις στα τρόφιμα και η πολυάριθμη αγροτική τάξη καταστράφηκε σε μια περίοδο ξηρασίας. 800.000 αγρότες αναγκάστηκαν, να μετακινηθούν στα αστικά κέντρα στην περίοδο 2007-2010, ζώντας σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας.
Πρακτικά, όλα τα κοινωνικά στηρίγματα του παλιού Μπάαθ όχι μόνο είχαν χαθεί, αλλά τροφοδότησαν μια ευρεία δυσαρέσκεια, η οποία εκφράστηκε με την εξέγερση το 2011 – ενταγμένη στον κύκλο της αποκαλούμενης «Αραβικής Άνοιξης» που συγκλόνισε όλο τον αραβικό κόσμο, από την Τυνησία και την Αίγυπτο μέχρι την πετρομοναρχία του Μπαχρέιν. Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των εξεγέρσεων ήταν τα ίδια, με ενισχυμένο το ρόλο θρησκευτικών οργανώσεων και ευρεία λαϊκή στήριξη. Η αριστερά και δομές του εργατικού κινήματος προσπάθησαν να έχουν ρόλο, αλλά ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένες μετά από δεκαετίες καταστολής από τα καθεστώτα, πολλά εκ των οποίων ήταν απόγονοι του εκφυλισμένου παναραβισμού.
Σε αυτό το φόντο, στην Συρία η εξέγερση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο με εμπλοκή της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και των ΗΠΑ. Ο Άσαντ θα επιβιώσει μόνο χάρη στην παρέμβαση Ρωσίας, Ιράν και Χεζμπολά, αλλά η ένταξη στον «Άξονα της Αντίστασης» ήταν μια επιλογή σωτηρίας. Συνοδεύτηκε από την είσοδο μεγάλων ρωσικών και ιρανικών εταιρειών με συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα στην ενέργεια και αποικιακού τύπου παραχωρήσεις σε λιμάνια και ορυχεία. Ο μπααθισμός, ως κρατικός μηχανισμός χωρίς κοινωνική βάση, αποδείχθηκε τόσο αδύναμος ώστε να καταρρεύσει σε 13 μόλις μέρες, χωρίς μάχη.
Η στάση του Άσαντ και του Μπάαθ στον αγώνα των Παλαιστινίων
Η στάση του Μπάαθ ως παναραβικού κινήματος στο ζήτημα της Παλαιστίνης είχε καίριο ρόλο στην εξέλιξη και τις μεταμορφώσεις του. Μέχρι το 1967 ήταν στο επίκεντρο της ιδεολογίας του, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στο Ισραήλ. Μετά την στρατιωτική ήττα και την αναδίπλωση σε εθνικά στρατόπεδα, η κάθε χώρα βρέθηκε να διαπραγματεύεται αυτόνομα στο γεωπολιτικό πεδίο και οι ριζοσπαστικές μορφές που πήρε το ένοπλο παλαιστινιακό κίνημα δεν βρήκαν θερμή ανταπόκριση στα καθεστώτα. Ειδικά στη Συρία, η εθνικιστική συγκρότηση του Μπάαθ συνδέονταν και με την στάση του προς τον Λίβανο, που θεωρούνταν αποικιοκρατική κατασκευή ενάντια στη Μεγάλη Συρία.
Ο Χαφέζ αλ-Άσαντ, έχοντας έρθει στην εξουσία μετά από την εσωτερική συντριβή της αριστερής πτέρυγας του Μπάαθ και του κομμουνιστικού κόμματος, στάθηκε αμείλικτος εχθρός των παλαιστίνιων ανταρτών που είχαν καταφύγει στον Λίβανο. Η PLO και μαρξιστικές οργανώσεις είχαν συμμαχήσει με τμήματα της λιβανέζικης αριστεράς και τα φτωχότερα στρώματα στην ύπαιθρο και τα προάστια της Βηρυτού, όπου βρίσκονταν τα στρατόπεδα των προσφύγων. Ενώ ο εμφύλιος βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο συριακός στρατός εισέβαλε το 1976 στο Λίβανο, έχοντας βασικό στόχο τους Παλαιστίνιους μαχητές και τις αριστερές δυνάμεις. Ο Άσαντ δεν δίστασε να συμμαχήσει με τους ακροδεξιούς Φαλαγγίτες και την οικονομική ελίτ που εκπροσωπούσαν. Βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ παρά την αντι-ιμπεριαλιστική ρητορική και την στρατηγική συμμαχία με την ΕΣΣΔ.
Ο συριακός στρατός παρέμεινε στον Λίβανο μέχρι το 2006 και σε όλη την διάρκεια της παρουσίας του, δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια ενάντια στον ισραηλινό στρατό, ο οποίος εισέβαλε τακτικά στη χώρα, ενώ είχε καταλάβει και συριακό έδαφος στα Υψώματα του Γκολάν το 1967. Αντίθετα, τόσο ο πατέρας Άσαντ όσο και ο Μπασάρ βρίσκονταν σε μια συνεχή διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τις περιφερειακές δυνάμεις, Σαουδική Αραβία και Τουρκία. Ο μπααθισμός ξερίζωσε την ίδια την ιστορία του ως αντι-αποικοκρατικό, αντι-ιμπεριαλιστικό κίνημα.
Μετά τον εμφύλιο, η ένταξη της Συρίας στον «Άξονα της Αντίστασης» αποτέλεσε την εγγύηση για την επιβίωση του καθεστώτος. Πλέον, ο Άσαντ ήταν αυτός που είχε ανάγκη την στήριξη της Χεζμπολά για να επιβιώσει. Αντίθετα, η σουνιτική Χαμάς συμμάχησε με τους ισλαμιστές αντάρτες υπό την στέγη Τουρκίας και Κατάρ. Ο Άσαντ πρόσφερε τότε προστασία σε μαρξιστικές παλαιστινιακές οργανώσεις που δρούσαν σε στρατόπεδα προσφύγων εντός της Συρίας. Ήταν όμως αποδυναμωμένες πια, λειτουργούσαν ως συμμαχικές πολιτοφυλακές περισσότερο. Παρέμειναν πιστές μέχρι την τελευταία στιγμή, έχοντας όμως μείνει χωρίς δυνατότητες εξοπλισμού και χρηματοδότησης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 21-22 Δεκεμβρίου