Γιώτα Ιωαννίδου
Το Πολυτεχνείο συνεχίζει να αναπνέει παρά τα φτιασίδια των επίσημων λογυδρίων. Γιατί ποτέ δεν βολεύτηκε στο αγιολόγιο της επίσημης ιστορίας, ούτε στους ιερείς, ούτε στους προσκυνητές του. Όσοι το κουβαλούν στους ώμους τους γεννιούνται συνέχεια στις αντιθέσεις και στους αγώνες του σήμερα.
Η φετινή επέτειος του εξεγερτικού Νοέμβρη βαδίζει σε συλημένο κοινωνικό τοπίο, για τις έννοιες της ειρήνης, της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της αξιοβίωτης ζωής, από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Στον χώρο που ξετυλίχτηκε η κατάληψη τότε, που τον μάτωσε ο νόμος της χούντας των συνταγματαρχών, σήμερα κανοναρχεί ο νόμος των εταιρειών. Τα τανκς της αγοράς δεν είναι ανάγκη να ρίξουν την πύλη για να εισβάλλουν οι δυνάμεις καταστολής. Καλούνται δήθεν νομότυπα και συλλαμβάνουν όποιον εγείρει αντιρρήσεις, φοιτητή, ερευνητή ή εργαζόμενο, αυτούς δηλαδή που σε ένα προηγούμενο στάδιο της ζωής τους λιβάνιζαν ως «αρίστους»…
Όμως από πότε οι εξεγέρσεις θάμπωναν με το φως τους πλατείες ηλιόλουστες κι όχι τα πηκτά, κοινωνικά σκοτάδια; Γι αυτό το Πολυτεχνείο συνεχίζει να αναπνέει παρά τα φτιασίδια των επίσημων λογυδρίων. Γιατί ποτέ δεν βολεύτηκε στο αγιολόγιο της επίσημης ιστορίας, ούτε στους ιερείς, ούτε στους προσκυνητές του. Αυτοί και αυτές που το κουβάλησαν στους ώμους τους μέχρι τώρα δεν έρχονται μόνο ή κυρίως από εκείνα τα πέτρινα χρόνια. Γεννιούνται συνέχεια στις αντιθέσεις και στους αγώνες του σήμερα. Έχουν όμως ένα κοινό, διαχρονικό χαρακτηριστικό. Επιχειρούν να διεκδικήσουν το αναγκαίο παρά κι ενάντια σε όλα τα επίσημα ανακοινωθέντα, που θέλουν ο καπιταλισμός και οι ερπύστριες του να είναι το τέλος της ιστορίας. Ανεξάρτητα αν συνειδητοποιούν όλο τον δρόμο, αρνούνται ωστόσο να χάσουν τον ορίζοντα της κοινωνικής αλλαγής, που θα ξαναστήσει στα πόδια τους τις συλημένες έννοιες και τους καθημαγμένους ανθρώπους.
Αυτή είναι η αξία των επαναστατικών ρωγμών που άνοιξε η αριστερά στο άνυδρο αστικό τοπίο. Ότι και στα πιο δίσεκτα χρόνια, ποτέ δε σταμάτησε να μιλά και να πράττει για τους επαναστατικούς κατακλυσμούς που ομόρφαιναν τη ζωή των ανθρώπων. Μπορεί η στρατηγική της να την οδήγησε πολλές φορές σε ήττα, αλλά η αίσθηση της μάχης που κάνει ορατή τη δυνατότητα σαν στάμπα σημάδευε τη συνείδηση των αγωνιστών και αγωνιστριών της, της κοινωνίας ολόκληρης. Την υπεροχή και την επίδραση της στην εκτίμηση των ανθρώπων δεν την κατέχτησε με το «έχειν» της, σαν καλά ισολογισμένη εταιρεία. Κέρδη, ζημίες, βουλευτικές έδρες και αποζημιώσεις, συμμετοχή στους θεσμούς και αναγνώριση από τα ΜΜΕ. Αλλά από την κατάκτηση ενός «είναι» που πυρπολούσε τις καρδιές με τους στόχους της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της εργατικής χειραφέτησης για να παλέψουν για ψωμί και τριαντάφυλλα κόντρα σε κάθε ανελέητη εξουσία. Οι ιδέες δε ζουν μόνες τους, σε μαραγκιασμένες ψυχές. Όταν η επανάσταση με βάση τις υλικές συνθήκες πρέπει να συντελεστεί χωρίς αναβολή, ποιά πράξη θα γεννήσει επαναστάτες αν αρκεστούμε στο ελάχιστο χάριν της αυταπάτης του εφικτού;
Στον χώρο που ξετυλίχτηκε η κατάληψη τότε, που τον μάτωσε ο νόμος της χούντας σήμερα κανοναρχεί ο νόμος των εταιρειών
Σήμερα δεν είναι που περισσεύει η απόγνωση και η οργή στα πεδία των πολέμων τακτικών και καθημερινών. Δεν είναι που οι απηνείς ηγέτες του άδικου πλουτίζουν υπέρμετρα πάνω στην καλπάζουσα φτώχεια και ερήμωση ενώ την ίδια στιγμή παρασέρνουν στην κανιβαλιστική τους επέλαση, τους φτωχούς ως υπηκόους τους… Είναι που αναζητείται αντιπολίτευση ανατροπής και νέο σάλπισμα ελπίδας. Αντί γι αυτό η επίσημη, κυβερνητική δήθεν αριστερά δίπλα στην εκδοχή της ανημπόριας της προσθέτει και ένα κομμάτι μπόλικου ζόφου και παρακμής. Και χρησιμοποιεί την ιστορία των εξεγέρσεων για να σκεπάσει την ομοιότητα της με την αστική γραμμή και την υποκριτική ηθική της.
Το Πολυτεχνείο παραμένει όμως επικίνδυνο για την αστική εξουσία και γιατί ακριβώς έδειξε ανυπακοή στην κυριαρχία της γραμμής της, όταν η επίσημη Αριστερά της εποχής την εμπεριείχε στον σχεδιασμό της. Και έτσι ξαναγέννησε και την ίδια την Αριστερά αφήνοντας ανοικτό το ερώτημα της επαναστατικής ανατροπής. Πέρασαν χρόνοι και καιροί! Ήρθαν πάλι μουτζουρωμένες εποχές για τη ζωή των ανθρώπων… Το ερώτημα επείγει να απαντηθεί.
Η εξέγερση του Νοέμβρη, που μετά από 51 χρόνια κουνά τις σημαίες της από τις πιο βαθιές προσδοκίες των νέων ανθρώπων, συνηγορεί σε αυτή την ανάγκη. Όπως και ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς, που κίνησε αυτές τις ημέρες για το τελευταίο του ταξίδι. Έγραφε: «Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει μέρα με τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο… Επειδή πότε είσαι άνθρωπος και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας ψωμάκια μικρά της αποδημίας και ελπίζουνε τα παιδιά μας σε καλύτερες μέρες…»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (16.11.24)