Ανακοίνωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση
▸ Η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ αποτυπώνει την ανάγκη του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, στη νέα εφιαλτική περίοδο του, να επιβάλει μια ακόμη πιο αντιδραστική ριζοσπαστικοποίηση στην οικονομία, την εργασία, ακόμα κι ενάντια σε κεκτημένα του διαφωτισμού και της (αστικής) δημοκρατίας. Ο Τραμπ δεν είναι αναβίωση ενός φασιστικού παρελθόντος, αλλά εκφραστής της ακραίας επιθετικότητας της αστικής πολιτικής ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς στο σήμερα, στο έδαφος της αδυναμίας του συστήματος να ξεπεράσει αποτελεσματικά τη μεγάλη κρίση του 2008 και με τα νέα σύννεφα μιας νέας ύφεσης να συγκεντρώνονται απειλητικά στον ορίζοντα.
Προκάλεσε έκπληξη όχι η νίκη, αλλά το μέγεθος αυτής και τα ποιοτικά στοιχεία της. Ο Τραμπ συγκέντρωσε 75,5 εκατομμύρια ψήφους έναντι 72,4 εκατομμυρίων της Κάμαλα Χάρις, κέρδισε άνετα όλες τις διαφιλονικούμενες Πολιτείες, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εξασφαλίζει τον έλεγχο και των δύο Βουλών. Πρόκειται όμως κυρίως για ήττα των Δημοκρατικών, καθώς η Χάρις έχασε 9 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με τον Τζο Μπάιντεν το 2020. Η άλλοτε κραταιά υπεροχή του Δημοκρατικού κόμματος στις κοινότητες των Λατίνων και των Αφροαμερικανών μειώθηκε σημαντικά καθώς ο Τραμπ τους απευθύνθηκε όχι ως μέλη “μειονοτήτων” αλλά ως εργαζόμενους και εργοδότες, καταναλωτές και παραγωγούς. Οι Δημοκρατικοί πανηγύριζαν για βελτίωση οικονομικών στατιστικών, ενώ ο Τραμπ βάσισε όλη την εκστρατεία του στην δραματική επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού με χαμηλό εισόδημα, στην καθοδική τάση των συνθηκών διαβίωσης, την απουσία προοπτικής βελτίωσης της καθημερινής ζωής των Αμερικανών εργαζομένων και της νεολαίας. Αυτή η κατάσταση εμφανίζεται στο πλαίσιο της υποχώρησης της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στον πλανήτη, η οποία μεταφράζεται στο εσωτερικό σε αποβιομηχάνιση, μετεγκατάσταση εργοστασίων και μείωση της εγχώριας απασχόλησης.
Ο Τραμπ πρόβαλε ως απάντηση τον προστατευτισμό (που προϋποθέτει ισχυρό κράτος) και μια σιδερόφραχτη ασπίδα απέναντι στους “λαθρομετανάστες” και την εγκληματικότητα. Η πολιτική του ατζέντα επιβλήθηκε πλήρως καθώς η Χάρις δεν είχε καμιά εναλλακτική να προσφέρει σε αυτά τα ζητήματα, υιοθετώντας πλήρως προτάσεις για δασμούς, διεθνές εμπόριο και έλεγχο της μετανάστευσης. Η προεκλογική της εκστρατεία ήταν ακόμα πιο δεξιά και από την καμπάνια του Μπάιντεν το 2020, όταν οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να ενσωματώσουν τα ισχυρά κινήματα που είχαν αναπτυχθεί στην πρώτη προεδρεία Τραμπ. Το παραδοσιακό νεοφιλελεύθερο κατεστημένο στήριξε την Χάρις, όπως και “μετριοπαθείς” Ρεπουμπλικανοί, βουτηγμένοι στο αίμα λαών. Οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται τώρα ως το βασικό “κόμμα του πολέμου” και ηττήθηκαν, όπως έγινε και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποδεικνύεται εξαιρετικά αντιδημοφιλής στις εργατικές τάξεις καθώς ταυτίζεται με ενεργειακή κρίση, άνοδο τιμών, περικοπές για να χρηματοδοτηθούν εξοπλισμοί. Η υπόσχεση του Τραμπ ότι “θα τελειώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία σε 24 ώρες” και γενικότερα η εμφάνιση του ως προέδρου που θα μειώσει την ανάμιξη των ΗΠΑ σε πολέμους, τον ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο. Η διατήρηση της ένοπλης αμερικανικής ηγεμονίας με πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα είναι εξαιρετικά δαπανηρή ενώ ο βασικός αντίπαλος, η Κίνα, επεκτείνει την ισχύ της χωρίς αυτή τη στιγμή να αναλώνεται σε πολεμικές συγκρούσεις.
Ο «ειρηνισμός» του Τραμπ είναι προφανώς μια απάτη. Ακόμα και μια μείωση της επιθετικής πολιτικής κατά της Ρωσίας θα είναι μια τακτική κίνηση, μια εκεχειρία που η διατήρηση της είναι μακροπρόθεσμα αδύνατη στα διασταυρούμενα στρατηγικά συμφέροντα των καπιταλιστικών δυνάμεων. Ο βασικός στόχος άλλωστε είναι η Κίνα και ο Τραμπ υπερθεματίζει την όξυνση του εμπορικού πολέμου που ο ίδιος ξεκίνησε στην πρώτη θητεία του. Οι εμπορικοί πόλεμοι δύσκολα παραμένουν μόνο σε αυτό το πεδίο. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός δεν μπορεί να επιλυθεί με οικονομικά μέσα, αλλά πρέπει όλο και περισσότερο να καταφεύγει σε στρατιωτικά μέσα.
Ο προστατευτισμός του Τραμπ, εκφρασμένος μέσα από την επιβολή δασμών σε εισαγωγές από την Κίνα, την Ευρώπη και άλλες χώρες, αν τελικά εφαρμοστεί θα οξύνει περισσότερο την εκμετάλλευση των εργατικών τάξεων διεθνώς, καθώς είναι αυτές που θα κληθούν να «πληρώνουν» τους δασμούς του Τραμπ για να μπορεί να συνεχίζει το Ευρωπαϊκό, Κινέζικο και διεθνές κεφάλαιο να κερδοφορεί, ενώ παράλληλα θα οξύνουν περαιτέρω τον διεθνή ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο, οι υποσχέσεις για μείωση φόρων και αύξηση των δασμών θα μπορούσαν να επιδεινώσουν μια ήδη κακή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Το χρέος υπερβαίνει το ΑΕΠ, ενισχύεται η εγκατάλειψη του δολαρίου από διεθνείς πιστωτές, ενώ ο εμπορικός πόλεμος δεν ανέτρεψε το δυσμενές για τις ΗΠΑ εμπορικό ισοζύγιο. Ο Τραμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει εκρηκτικές αντιφάσεις, οι οποίες δεν είναι πολιτικές “επιλογές” αλλά ενδογενείς αδυναμίες του αμερικανικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό και ο “αιρετικός” Τραμπ, μεγιστάνας ο ίδιος, έχει πλέον την στήριξη κορυφαίων εκπροσώπων της ολιγαρχίας των ΗΠΑ και μάλιστα αυτών που προέρχονται από τα πιο επιθετικά τμήματα της, όπως ο Έλον Μασκ και ο Τζεφ Μπέζος, με τον πρώτο να αναλαμβάνει και πολιτικό ρόλο.
Η αδιαμεσολάβητη εμπλοκή του κεφαλαίου στην πολιτική αναδεικνύει την περαιτέρω αντιδραστικοποίηση της αστικής δημοκρατίας. Η καπιταλιστική κρίση υπονόμευσε τα θεμέλια της όχι μόνο στις καθυστερημένες οικονομικά χώρες ή τις περιφερειακές, αλλά και στις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με την ακροδεξιά να γίνεται το εργαλείο επιβολής μιας πολιτικής ατζέντας που συνθλίβει τους λαούς. Στις ΗΠΑ αυτή η στροφή έχει προφανώς τον Τραμπ ως κύριο εκφραστή με περιορισμό των ελευθεριών και ενίσχυση της καταστολής. Στα πρώτα μέτρα που προωθεί ο Τραμπ περιλαμβάνεται η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων και η προώθηση εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης για να τερματιστεί αυτό που ο Τραμπ αποκαλεί «κατήχηση» στα σχολεία, δηλαδή η διδασκαλία ακόμα και βασικών κεκτημένων του διαφωτισμού. Εμπροσθοφυλακή του είναι ρατσιστικές ακροδεξιές ομάδες, αυτές που πρωταγωνίστησαν στην εισβολή στο Καπιτώλιο το 2021 και πλέον μετατρέπονται σε πυρήνες στήριξης ενός αστυνομικού κράτους που μεταφέρει τον μιλιταρισμό εντός των συνόρων (για την “προστασία” αυτών) και καλλιεργεί ιδεολογικά την πειθαρχία των φτωχών έναντι των ισχυρών. Ο ρατσιστής Τραμπ κέρδισε τις ψήφους των Λατίνων παρά την περιβόητη δήλωση για το Πουέρτο Ρίκο ως νησί σκουπιδιών, πείθοντας ότι οι “λαθρομετανάστες” θα κλέψουν τις θέσεις εργασίας τους.
Η ολοκληρωτική κατάρρευση του “αμερικάνικου ονείρου” οδηγεί στον κοινωνικό κανιβαλισμό καθώς οι Δημοκρατικοί αδυνατούν να λειτουργήσουν ως βαλβίδα εκτόνωσης εκβιάζοντας στο όνομα του “μεγαλύτερου κακού”. Θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τις εκλογές σχεδόν αποκλειστικά με βάση το δικαίωμα των γυναικών στις αμβλώσεις, αψηφώντας ζητήματα όπως η ακρίβεια και η εργασιακή ανασφάλεια που πλήττουν ιδιαίτερα τις γυναίκες. Έρευνες έδειξαν ότι τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού των ΗΠΑ στηρίζει τη νομιμότητας των αμβλώσεων, αλλά μόνο το 10-15% την τοποθετεί ως βασικό κριτήριο ψήφου στις εκλογές. Οι Δημοκρατικοί, όπως και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατικά και μεγάλο τμήμα της αριστεράς, θεωρούν τα κοινωνικά δικαιώματα ως εξατομικευμένες παραχωρήσεις σε ανθρώπους εκτός της συνολικής οικονομικής, κοινωνικής και πάνω απ’ όλα ταξικής πραγματικότητας. Η Χάρις ταυτίστηκε με τη σημερινή οικονομική, κοινωνική δυστοπία που βιώνουν από κοινού γυναίκες, αφροαμερικανοί, λατίνοι των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Ο λόγος του Τραμπ, αν και ρατσιστικός, μισογυνικός, ανορθολογικός ήταν πολύ πιο συνεκτικός καταφέροντας να ταυτίσει τον “αντιρατσισμό” και “αντιφασισμό” της Χάρις με την υπεράσπιση του κατεστημένου, της πολιτικής σήψης και υποκρισίας. Μια υποκρισία που περισσεύει και στο ζήτημα της Παλαιστίνης και στοίχισε όχι μόνο τις ψήφους της αραβικής κοινότητας αλλά τις συνειδήσεις μεγάλης μερίδας νέων και αριστερών ψηφοφόρων σε όλη την χώρα. Στα αμερικάνικα πανεπιστήμια τους προηγούμενους μήνες εμφανίστηκε ένας πολύ προωθημένος αγωνιστικός ριζοσπαστισμός γύρω από το ζήτημα της εμπλοκής με τον πόλεμο και το Ισραήλ, που πολιτικά όμως δεν βρήκε έκφραση.
Η νίκη του Τραμπ δίνει αέρα στα πανιά της “Διεθνούς της ακροδεξιάς” σε όλο τον πλανήτη. Η ενίσχυση αυτού του ρεύματος καταδεικνύει τις τραγικές συνέπειες που έχει για τις κοινωνίες η απουσία εδώ και δεκαετίες εργατικής πολιτικής και αριστεράς που θα μπορεί να δώσει ξανά ένα όραμα κοινωνικής απελευθέρωσης. Στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ένα νέος μαχητικός ριζοσπαστισμός, ο οποίος διοχετεύεται κυρίως στις τάξεις ων Δημοκρατών Σοσιαλιστών (DSA). Δίνονταν μέχρι τώρα προίκα στους Δημοκρατικούς, με τον Μπέρνι Σάντερς να μετατρέπεται σε απολογητή της αντιλαϊκής πολιτικής στο εσωτερικό και της φιλοπόλεμης διεθνώς.
Είναι σημαντικό ότι μια σειρά αντικαπιταλιστικές δυνάμεις επέλεξαν προεκλογικά να επιτεθούν στη λογική του “μικρότερου κακού” και να προτάξουν την ανάγκη οικοδόμησης πραγματικής εργατικής, σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής εναλλακτικής, μακριά από το δίπολο Republicans-Democrats. Η εκλογική τους επιρροή, αν και ακόμα μικρή, βρίσκεται σε ανοδική πορεία.
Όταν ο Τραμπ καλλιεργεί αντικομμουνιστική ρητορική σε μια χώρα που ο κομμουνισμός βρίσκεται σχεδόν σε πολιτική ανυπαρξία, είναι φανερό ότι στην εποχή των πολέμων και της αντεπανάστασης η κομμουνιστική πρόταση είναι αναγκαία σε κάθε χώρα ώστε μια νέα εποχή επαναστάσεων να ανατρέψει τον σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης.