Παναγιώτης Ξοπλίδης
Το καθεστώς Μαδούρο εκφράζει, πλέον, τα συμφέροντα ενός νέου στρώματος γραφειοκρατίας, των αποκαλούμενων Boligarchs (Μπολιβαριανοί ολιγάρχες), που συγκροτείται από στελέχη του στρατού, του κρατικού μηχανισμού και τμημάτων της παλιάς αστικής τάξης.
Οι πρόσφατες προεδρικές εκλογές στη Βενεζουέλα επιδείνωσαν τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται η χώρα εδώ και χρόνια. ΗΠΑ και ΕΕ αναγνώρισαν ως νικητή τον ηγέτη της δεξιάς αντιπολίτευσης, Εντμούντο Γκονζάλες, ενώ Κίνα και Ρωσία χαιρέτισαν ως νικητή τον Νίκολας Μαδούρο. Οι διαδηλώσεις που οργάνωσε η αντιπολίτευση τις πρώτες εβδομάδες έχουν χάσει τη δυναμική τους και ο Γκονζάλες ζήτησε και πήρε πολιτικό άσυλο στην Ισπανία για να αποφύγει ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Μάλιστα, δεν φαίνεται ότι επιθυμεί να συνεχίσει από την Μαδρίτη την προσπάθεια για ανατροπή του Μαδούρο. Άλλωστε, η υποψηφιότητά του ήταν περισσότερο «βιτρίνα» της αντιπολίτευσης, καθώς η πραγματική ηγέτης, Μαρία Κορίνα Ματσάδο, είχε αποκλειστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων για αντεθνική στάση. Η Ματσάδο από το 2019 έχει πράγματι ζητήσει από τις ΗΠΑ να επέμβουν στρατιωτικά στη Βενεζουέλα και σήμερα δηλώνει ότι θα παραμείνει για να συνεχίσει την αντίσταση. Ωστόσο, η φυγή του Γκονζάλες στερεί από την αντιπολίτευση και τους προστάτες της κάθε ελπίδα ανατροπής με «νόμιμο» τρόπο, καθώς η Ματσάδο, ως μη υποψήφια, δεν διαθέτει καμία νομιμοποίηση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ιμπεριαλισμός παρεμβαίνει στην Βενεζουέλα. Η παρούσα κρίση, όμως, είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της «Συμφωνίας των Μπαρμπάντος», το 2023, όταν υπό την πίεση της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Μαδούρο αποδέχθηκε την επιστροφή αμερικανικών πετρελαϊκών μονοπωλίων στη Βενεζουέλα και οι ΗΠΑ περιόρισαν τις κυρώσεις που είχαν επιβάλει. Αν και η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε πλήρως, η κρατική εταιρεία (PDVSA) παράγει σήμερα μόλις το 47% του πετρελαίου της Βενεζουέλας και οι δυτικοί γίγαντες (Chevron, Repsol, ENI) το υπόλοιπο 53%, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του εξάγεται στις ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Μαδούρο προσπαθεί να διαπραγματευθεί με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για μια νέα μορφή συνύπαρξης, καθώς η δεξιά αντιπολίτευση δεν δείχνει ικανή να κινητοποιήσει μεγάλες λαϊκές μάζες. Ενώ όμως δείχνει πλέον να ελέγχει την κατάσταση, ο μεγαλύτερος εχθρός του τσαβισμού είναι εσωτερικός. Ποτέ δεν αμφισβήτησε τα θεμέλια του συστήματος, την ιδιοκτησία και τις παραγωγικές σχέσεις και η οικονομία της χώρας παρέμεινε καπιταλιστική. Η εμπλοκή των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ήταν καίρια όταν κινδύνευσε το εγχείρημα, αλλά η συμμετοχή τους στον έλεγχο και την διαχείριση της μπολιβαριανής διαδικασίας στάθηκε αδύναμη. Αντίθετα, δημιουργήθηκε μια νέα γραφειοκρατία, οι Boligarchs (Μπολιβαριανοί ολιγάρχες), ένα κοινωνικό στρώμα από στελέχη του στρατού, του κρατικού μηχανισμού και τμημάτων της παλιάς αστικής τάξης, που τελικά έκριναν ότι είναι καλύτερο για τα συμφέροντα τους να συνεργαστούν με τον Μαδούρο. Το καθεστώς του, λοιπόν, εκφράζει πλέον τα συμφέροντά τους, με την εργατική τάξη να μένει σε μεγάλο βαθμό αμέτοχη.
Αναγκαία η υπεράσπιση του λαού της Βενεζουέλας από τις επεμβάσεις ιμπεριαλιστών-κεφαλαίου
Στη Βενεζουέλα δεν υπήρξε ποτέ εφαρμογή ενός «κομμουνιστικού μοντέλου», όπως φωνασκούν ακροδεξιοί και νεοφιλελεύθεροι. Υπήρξε μια ιδιότυπη μορφή σοσιαλδημοκρατίας με σημαντικές λαϊκές κατακτήσεις, οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της σκληρής ταξικής πάλης – από την εξέγερση του Caracazo το 2019 ως την ανατροπή της απόπειρας πραξικοπήματος το 2002 από εκατομμύρια λαού στους δρόμους. Η ταξική σύγκρουση ήταν ο κινητήριος μοχλός των επιτευγμάτων που πέτυχε ο τσαβισμός στην πρώτη περίοδό του. Στην εξέλιξη του έχασε σταδιακά τα ριζοσπαστικά του χαρακτηριστικά και μετατράπηκε σε ένα απονεκρωμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό που μεταφέρθηκε και στο εργατικό κίνημα, καταστέλλοντας ταξικούς αγώνες. Τα τελευταία χρόνια, ο κρατικός μηχανισμός έχει στραφεί ενάντια σε κάθε αριστερή φωνή με στοχευμένη προσπάθεια να διαλυθεί το ΚΚ Βενεζουέλας και κάθε αριστερή οργάνωση που ασκεί κριτική. Τα κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα πρακτικά έχουν τεθεί εκτός νόμου, δικαστικές αποφάσεις διασπούν και διαλύουν οργανώσεις, ενώ καταγγέλλονται απολύσεις εργαζομένων από κρατικές εταιρίες επειδή ήταν υποψήφιοι σε τέτοιου είδους κόμματα ή προσπάθησαν να οργανώσουν αγώνες.
Τα ζόμπι του σύγχρονου καπιταλισμού και της Ακροδεξιάς χρησιμοποιούν την κρίση της Βενεζουέλας ως βασικό επιχείρημα για να μιλήσουν ξανά για «οριστική αποτυχία του σοσιαλισμού». Η κομμουνιστική, επαναστατική Αριστερά οφείλει να υπερασπίζεται τον λαό της Βενεζουέλας από τις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, το παράδειγμα της Βενεζουέλας αναδεικνύει με τον πιο έντονο τρόπο ότι είναι πιο αναγκαίο από ποτέ η εργατική τάξη να διεκδικήσει κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, όσων δεν τόλμησε ποτέ να θίξει ο τσαβισμός, ειδικά υπό τον Μαδούρο.