Γιώργος Μουρμούρης
Επιτακτική ανάγκη αποτελούν στην Αττική τα μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας. Υπό τον αυξημένο κίνδυνο ένα ισχυρό καιρικό φαινόμενο να προκαλέσει σοβαρές υλικές ζημιές και ανθρώπινες απώλειες, έχει αρχίσει και το blame game μεταξύ των υπευθύνων.
«Ανοχύρωτη πόλη» έναντι του κινδύνου πλημμύρας αποτελεί για άλλη μια χρονιά η Αθήνα και ευρύτερα η περιοχή της Αττικής, όπως ομολόγησε την Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου ο περιφερειάρχης Αττικής Νίκος Χαρδαλιάς. «Εάν με ρωτάτε αν η Αττική είναι θωρακισμένη, η απάντησή μου είναι όχι», ανέφερε απαντώντας σε δημοσιογραφική ερώτηση, αφήνοντας αιχμές κατά της κυβέρνησης για ελλιπή χρηματοδότηση και για γραφειοκρατικό χάος όσον αφορά τη διαχείριση των ρεμάτων.
Το προκαταβολικό παιχνίδι επίρριψης ευθυνών (blame game) για τις πιθανές καταστροφές στην περίπτωση μιας έντονης νεροποντής, του οποίου την έναρξη σηματοδότησαν οι δηλώσεις Χαρδαλιά, αποτελεί κακό οιωνό για την επερχόμενη χειμερινή σεζόν: Δείχνει ότι τμήματα τουλάχιστον του κρατικού μηχανισμού θεωρούν πολύ πιθανό το ενδεχόμενο ένα ισχυρό καιρικό φαινόμενο να προκαλέσει σοβαρές υλικές ζημιές, ακόμα και να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Δεν αποτελεί άλλωστε μυστικό: Ήδη από το 2018 το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας για το υδατικό διαμέρισμα της Αττικής εκτιμούσε ότι ακόμα και σε ένα ισχυρό μεν αλλά όχι μη αναμενόμενο καιρικό φαινόμενο, με περίοδο επαναφοράς τα 50 έτη, πολλές περιοχές του Λεκανοπεδίου θα πλημμύριζαν. Συγκεκριμένα, βάσει του Σχεδίου, στο ηπιότερο σενάριο σημαντικά προβλήματα θα καταγράφονταν στο ρέμα της Εσχατιάς βορείως της Αττικής Οδού, με την πλημμύρα να διαχέεται ανατολικά του ρέματος. Νοτιότερα, υπερχειλίσεις θα επηρέαζαν την περιοχή των Αγίων Αναργύρων και εν μέρει το Περιστέρι, ενώ στο βόρειο τμήμα του Κηφισού τοπικές υπερχειλίσεις θα καταγράφονταν στο τμήμα από Μεταμόρφωση έως Αγίους Αναργύρους. Στο νότιο τμήμα του ποταμού σημαντικές υπερχειλίσεις θα καταγράφονταν σε περίπτωση ισχυρότερων φαινομένων με περίοδο επαναφοράς τα 100 και τα 1.000 χρόνια. Σε μια τέτοια περίπτωση, στις κατακλυζόμενες επιφάνειες θα περιλαμβάνονταν το σύνολο των περιοχών πέριξ του Κηφισού, από τον Άγιο Διονύσιο στον Πειραιά και μέχρι τον Ταύρο και τις Τζιτζιφιές στα ανατολικά.
Έλλειψη υποδομών, πυρκαγιές και κλιματική κρίση θέτουν «στο κόκκινο» την Αττική
Τα τελευταία χρόνια τους κινδύνους έχει ενισχύσει θεαματικά η ανυπολόγιστη καταστροφή των περιαστικών δασών από τις μεγα-πυρκαγιές που μέσα σε μια οκταετία μετέτρεψαν σε στάχτη 450.000 στρέμματα, ήτοι το 37% των δασών της Αττικής. Η έλλειψη βλάστησης προκαλεί κινδύνους διάβρωσης του εδάφους των βουνών, αφού δεν υπάρχει τρόπος να συγκρατηθεί το χώμα και να μη παρασυρθεί από τα όμβρια ύδατα, που κατεβαίνουν πια ορμητικά από τις πλαγιές. Η ανάμειξη του βρόχινου νερού με λάσπες, πέτρες, ξύλα και άλλα φερτά υλικά δημιουργεί ένα ογκώδες κινούμενο σώμα που απειλεί να περιορίσει ή και να φράξει τις διόδους ποταμών, καναλιών και ρεμάτων και να προξενήσει μεγάλες καταστροφές στο πέρασμά του.
Εντός του Λεκανοπεδίου άλλωστε όσα ρέματα γλίτωσαν από το κύμα τσιμεντοποίησης που σάρωσε την αττική γη τα τελευταία 70 χρόνια βρίσκονται συχνά σε άθλια κατάσταση, γεμάτα αυθαίρετες κατασκευές, μπάζα και σκουπίδια, αδυνατώντας να επιτελέσουν τον ρόλο τους. Αντί όμως να καθαριστούν, να προστατευθούν και να δοθεί στη φύση ο χρόνος και ο χώρος να ανακάμψει, τα εναπομείναντα ρέματα αντιμετωπίζονται κατά κανόνα ως μια εν δυνάμει απειλή που μπορεί να αποσοβηθεί μόνο με τη διευθέτηση της κοίτης τους ή και τον εγκιβωτισμό τους, με ανυπολόγιστο κόστος τόσο για το περιβάλλον και τον αστικό χώρο όσο και για τα ίδια τα πλημμυρικά φαινόμενα, αφού η τσιμεντοποίηση αυξάνει την ορμή και την ταχύτητα των υδάτων.
Και στο κέντρο της πόλης, όμως, αν και η συζήτηση για την αντιπλημμυρική θωράκιση εξαντλείται στη συχνά απαράδεκτη κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι σχάρες των φρεατίων, σχεδόν ποτέ δεν γίνεται λόγος για την κατάσταση των ίδιων των δικτύων ομβρίων υδάτων τα οποία φέρονται να μην έχουν καθαριστεί εδώ και δεκαετίες. Ο ίδιος ο σχεδιασμός των δικτύων αυτών άλλωστε είχε γίνει με άλλες προδιαγραφές ως προς την αστικοποίηση του Λεκανοπεδίου, αλλά και χωρίς να συνυπολογίζεται ο παράγοντας της κλιματικής κρίσης.
Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι οι εκπρόσωποι του τοπικού και κεντρικού κράτους έχουν πολλούς λόγους να ανησυχούν. Ζητούμενο για τους κατοίκους του Λεκανοπεδίου αποτελεί να μετατρέψουν την αγωνία σε μαχητική διεκδίκηση για άμεσα μέτρα αντιπλημμυρικής προστασίας, με σεβασμό στους ελάχιστους φυσικούς πόρους που έχουν παραμείνει ανέγγιχτοι στην πολύπαθη Αττική.