Χρίστος Κρανάκης
Να «ανοίξει η συζήτηση στον προοδευτικό χώρο σε αναγκαία προτάγματα» και να συγκροτηθεί ένα «πολιτικό υποκείμενο αλλαγής» πρότεινε ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ημερίδας που διοργάνωσε το Ινστιτούτο του, την Τρίτη, με θέμα την ακρίβεια.
Βέβαια δεν χρειαζόταν καν να τοποθετηθεί πάνω στο ζήτημα αυτό καθώς η σύνθεση του πάνελ που επέλεξε μιλάει από μόνης της:
Λούκα Κατσέλη: πάλαι ποτέ υπουργός του ΠΑΣΟΚ, προερχόμενη από την παραδοσιακή παπανδρεϊκή πτέρυγα.
Γιώργος Χουλιαράκης: αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Τσίπρα και αγαπημένο παιδί της τρόικας στις τότε διαπραγματεύσεις.
Γιάννης Δραγασάκης: αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας επί ΣΥΡΙΖΑ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Ζολώτα, ιδεολογικός καθοδηγητής του Τσίπρα και βασικός αρχιτέκτονας της γραμμής της «βίαιης ωρίμανσης» και της πλήρους αστικής ενσωμάτωσης του ρεύματος.
Νίκος Χριστοδουλάκης: πρώην υφυπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ, αρμόδιος για τη σφιχτή οικονομική πολιτική για την απομείωση του χρέους την περίοδο 1996-2000 και στη συνέχεια υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών.
Το πολιτικό ποτ-πουρί που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας δεν προξενεί πλέον απορίες. Ήδη πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ως πρόεδρος τότε του ΣΥΡΙΖΑ είχε επιδοθεί σε λογικές που ιεραρχούσαν την ώσμωση και τη συνεργασία του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου, προσφέροντας «συγχωροχάρτι» στο ΠΑΣΟΚ. Όπως φαίνεται, σήμερα επιμένει σκληρά σε αυτή τη γραμμή, αναζητώντας «συγχωροχάρτι» και για τον εαυτό του.
Στην ομιλία του τόνισε πως η όποια διαδικασία συσπείρωσης ευρύτερων κεντρώων δυνάμεων πρέπει να πατήσει πάνω στις αντίστοιχες κοινωνικές διεργασίες. Όπως είπε, «κανένα σχέδιο μεταρρυθμίσεων και ρήξεων δεν θα υλοποιηθεί αν πρώτα δεν εκφράσει και κινητοποιήσει τη πλειοψηφία της κοινωνίας», παρουσιάζοντας το παράδειγμα του Νέου Λαϊκού Μετώπου (στη συζήτηση παρενέβη η υποψήφια πρωθυπουργός του NFP).
Ρίχνει δίχτυα στις όχθες της μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας αφήνοντας πίσω την Αριστερά
Βέβαια, ως στρατηγικό στόχο του «πολιτικού υποκειμένου αλλαγής» – που κατά τα άλλα θα υπηρετήσει την κοινωνία – έθεσε «τον τερματισμό της διαρκούς πορείας απόκλισης της Ελλάδας από τον σκληρό πυρήνα των χωρών της ΕΕ, σε όλα τα επίπεδα: οικονομία, εισόδημα, κράτος δικαίου, κοινωνικό κράτος και δημόσιες υποδομές». Όπως χαρακτηριστικά είπε, ο κίνδυνος που καλείται να αποσοβήσει ο πολυσυλλεκτικός κεντρώος χώρος είναι να μην εμπεδωθεί στη συνείδηση των Ελλήνων πως «παρά τις σκληρές θυσίες τους […] η Ελλάδα προσομοιάζει με βαλκανική χώρα». Πολεμοφόδια στην κατεύθυνση αυτή, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, είναι οι δημόσιες αλλά κυρίως οι ιδιωτικές επενδύσεις με όρους «συμπερίληψης των λαϊκών στρωμάτων».
Το βασικό πρόβλημα με την παραπάνω στοχοθεσία είναι ότι συνειδητά υποτάσσει τις πραγματικές ανάγκες της λαϊκής πλειονότητας στις προτεραιότητες της επιχειρηματικής ανάπτυξης και των επενδύσεων. Υπό την έννοια αυτή, η περίτεχνη σε επίπεδο λόγου ομιλία Τσίπρα, δεν αποτελεί παρά μια εξωραϊσμένη ανάλυση της περιόδου και των επιμέρους κοινωνικών αντιθέσεων εντός της.
Επί της ουσίας, δηλαδή, βρίσκεται μακριά από τα όσα πρέπει και μπορεί να διεκδικήσει η εργατική τάξη με βάση τις εξελίξεις της σύγχρονης ζωής. Όσον αφορά την κυρίαρχη αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας, την υπερκερδοφορία του κεφαλαίου και των άκρως δυσανάλογων αυξήσεων στους μισθούς, εν μέσω μάλιστα καθεστώτος πληθωρισμού και ακρίβειας, το… βαθυστόχαστο σχέδιο Τσίπρα δεν αναφέρει πουθενά το εξής απλό: για να πετύχει αυξήσεις στους μισθούς και μειώσεις των τιμών ο λαός, πρέπει να χάσει το κεφάλαιο!