Χρίστος Κρανάκης
Μπάμπης Συριόπουλος
Η σημερινή κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα αρχηγικό, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές διαδικασίες και δημοκρατία, με μέλη μιας χρήσης, ήρθε σαν αποτέλεσμα της μετατροπής του από ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς με έντονη παρουσία στο κίνημα, σε σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα αστικής επίθεσης. Η πορεία του αυτή δεν ήταν αδιατάρακτη ωστόσο η -δεδομένη εξαρχής- υποταγή του στην ΕΕ και ο κυβερνητισμός έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Τα κόμματα-καρτέλ και το πολιτικό τους περιεχόμενο
Όποια κατάληξη κι αν έχουν τελικά οι εξελίξεις στο ΣΥΡΙΖΑ, η μετατροπή του σε αυτό που αποκαλείται «κόμμα-καρτέλ» είναι ανεπίστρεπτη. Ένα τέτοιο κόμμα σύμφωνα με τον Σεραφείμ Σεφεριάδη (Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά, εκδ. Τόπος) λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα σε ειδικά συμφέροντα και το κράτος, προσπορίζεται από το τελευταίο εξυπηρετήσεις και προνόμια για επιλεγμένα μέλη και κυρίως στελέχη του, αναφέρεται επίμονα στην «αποδοτική και αποτελεσματική» διοίκηση, βασίζεται σε επαγγελματίες επικοινωνιολόγους και «ειδικούς», εξαλείφει τη διαφορά μεταξύ έμπειρων κομματικών μελών και νεόκοπων «υποστηρικτών» και εγκαθιστά μια άμεση, δημοψηφισματικού τύπου σχέση ανάμεσα στην ηγεσία και στη βάση -κατ’ επίφαση δημοκρατική- που στην πραγματικότητα αποτρέπει την οργανωμένη συζήτηση των πολιτικών αποφάσεων και την αμφισβήτηση της εκάστοτε ηγεσίας.
Η μετατροπή των σύγχρονων κομμάτων εξουσίας σε κόμματα-καρτέλ, όπως επισημαίνεται και από τον συγγραφέα, δεν είναι κυρίως αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας, της «αντικειμενικής» αποδυνάμωσης των ιδεολογιών και των αντιθέσεών τους, της υποτιθέμενης ρευστοποίησης των κοινωνικών τάξεων και κυρίως της «εξαφάνισης» της εργατικής τάξης ως κοινωνικό υποκείμενο με διακριτή ταυτότητα και συνείδηση (καθώς η αστική τάξη δεν «εξαφανίζεται» ποτέ). Η «καρτελοποίηση» είναι αποτέλεσμα και συνειδητή επιδίωξη πολιτικών επιλογών και περιεχομένων, της σύγκλισης αυτών των κομμάτων στα κύρια ζητήματα και της «περιορισμένης και ρυθμιζόμενης» αντιπαράθεσης στα υπόλοιπα. Η τάση αυτή της σύγκλισης δεν είναι κάτι νέο, ο Γιοχάνες Ανιόλι είχε διαπιστώσει από το 1967 (Ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας, εκδ. ΚΨΜ) ότι τα κόμματα εξουσίας του «σύγχρονου συνταγματικού κράτους» αποτελούν «την πληθυντική εκδοχή ενός ενιαίου κόμματος», κάτι σαν φράξιες ενός κόμματος δηλαδή.
Από το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ στη σοσιαλδημοκρατία
Ο ΣΥΡΙΖΑ ιδρύθηκε στις αρχές του 2004 με κορμό τον «Συνασπισμό της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας» (ΣΥΝ), κληρονόμο του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος του ΚΚΕ Εσωτ. και των «ανανεωτών» του ΚΚΕ, και τη συμμετοχή 16 ακόμα οργανώσεων, κυρίως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Είχε προηγηθεί η ίδρυση του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ, με κόμβο τη μεγάλη διαδήλωση στη Γένοβα το 2001, στο πλαίσιο του «αντιπαγκοσμιοποιητικού» κινήματος. Από την ίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ έντονη ήταν η φιλοδοξία εκπροσώπησης ριζοσπαστικών και κινηματικών τάσεων ιδίως στη νεολαία, τάση που ενισχύθηκε μετά την εκλογή του Αλέκου Αλαβάνου στην ηγεσία του ΣΥΝ τον Δεκέμβρη του 2004 και εκφράστηκε με την όχι καταγγελτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ στη νεολαιίστικη έκρηξη τον Δεκέμβρη του 2008.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από δύο χρόνια έντονων κοινωνικών αγώνων και γενικών απεργιών, πριν τις εκλογές του Μάη του 2012, έθεσε καθαρά τον στόχο της «αριστερής κυβέρνησης» σαν δρόμο ανατροπής των μνημονίων. Παρά τις αντιμνημονιακές διακηρύξεις και τη συμμετοχή του στο κίνημα, το ζήτημα της ρήξης με την ΕΕ δεν το έθεσε ποτέ. Μετά τη στροφή προς τον κυβερνητισμό οι «συνιστώσες» από την πρώην εξωκοινοβουλευτική αριστερά -που είχαν συμβάλλει στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ από το 4,6% των βουλευτικών του Οκτωβρίου του 2009 στο 27% του Ιούνη του 2012- άρχισαν να γίνονται βαρίδι στο κυβερνητικό προφίλ του. Έτσι στο 1ο συνέδριό του τον Ιούλη του 2013 αποφασίστηκε η αυτοδιάλυση των συνιστωσών στο ενιαίο κόμμα «σε εύλογο χρονικό διάστημα και με την αναγκαία διαβούλευση». Ο Αλέξης Τσίπρας εκλέχθηκε πρόεδρος από το Συνέδριο με ποσοστό 70%. Ταυτόχρονα απορρίφθηκαν εισηγήσεις για να μείνει ανοικτό το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από το ευρώ, για το πέρασμα των τραπεζών υπό δημόσιο έλεγχο, καθώς και για εθνικοποίηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές στις 25 Γενάρη 2015 ο Α. Τσίπρας δήλωσε: «Η νέα ελληνική κυβέρνηση θα διαψεύσει τις Κασσάνδρες εντός και εκτός της χώρας και έθεσε το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης, που θα είναι ούτε καταστροφική ρήξη ούτε συνέχιση της υποταγής». Στις 18 Φλεβάρη ψηφίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Προκόπης Παυλόπουλος, πρώην υπουργός της ΝΔ, μετά από πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γιάνης Βαρουφάκης, τότε υπουργός Οικονομικών δήλωσε στις αρχές Φλεβάρη ότι το 70% του μνημονίου είναι «αποδεκτό» και στις 20 του ίδιου μήνα υπογράφτηκε στο Γιούρογκρουπ η παράταση του μνημονίου όπου συμφωνήθηκε ότι «Οι Ελληνικές αρχές επαναλαμβάνουν την αδιαμφισβήτητη δέσμευσή τους να τιμήσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς όλους του πιστωτές πλήρως και εγκαίρως» και «δεσμεύονται να απόσχουν από την ακύρωση μέτρων και από μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα όπως αυτά αξιολογούνται από τους θεσμούς».
Η εξάμηνη πορεία διαπραγμάτευσης και αναίρεσης της λαϊκής δυναμικής κατάληξε στο δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, το λαϊκό ΟΧΙ του 61% και την «κωλοτούμπα» της Δευτέρας 6 Ιούλη παρουσία των πολιτικών αρχηγών. Η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τον Σεπτέμβρη 2015 ολοκλήρωσε τη μετάλλαξή του από κόμμα της ρεφορμιστικής Αριστεράς –πάντα εντός του αστικού πλαισίου– με παρουσία στο κίνημα, σε κόμμα της αστικής πολιτικής και της αντιλαϊκής επίθεσης εντός του ευρωνατοϊκού πλαισίου. Παράλληλη ήταν και η πορεία των εσωκομματικών διαδικασιών και της οργανωτικής φυσιογνωμίας του προς το μοντέλο ενός σύγχρονου κόμματος-καρτέλ.
Στο 2ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβρη του 2016, ο πρόεδρος εκλέχτηκε από το σώμα των συνέδρων. Ο Α. Τσίπρας ήταν ο μοναδικός υποψήφιος και έλαβε ποσοστό 93,54%. Το επόμενο βήμα έγινε στο 3ο Συνέδριο τον Μάη του 2022, όταν και η ΚΕ και ο πρόεδρος εκλέχτηκαν μια Κυριακή από οποιονδήποτε γινόταν μέλος, με μοναδική προϋπόθεση την «καταβολή εκλογικής συνδρομής τριών ευρώ». Από τα 152.193 μέλη των τριών ευρώ εκλέχτηκε ο μοναδικός και πάλι υποψήφιος Τσίπρας με 99,12%. Μετά τις εκλογές του Ιούνη του 2023 όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έπεσε στο 18% και την παραίτηση Τσίπρα δεν έγινε καν συνέδριο. Στα προηγούμενα συνέδρια εκλέγονταν οι σύνεδροι και αναμετρούνταν πολιτικές πλατφόρμες και ομαδοποιήσεις. Τώρα πια όλα αυτά είχαν καταστεί περιττά και αποφασίστηκε η εκλογή αρχηγού πριν το συνέδριο και τις πολιτικές αποφάσεις. Το θέμα ήταν ποιος πρόεδρος θα οδηγούσε το κόμμα στην κυβέρνηση και τα προσωπικά του χαρακτηριστικά, η καριέρα του, η επιχειρηματικότητά του, τα πτυχία του, η επάρκειά του στις ξένες γλώσσες, η οικογενειακή του κατάσταση, η εμφάνισή του, το στιλ του, η αύρα που εξέπεμπε κτλ. Με αυτά τα κριτήρια εκλέχτηκε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ο Σ. Κασσελάκης από μέλη των δύο ευρώ χωρίς να είναι καν μέλος του κόμματος μέχρι τότε.
Αυτή η σύντομη και ελλιπής παρουσίαση βασικών σταθμών στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να δείξει ότι η μετατροπή του προς ένα κόμμα με ελάχιστη πολιτική συζήτηση αλλά με περίσσιες αντιπαραθέσεις προσωπικού τύπου στα όρια της χυδαιότητας είναι η άλλη όψη της πλήρους ένταξης στην αστική πολιτική. Τι χρειάζονται τα πολιτικά προγράμματα και η συζήτηση γι αυτά όταν υπάρχει ο μονόδρομος του ΤΙΝΑ της αστικής πολιτικής, εξαιρετικά στενός στην εποχή μας; Αυτή η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αδιατάρακτη. Κανείς δεν μπορεί ούτε πρέπει να παραβλέψει την αγωνιστική διάθεση που επέδειξαν μεγάλα τμήματα της βάσης του, από την έκρηξη της νεολαιίστικης εξέγερσης το ’08, μέχρι τους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες του ‘10-15. Επίσης κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τις αντιστάσεις και διαφωνίες στο εσωτερικό του καθώς και τις τάσεις που προέβαλαν αισθητά πιο ριζοσπαστικές θέσεις από αυτές της ηγεσίας. Ενδεικτικές είναι η στάση και οι πολιτικές διεργασίες της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ σε περιόδους όξυνσης των κινημάτων. Ωστόσο η συζήτηση και τα συμπεράσματα για τις αιτίες που οδήγησαν στη γνωστή κατάληξη έχει σημασία για το μέλλον.
Εδώ να σημειωθεί μόνο ότι η βαθιά προσκόλληση στην ΕΟΚ-ΕΕ του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, από το οποίο προέρχεται δεν ξεπεράστηκε ποτέ. Ακόμα και μετά το 2010, όταν έγινε πια φανερό τι σημαίνει η «Ευρώπη των λαών» γενικά, και για τον ελληνικό λαό ειδικότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Ακόμα και φραστικά, μιλούσε για ΔΝΤ, «τρόικα», «θεσμούς», τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε τη στιγμή που οι δύο από τους τρεις θεσμούς που επέβαλαν τυπικά τα μνημόνια ανήκαν στην ΕΕ. Πως ήταν δυνατό να συγκρουστεί με έναν εχθρό που δεν τολμούσε καν να αναφέρει το όνομά του, τηρώντας πιστά την τρίτη εντολή: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω…»; Το σκουλήκι βρισκόταν ήδη στο μήλο.
Το κίνημα που έχει ανάγκη ο κυβερνητισμός
Οι περιορισμένοι σκοποί και η αναζήτηση σωτήρων
Η διέξοδος για τους χιλιάδες αγωνιστές που έλπισαν και απογοητεύτηκαν δεν μπορεί να είναι η επιστροφή σε ένα πρότερο σημείο της κατηφόρας, η νοσταλγία ενός κόμματος αγνού κινηματικού ριζοσπαστισμού. Ο συμβιβασμός με την αστική πολιτική, ο ρεφορμισμός παλιός και νέος, όχι μόνο δεν αποκλείει τη δραστήρια συμμετοχή στο κίνημα, αντίθετα -συνήθως- προέρχεται απ’ αυτό, εκφράζοντας τις ανεπάρκειές και αυταπάτες του, τις τάσεις υποταγής στην καπιταλιστική πραγματικότητα που φαίνεται η μόνη δυνατή. Όπως έγραψε ο θιασώτης του ρεφορμισμού Έντουαρντ Μπερνστάιν στα τέλη του 19ου αιώνα: «Ο τελικός στόχος όποιος και αν είναι, δεν είναι τίποτα για μένα, ενώ το κίνημα είναι το παν». Ακόμα και η κυρίαρχη μορφή του σύγχρονου ρεφορμισμού, ο κυβερνητισμός -αναποτελεσματικός αλλά και καταστροφικός καθώς τα περιθώρια πραγματικών φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων είναι ανύπαρκτα στον σύγχρονο καπιταλισμό- έρχεται να εκφράσει, να διαστρέψει και τελικά να ακυρώσει και να διαλύσει κινήματα, ακόμα κι εξεγέρσεις.
Ο κυβερνητισμός δεν πάει ποτέ μόνος του. Φέρνει μαζί του την επιδίωξη ανοχής ή και αποδοχής από το κεφάλαιο, τη συνέχεια του κράτους όσον αφορά τη συμμετοχή σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, τη συμμαχία με αστικές δυνάμεις για την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας καθώς και την αποδοχή του συνταγματικού πλαισίου της αστικής δημοκρατίας. Το κίνημα που έχει ανάγκη η κυβερνώσα αριστερά για να τη σπρώξει στην κυβέρνηση πρέπει ανάλογα να λειάνει τις επικίνδυνες και απειλητικές αιχμές. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμμετείχε στο κίνημα ακριβώς με αυτή τη λογική. Αντίστροφα, το κίνημα που οι στόχοι του δεν υπονομεύουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και τους αστικούς θεσμούς, θα αναζητήσει αργά ή γρήγορα τον κυβερνητικό σωτήρα που θα υποσχεθεί την υλοποίηση του εφικτού του πυρήνα.
Η αναγκαία πολιτική πρόταση εξουσίας
Ποια είναι η στάση της κομμουνιστικής αριστεράς και των αγωνιστών, που δεν θέλουν οι αγώνες τους και οι ζωές τους να γίνονται καύσιμη ύλη σε πολιτικά σχέδια, που καταλήγουν στην ήττα και στον εκφυλισμό; Αυτή η στάση έχει ιδιαίτερη σημασία την περίοδο της ανόδου τέτοιων κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και των προσδοκιών που καλλιεργούν. Δεν είναι λύση η δραπέτευση από τη σημερινή καπιταλιστική βαρβαρότητα στο κομμουνιστικό μέλλον, πόσο μάλλον αν συνοδεύεται από υπόκλιση στην αστική πολιτική σε ζητήματα κεντρικά για την ταξική πάλη («αν βγούμε από το ευρώ θα καταστραφούμε», «είτε δημόσιος σιδηρόδρομος είτε ιδιωτικός, καπιταλισμό έχουμε», τι ΟΧΙ τι ΝΑΙ το 2015 κτλ.). Σίγουρα δεν είναι λύση ο περιορισμός σε επίμονους επιμέρους αγώνες και διεκδικήσεις χωρίς συνολική ανατρεπτική προοπτική, καθώς κάτι τέτοιο όπως είδαμε τελικά οδηγεί στην κυβερνητική αναμονή. Δεν αρκεί ούτε η προβολή αντικαπιταλιστικών στόχων από μόνη της αν δεν αρθρώνεται σε μια πολιτική πρόταση στο σήμερα.
Δεκαετίες ρεφορμιστικής ενσωμάτωσης στην αριστερά έχουν εμπεδώσει την αντίληψη ότι οποιαδήποτε πολιτική πρόταση πρέπει να έχει στο κέντρο της του κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και τον κυβερνητισμό. Η πολιτική πρόταση -αντίβαρο στους επίδοξους σωτήρες- είναι ταυτόχρονα και πρόταση εξουσίας, όχι όμως κυβερνητική εντός του αστικού πλαισίου. Αν μόνον ο «μαζικός εκβιασμός» και η ανατρεπτική πάλη ενός πολιτικού εργατικού κινήματος μπορούν να έχουν σοβαρά αποτελέσματα, αν πραγματικές νίκες μόνο με τη δημιουργία ρωγμών και το σοβαρό κλονισμό της αστικής εξουσίας μπορούν να επιτευχθούν, τότε ο φορέας υλοποίησης των αντικαπιταλιστικών στόχων πάλης δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο οργανωμένος λαός, με ανατρεπτική πάλη και επανάσταση.