Γιώργος Πισίνας
Ο επίμονος πληθωρισμός μετά την πανδημία ροκανίζει τα εισοδήματα των εργαζομένων και δευτερευόντως δημιουργεί προβλήματα και σε τμήματα του κεφαλαίου. Οι απολογητές του καπιταλισμού στην αρχή τον απέδιδαν στην «υπερθέρμανση» της οικονομίας και στην αυξημένη καταναλωτική ζήτηση. Κατόπιν πέρασαν στις γεωπολιτικές ερμηνείες του -πάντα έκτακτες και αναπόφευκτες!- όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία που οι ίδιοι προκαλούν. Παραλείπουν, βέβαια, τα κέρδη και την εκμετάλλευση.
Οι αστικές αφηγήσεις και η πραγματικότητα. Ο τιμάριθμος μειώνεται, η ακρίβεια παραμένει
Οι «πληθωριστικές πιέσεις σταδιακά μειώθηκαν κατά τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, λόγω της εξομάλυνσης των τιμών ενέργειας, στο 3,1%» (ετησίως) κατά τα τελευταία στοιχεία, όπως μας ενημερώνει η Τράπεζα της Ελλάδας (Απρίλιος 2024). Τι σημαίνει, όμως αυτό; Όπως φαίνεται στην ετήσια έκθεση της ΤτΕ, πίσω από αυτήν την προσεκτικά διατυπωμένη πρόταση κρύβεται το εξής σκηνικό: Παρ’όλο που οι ενεργειακές τιμές εξομαλύνθηκαν με αρνητικό πληθωρισμό (-2% και -13,4% για Ευρωζώνη και Ελλάδα αντίστοιχα), αυτός συνέχισε να καλπάζει. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, κατά το (για δεύτερη χρονιά θηριώδες) 9,9% αυξήθηκαν οι τιμές σε είδη διατροφής, ενώ 6,4% αυξήθηκαν τα βιομηχανικά αγαθά (πλην ενέργειας) και 4,5% οι υπηρεσίες.
Γενικότερα εκτιμάται πως θα φτάσει τελικά στο 2,8% μέχρι το τέλος του έτους (ΤτΕ, Ιούνιος 2024). Πιθανότατα, όμως, αυτές οι αισιόδοξες εκτιμήσεις δεν θα επαληθευτούν καθώς νέες πληθωριστικές πιέσεις εμφανίστηκαν τον Αύγουστο (Στοιχεία από Trading Economics).
Σε αυτό το πληθωριστικό πλαίσιο, τα δημοσιονομικά στοιχεία ωφελήθηκαν. Μεγαλύτερες τιμές σήμαιναν ονομαστική μεγέθυνση του ΑΕΠ και περισσότερη φορολογία. Το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπέρασε τις προσδοκίες, φτάνοντας στο 1,9%, έναντι στόχου 1,1%. Ενώ η αναλογία χρέους μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2022 στο 161,9% του ΑΕΠ (ΤτΕ, Ιούνιος 2024).
Ταυτόχρονα, οι οικονομίες ασθμαίνουν. Τα χρηματιστήρια τον Αύγουστο πέρασαν ένα ηχηρό σοκ όταν η Ιαπωνία ανέβασε τα επιτόκιά της. Ως αποτέλεσμα οι δυτικές κεντρικές τράπεζες (FED, ΕΚΤ) αποεστιάζουν από τον πληθωρισμό και κοιτάνε να ανοίξουν την κάνουλα για να στηρίξουν τις οικονομίες τους.
Οι αστικοί θεσμοί προσπαθούν να κρύψουν τον ρόλο των κερδών στην έκρηξη της ακρίβειας, παρόλα αυτά στην Ελλάδα παρατηρούνται αυξημένα κέρδη, ειδικά σε τουρισμό και κατασκευές
Η κυρίαρχη αφήγηση για τον πληθωρισμό θεωρεί ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα αρνητικό φαινόμενο (κυρίως νομισματικό), το οποίο δημιουργεί ένα μη ευνοϊκό κλίμα για επενδύσεις και πρέπει να αποφεύγεται. Όπως υποστηρίζει η αστική οικονομική θεωρία, ο πληθωρισμός εμφανίζεται από την υπερθέρμανση των οικονομιών και την υπερβολική ζήτηση η οποία οδηγεί τελικά σε οικονομική ύφεση και ανεργία καθώς αντισταθμίζεται.
Αυτήν ήταν ακριβώς η συζήτηση στα πρώτα πληθωριστικά σημάδια μετά την πανδημία: «Το παρακάνατε με τις πολιτικές στήριξης», «υπερβολικά επιδόματα» κ.ο.κ. Οι κεντρικές τράπεζες, λοιπόν, έκλεισαν σταδιακά τις κάνουλες και ανέβασαν τα επιτόκια για να μειωθεί το χρήμα που κυκλοφορεί.
Ακόμα και αν σε πρώτο χρόνο η συζήτηση για τον πληθωρισμό παρέμενε σε αυτό το πλαίσιο, πλαισιώνονταν εξ αρχής από συζητήσεις για τα κωλύματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, την ενέργεια και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο πληθωρισμός των τελευταίων ετών προέρχεται κατά βάση από φαινόμενα στην πραγματική οικονομία. Αρχικά, οι καθυστερήσεις στην παραγωγή αγαθών υψηλής τεχνολογίας και αργότερα ο πόλεμος στην Ουκρανία που οδήγησε την ΕΕ να βρει νέες (πιο ακριβές) πηγές ενέργειας, έφεραν νέες πιέσεις στις τιμές. Εξάλλου, οι ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν οριακά μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και η ανεργία αυξάνεται. Ακόμα και στην Ελλάδα, που καυχιέται για υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, η ανεργία αυξήθηκε στο 12,1%. Συνεπώς είναι αρκετά παράδοξο να υπερασπίζεται κάποιος ότι οι αγορές έχουν υπερθερμανθεί. Το ακριβώς αντίθετο, οι οικονομίες είναι ασθενικές και βιώνουμε έναν νέο στασιμοπληθωρισμό.
Έτσι, οι αστοί απολογητές και οικονομικοί τους θεσμοί αλλάξανε γραμμή. «Γεωπολιτικές εντάσεις», «πρωτοφανείς διεθνείς τιμές ενέργειας» σημειώνει ο Γ. Στουρνάρας στην ετήσια έκθεση για το 2023.
Με βάσει το υπόδειγμα εκτίμησης της διάρθρωσης του πληθωρισμού της Τράπεζας της Ελλάδας (2024) προκύπτει ότι ο πληθωρισμός δεν αφορά την υπερθέρμανση της οικονομίας, αλλά θεμελιώνεται στην προσφορά. Καταλήγουν συγκεκριμένα «με βάση το εμπειρικό υπόδειγμα εκτιμάται ότι οι διακυμάνσεις του πληθωρισμού την περίοδο 2020-2023 οφείλονται κυρίως στις διαταραχές στην αγορά ενέργειας και δευτερευόντως στις διακυμάνσεις στις τιμές των τροφίμων. Οι αυξητικές πιέσεις στις τιμές από την αγορά εργασίας άρχισαν αφού ο πληθωρισμός μετριάστηκε και έχουν παραμείνει περιορισμένες. Συνεπώς, οι υποβόσκουσες πιέσεις στον πληθωρισμό κατά την περίοδο που αυτός είχε κορυφωθεί εδράζονταν κατά κύριο λόγο σε διαταραχές προσφοράς» (σ. 126).
Για τον πληθωρισμό συνεπώς δε φταίει ο συνήθης ύποπτος εργαζόμενος και ο υψηλός μισθός του (λόγω υπερθέρμανσης), αλλά οι υψηλές τιμές ενέργειας και οι υψηλές τιμές τροφίμων. Με άλλα λόγια, έχουμε υψηλές τιμές επειδή οι τιμές ανεβαίνουν! Ο χρησμός της Πυθίας οδηγεί στον πρόλογο του Γ. Στουρνάρα, «γεωπολιτικές αναταραχές», «ενεργειακή κρίση». Όμως ολόκληρη έκθεση που χρεώνει τον πληθωρισμό στο υψηλό κόστος ενέργειας, δεν αναφέρει ούτε σε μια υποσημείωση το Ελληνικό «χρηματιστήριο ενέργειας», ή το γεγονός ότι οι ελληνικές τιμές-παραγωγού ηλεκτρικής ενέργειας είναι στις υψηλότερες στην ΕΕ κατά το πληθωριστικό κύμα.
Στα συμπεράσματα της ανάλυσής της, η ΤτΕ, ως όφειλε, ενημερώνει το κοινό: «Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη βιβλιογραφία έχει επίσης εξετάσει κατά πόσον η αύξηση των τιμών καταναλωτή υπερέβαινε την άνοδο του ενεργειακού κόστους και, κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός σε κάποιο βαθμό οφείλεται σε αυξημένα επιχειρηματικά κέρδη». Όμως δυστυχώς, όπως συνεχίζουν, μια «τέτοια ανάλυση δεν είναι δυνατή» με βάση το υπόδειγμά που χρησιμοποίησε.
Η ΤτΕ επίσημα δεν αναγνωρίζει ή αδυνατεί να αναγνωρίσει το κατά πόσο ο πληθωρισμός οφείλεται σε μια ευκαιρία που δόθηκε στο κεφάλαιο για αυξήσεις τιμών με στόχο να αντισταθμίσει την χαμηλή κερδοφορία και να ενισχυθεί σε μια συνθήκη στασιμότητας. Παρόλα αυτά αυτό δε σημαίνει πως δε γνωρίζει τι συμβαίνει. Στην ενδιάμεση έκθεσή της, μερικούς μήνες πριν, έβαζε ως πρώτη πρόταση οικονομικής πολιτικής τη μείωση των κερδών (όπου είναι εφικτό) και αυξήσεις στους μισθούς. Σίγουρα δεν πρόκειται για κάποια αριστερή στροφή, αλλά για ένα δείγμα της έκτασης που λαμβάνει το ζήτημα, όταν οι ίδιοι οι αστικοί θεσμοί προτείνουν μια σύνεση στο πάρτι που συμβαίνει.
Στην Ελλάδα παρατηρούνται αυξημένα κέρδη με προεξέχοντες τις βιομηχανίες του τουρισμού και τις κατασκευές (ΤτΕ, Ιούνιος 2024:8). Το γενικό καθαρό μερίδιο κερδών των μη χρηματιστικών επιχειρήσεων (κάτι αρκετά διαφορετικό από το μέσο μαρξιστικό ποσοστό κέρδους) όπως παρουσιάζουν τα στοιχεία της εκτινάχτηκε από το 30% στο 40% για το 2022 και 2023 (ΤτΕ, Απρίλιος 2024).
Την ίδια στιγμή, η χώρα μας θεωρείται η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ (μετά την Βουλγαρία) και η φτωχότερη αν εκτιμηθεί με βάσει το κατά κεφαλήν εισόδημα ανά ώρα εργασίας. Οι αυξημένες τιμές δεν οφείλονται σε αύξηση του μισθολογικού κόστους. Αντιθέτως τα επίπεδα των μισθών αδυνατούν να ακολουθήσουν τον πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα είναι το μερίδιο κερδών να αυξάνει.
Αυτό δε συμβαίνει μόνο στη χώρα μας, αλλά διεθνώς. Είναι προφανές ότι στον ιεραρχημένο κόσμο του καπιταλισμού, το χρήμα συσσωρεύεται προς τα πάνω. Τα οφέλη του πληθωρισμού προφανώς συγκεντρώνονται σε ένα μικρό αριθμό χωρών, κλάδων και επιχειρήσεων. Ουσιαστικά πρόκειται για μια αναδιανομή προς όφελος (α) του κεφαλαίου γενικά αλλά και (β) του πιο ανεπτυγμένου κεφαλαίου. Έτσι, τα κέρδη συγκεντρώνονται κυρίως στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά κεφάλαια, τις κρίσιμες εξορυκτικές βιομηχανίες (ενέργεια, σπάνιες γαίες), την βαριά βιομηχανία, την πληροφορική και προφανώς το χρηματοπιστωτικό τομέα. Παρόλα αυτά και το ελληνικό κεφάλαιο, όσο και αν παραπονιέται για τον «εισαγόμενο» πληθωρισμό, βγαίνει κερδισμένο από την υπόθεση.
Το κεφάλαιο φοβάται την αύξηση των τιμών;
Πότε και για ποιους γίνεται επικίνδυνη, τι σημαίνει για τους εργαζόμενους
Ένα επίπεδο πληθωρισμού είναι επιθυμητό στον καπιταλισμό καθώς πιέζει για συσσώρευση. Αν λοιπόν μια μικρή αύξηση τιμών έχει θετικό αντίκτυπο, γιατί ο καπιταλισμός φοβάται τον πληθωρισμό; Για ευκολία μπορούμε να τον σκεφτούμε σαν φόρο στους κατόχους χρήματος. Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε που προκύπτουν τα προβλήματα.
Καταρχήν δεν είναι όλες οι αυξήσεις τιμών αρνητικές. Για παράδειγμα, ως προς την αγορά ακινήτων μια αύξηση των τιμών δεν τρομάζει τόσο τους καπιταλιστές. Η ΤτΕ μας ενημερώνει για τα στοιχεία: 2022 +11,9%, 2023 +13,8%, 2024(α΄ τριμήνου) +10,4% ετησίως. Αλλά ο κλάδος των κατασκευών φαίνεται να πάει μια χαρά. Η ΤτΕ δεν ανησυχεί ιδιαίτερα, παρά τη στεγαστική κρίση.
Τα κτίρια στον σύγχρονο χρηματιστικοποιημένο καπιταλισμό θεωρούνται κεφάλαιο, η άνοδος της αξίας τους ευνοεί την κεφαλαιακή συσσώρευση (ευκολία δανεισμού κλπ) ενός ταχύτατα αναπτυσσόμενου κλάδου στη χώρα με έντονες νέες επενδύσεις. Το τι συμβαίνει με την κατοικία ως κρίσιμο αγαθό διαβίωσης δεν αφορά τόσο το κεφάλαιο. Έτσι, δεν είναι όλες οι αυξήσεις τιμών ίδιες, και όταν μιλάμε για πληθωρισμό εννοούμε κυρίως τα αγαθά και τις υπηρεσίες.
Στον καπιταλισμό αυτός που φοβάται περισσότερο τον πληθωρισμό είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο και το τραπεζικό σύστημα. Ο πληθωρισμός σημαίνει μια αναδιανομή από τους δανειστές στους δανειολήπτες, αν οι μισθοί τον αντισταθμίζουν. Έτσι, ένα δάνειο που εκδίδεται θα αποπληρωθεί σε χαμηλότερες αξίες αφού το χρήμα θα έχει χάσει την αξία του. Αντίστοιχα, σημαίνει απώλεια της αξίας του χρηματικού κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός στα καταναλωτικά αγαθά συνδέεται προφανώς με το ποσοστό κέρδους και τον βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ένας μικρός πληθωρισμός είναι ευεργετικός για το κεφάλαιο καθώς (εκτός από πιέσεις για επενδύσεις) ροκανίζει την πραγματική αξία των μισθών. Μόνο αν οι πραγματικοί μισθοί πέσουν απότομα, ανοίγει σαφώς το ζήτημα μισθολογικών αυξήσεων με ότι κινδύνους συνεπάγεται αυτό για το κεφάλαιο.
Τέλος, στον παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο καπιταλισμό των διεθνών αγορών και του ελεύθερου εμπορίου, ένας υψηλός πληθωρισμός συνεπάγεται απώλεια σε όρους ανταγωνιστικότητας, καθώς η τελευταία αποτελεί τον κρισιμότερο παράγοντα αναπτυξιακής πολιτικής. Η υπαγωγή στις «διεθνείς αγορές» θεωρείται αδιαπραγμάτευτη.
Πληθωρισμός και υπερεκμετάλλευση στην Ελλάδα
Η Τράπεζα της Ελλάδας σημειώνει ότι οι μέσες αμοιβές (εργασίας) αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη κατά 1,2%. Όμως εκεί συνυπολογίζονται και οι διευθυντές! Η εμπειρία της εργατικής τάξης είναι σίγουρα διαφορετική. Με κανέναν τρόπο δεν απολαμβάνουμε αύξηση της αγοραστικής μας δύναμης.
Ας επιχειρήσουμε να ρίξουμε μια ματιά στην πραγματική εικόνα. Καταρχήν, όπως σημειώνει η ΤτΕ (Ιούνιος 2024) «τον Ιανουάριο-Απρίλιο 2024, υπογράφηκαν 81 Επιχειρησιακές ΣΣΕ, καλύπτοντας 57.396 εργαζομένους· από αυτές, 31 συμφωνίες παρείχαν μισθολογικές αυξήσεις» δηλαδή για το 61,72% των ΣΣΕ που υπογράφηκαν φέτος υπάρχει μια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης κατά τον πληθωρισμό του 2023 (4,16%). Αντίστοιχα το 2023, με 209 επιχειρησιακές ΣΣΕ, συνεπάγονταν μια αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης τουλάχιστον για το 71,77% των εργαζομένων κατά 9,3%.
Το αποτέλεσμα είναι η υπερκμετάλλευση μέσω της πληρωμής της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της. Υποθέτοντας ότι οι ΣΣΕ με μισθολογικές αυξήσεις κάλυψαν πλήρως τον πληθωρισμό (υπερβολικά αισιόδοξη υπόθεση), εκτιμούμε πως το 2023 υποπληρωθήκαμε κατά 6,67% και ένα επιπλέον 2,68% το 2024.
Για μια πιο αναλυτική εκτίμηση του αποτελέσματος του πληθωρισμού στην ταξική πάλη και το βαθμό εκμετάλλευσης, αντλούμε δεδομένα από την αποδελτίωση των ΣΣΕ. Κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα σε 2024 και 2021 εκτιμούμε ότι αυτά τα τρία χρόνια έχουμε μια συνολική μεταβολή 10,34%.
Προφανώς αυτό το 10,34% δεν χάθηκε, έχει πάει σε κάποιες τσέπες. Άμεσα στο ελληνικό κεφάλαιο που μοιράζεται ένα τμήμα του με το ξένο καθώς ανεβαίνουν τα επιχειρησιακά κόστη. Ναι, ένα κομμάτι το παίρνει το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, αφού «ανεβαίνουν τα επιχειρησιακά κόστη».