Παναγιώτης Ξοπλίδης
Δεν ήταν έκπληξη η πρωτιά του AfD στη Θουριγγία και η δεύτερη θέση στη Σαξονία. Το θλιβερό γεγονός πώς για πρώτη φορά από 1945, ένα ακροδεξιό κόμμα κερδίζει εκλογές (κρατιδίου) στη Γερμανία εδράζεται στις επιλογές του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος. Μπροστά σε ένα εύθραυστο τοπίο, η Σάρα Βάγκενκνεχτ προσπαθεί να πλασαριστεί σε καθοριστικό παράγοντα, μιλώντας για «αριστερό συντηρητισμό» και στήριξη των μεσαίων επιχειρήσεων.
Ως «πολιτικός σεισμός» χαρακτηρίστηκε το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών σε δύο κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κέρδισε μια καθαρή νίκη στη Θουριγγία με σχεδόν 33% των ψήφων. Στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Σαξονίας το AfD ήταν οριακά δεύτερο με 31% έναντι 32% της κεντροδεξιάς Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU). Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποιο πραγματικό… «σεισμό», καθώς το αποτέλεσμα αυτό ήταν κάτι περισσότερο από αναμενόμενο. Το AfD έχει μια εδραιωμένη παρουσία σε όλα τα ανατολικά κρατίδια, όχι ως ένα κόμμα «διαμαρτυρίας», αλλά ως μια εν δυνάμει κυβερνητική δύναμη. Δεν διαφέρει από τα ακροδεξιά κόμματα που συμμετέχουν ήδη στις κυβερνήσεις των περισσότερων χωρών της Βόρειας Ευρώπης, ωστόσο είναι το βάρος της γερμανικής ιστορίας που προς το παρόν υποχρεώνει τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να αποκλείουν κάθε συνεργασία μαζί του.
Του «αντιφασιστικού αγώνα» ηγείται ο σημερινός κυβερνητικός συνασπισμός, που προωθεί ακόμα και την απαγόρευση του AfD, την ίδια στιγμή που ανακοινώνει σκληρά μέτρα ενάντια στη μετανάστευση και εισάγει μιλιταριστική εκπαίδευση στα σχολεία στο πλαίσιο της «οικονομίας πολέμου». Το AfD εμφανίζεται ως αντισυστημικό, καθώς έχει απέναντι του όχι μόνο τα κυβερνητικά κόμματα, αλλά ένα πλέγμα θεσμών του κράτους που απαξιώνονται συνολικά από τον λαό, εν μέσω μιας πρωτοφανέρωτης κρίσης σε όλη τη χώρα. Η παρουσίαση του AfD από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης ως «ανατολικογερμανική ιδιαιτερότητα» είναι επίσης παρωχημένη, καθώς το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών ανέδειξε την ισχυρή επιρροή του σε εθνικό επίπεδο, με την ταυτόχρονη καθίζηση Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Όσα βίωσαν οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας όταν ουσιαστικά προσαρτήθηκε στη Δυτική (κατάρρευση δομών κοινωνικής προστασίας, αποβιομηχάνιση, περιθωριοποίηση της εργατικής τάξης), γίνονται πλέον η «καθημερινότητα» σε όλη τη χώρα. Η ρητορική του AfD βρίσκει έτσι απήχηση, η οποία αυξάνεται ακόμα περισσότερο στις συνθήκες που διαμορφώνονται μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Το προσωποπαγές κόμμα της Σάρα Βάγκενκνεχτ με αντιμεταναστευτική και συντηρητική ρητορική εμφανίζεται ως κυβερνητική λύση
Οι σχηματισμοί κυβερνήσεων στα τοπικά κρατίδια λειτουργούν ως προάγγελος των ζυμώσεων σε εθνικό επίπεδο. Μετά τις προηγούμενες εκλογές του 2019 στη Θουριγγία, πολιτικός των (νεο)-Φιλελεύθερων είχε αρχικά σχηματίσει κυβέρνηση με την υποστήριξη του AfD, σπάζοντας την υποτίθεται εδραιωμένη άρνηση οποιαδήποτε συνεργασίας. Μετά από κατακραυγή σε εθνικό επίπεδο η συμμαχία αυτή ανατράπηκε με κυβέρνηση μειοψηφίας και πρωθυπουργό από το κόμμα της Αριστεράς (Die Linke). Πλέον στη Θουριγγία η μόνη ρεαλιστική κυβέρνηση πλειοψηφίας που μπορεί να σχηματιστεί είναι μια συμμαχία μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών με το Die Linke και το νέο κόμμα Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ (BSW). Δηλαδή τη μεγάλη νικήτρια των εκλογών, που τερμάτισε τρίτη και στα δύο κρατίδια και που ήδη δηλώνει πρόθυμη για να συνεργαστεί με τους Χριστιανοδημοκράτες, αποκλείοντας το AfD.
Η Βάγκενκνεχτ έχει δημιουργήσει μια νέα πολιτική δύναμη που σπάει κάθε δεσμό όχι μόνο με το κομμουνιστικό παρελθόν, αλλά ακόμα και από την αριστερά, δηλώνοντας ότι αυτή τη στιγμή στη σημερινή Γερμανία ταυτίζεται με την Πράσινη υπουργό Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση του ειρηνιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σε ένα κόμμα που εκφράζει το πιο φιλοπόλεμο και επιθετικό τμήμα του γερμανικού πολιτικού σκηνικού. Το προσωποπαγές κόμμα της Βάγκενκνεχτ τοποθετείται κατά δήλωση της σε μια ιδεολογία που ονομάζει «αριστερό συντηρητισμό». Για πρώτη φορά σχηματοποιείται σε κόμμα μαζικής απήχησης ένα ρεύμα που αναπτύσσεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες από τα «απόνερα» της κρίσης της ιστορικής Αριστεράς.
Οι θέσεις της, όσο και αν δαιμονοποιούνται από τα υπάρχοντα αριστερά κόμματα, δεν απέχουν στον πυρήνα τους από αυτές που εκπροσωπεί η σύγχρονη ρεφορμιστική αριστερά. Η κατάργηση της ταξικής πάλης είναι κοινός τόπος και τη θέση του παίρνει η «αντιπαράθεση μεταξύ χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με το παραγωγικό». Σε συνέντευξη της στο New Left Review, η Βάγκενκνεχτ βάζει στο επίκεντρο όχι την εργατική τάξη, αλλά την υπεράσπιση των Mittelstand, των γερμανικών μεσαίων επιχειρήσεων, τις οποίες θεωρεί τον βραχίονα όχι μόνο της γερμανικής οικονομίας, αλλά της κοινωνικής της συγκρότησης. Οι Mittelstand είναι σε πολλές περιπτώσεις εταιρίες σε κλάδους αιχμής με εξαγωγές σε ολόκληρο τον πλανήτη, που στον σύγχρονο καπιταλισμό ασφυκτιούν από τον «κακό χρηματοπιστωτικό τομέα». Αυτή η ανάλυση χωράει ακόμα και συμφέροντα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και εταιρειών-κολοσσών του γερμανικού κεφαλαίου, τμήματα του οποίου δεν βλέπουν καθόλου εχθρικά την ενίσχυση κομμάτων όπως το AfD και το BSW. Η τοποθέτηση της Βάγκενκνεχτ αποκτά και γεωπολιτική διάσταση καθώς ορίζει την Κίνα ως μια οικονομική δύναμη που εκφράζει την «παραγωγή» ενάντια στον «χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό» των ΗΠΑ. Στην ίδια συνέντευξη φθάνει στο σημείο να νοσταλγεί τις αξίες της χριστιανοδημοκρατίας και του καθολικισμού στη Γερμανία επειδή «διαφύλαξαν το κοινωνικό κράτος» στο πλαίσιο ενός δίκαιου «εγχώριου καπιταλισμού» που αντιστάθηκε στον νεοφιλελευθερισμό! Καταλήγει, έτσι, σε εγκώμιο ηγετών όπως ο Αντενάουερ, ενώ αναφέρεται θετικά σε «δημοκρατίες της ΕΕ» σε αντιπαράθεση με τη «γραφειοκρατία των Βρυξελλών».
Ανάλυση, δηλαδή, που δεν απέχει πολύ από ανάλογες πολλών κομμάτων της Αριστεράς που αποδέχονται αυτό το αταξικό πλαίσιο και μεταθέτουν την αντιπαράθεση στα «ταυτοτικά ζητήματα» εξωθώντας εσκεμμένα εκτός συζήτησης το θέμα της εργασίας, της ταξικής πάλης, της καπιταλιστικής κρίσης που οδηγεί στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο εκφυλισμός της υιοθέτησης θέσεων της ακροδεξιάς, όπως ότι «η Γερμανία δεν χωράει άλλους μετανάστες», «βάρη που πληρώνουν οι φορολογούμενοι για πρόσφυγες» και «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» είναι το επακόλουθο μιας γραμμής που υποστηρίζει ότι θέλει να καλύψει το κενό εκπροσώπησης στο υπάρχον πολιτικό πλαίσιο αλλά καταλήγει σε μια εύπεπτη εναλλακτική λύση, ακόμα και κυβερνητική.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (7.9.24)