▸Ιωάννα Καρδάρα
«Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης δεν έχει καμία τύψη που έκλεισε τόσο νοσοκομεία και μείωσε τις κλίνες στην Αττική. Κάθε φορά που του εκφράζει κάποιος προβλήματα τα οποία υπάρχουν στα νοσοκομεία που επισκέπτεται, τον αντιμετωπίζει με ύβρεις, κυνισμό και απαξίωση». Όλγα Κοσμοπούλου
Καταρρέουν σε καθημερινή βάση σε όλη τη χώρα τα δημόσια νοσοκομεία και συνολικά το ΕΣΥ, με τον υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη να λειτουργεί ως «ντίλερ» των ιδιωτικών συμφερόντων απαξιώνοντας και υβρίζοντας τους μαχόμενους υγειονομικούς.
Απελπιστική είναι η κατάσταση στο ΕΣΥ, καθώς τα δημόσια νοσοκομεία και το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με την υποστελέχωση. Τα κενά και οι ελλείψεις εντοπίζονται πλέον σε πανελλαδικό επίπεδο, αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση όχι μόνο «σφυρίζει αδιάφορα» αλλά απαξιώνει συνολικά τους εργαζόμενους.
Όπως εξηγεί στο Πριν η γιατρός και μέλος των ΔΣ του Σωματείου Εργαζομένων Νοσοκομείου Νίκαιας και της ΕΙΝΑΠ, Όλγα Κοσμοπούλου, τα σημερινά κενά -λαμβάνοντας υπόψιν και τις αυξημένες ανάγκες- είναι τουλάχιστον 8.500 ειδικευμένοι γιατροί στο σύστημα και στο υπόλοιπο προσωπικό (νοσηλευτές, τραυματιοφορείς κλπ) ξεπερνούν τις 25.000. Το 2012 τα συνολικά επίσημα κενά σε γιατρούς ήταν 6.500, γεγονός που καταδεικνύει ότι η κατάσταση όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί αλλά έχει επιδεινωθεί.
«Η κατάσταση στο ΕΣΥ έχει ξεπεράσει τα όρια. Και αυτό έχει επιταθεί από την καταστροφική πολιτική του υπουργείου Υγείας. Οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας συνέχισαν, την πολιτική των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή αυτήν των μη προσλήψεων γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού. Η κατάσταση είναι άθλια σε συνδυασμό με την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας που είναι άκρως επιθετική», σημειώνει η Όλγα Κοσμοπούλου.
Νοσοκομεία από άκρη σε άκρη της χώρας αντιμετωπίζουν σοβαρά κενά και ελλείψεις με αποτέλεσμα όσοι εργαζόμενοι έχουν «μείνει πίσω» να δουλεύουν κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Υπερεφημέρευση, συνεχείς μετακινήσεις, λουκέτα σε τμήματα και κλινικές, και αναβολές προγραμματισμένων χειρουργείων είναι κάποιες από τις συνθήκες που βιώνουν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Πνευμονολογική κλινική του ΓΟΝΚ «Άγιοι Ανάργυροι» (Κάτω Κηφισιά) όπου, σύμφωνα με ανακοίνωση της ΟΕΝΓΕ, στα τέλη Αυγούστου, είχε απομείνει μόλις ένας ειδικευμένος γιατρός. «Αντί μόνιμων προσλήψεων γιατρών πνευμονολόγων, η 1η ΥΠΕ και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας επιλέγουν την γνωστή επικίνδυνη τακτική διαρκών μετακινήσεων από άλλα νοσοκομεία για κάλυψη εφημεριών, σε ένα τμήμα το οποίο νοσηλεύει καθημερινά δεκάδες ασθενείς και κάνει γενική εφημερία για έκτακτα περιστατικά. Είναι σαφές ότι ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για την υγεία των ασθενών, σε μία πνευμονολογική κλινική στην οποία έχει απομείνει μόλις ένας ειδικευμένος γιατρός», ανέφερε χαρακτηριστικά η ΟΕΝΓΕ.
«Οι ειδικευόμενοι πλέον φεύγουν μαζικά στο εξωτερικό. Υπάρχουν ειδικότητες όπου έχουν φύγει όλοι όπως είναι η ακτινολογία, η αναισθησιολογία, η πνευμονολογία ακόμη και η παθολογία. Ειδικότητες που επί χρόνια έχουν υποστεί μια απαξιωτική συμπεριφορά από το κράτος σε όλο τα επίπεδα», υπογραμμίζει η Όλγα Κοσμοπούλου.
Αποκορύφωμα σε όλη αυτή την ανεξέλεγκτα φθίνουσα πορεία είναι η στάση της κυβέρνησης και του υπουργού Υγείας, Άδωνι Γεωργιάδη. Οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν βρίσκουν ευήκοα ώτα για να εκφράσουν τα προβλήματα του ΕΣΥ, αντιθέτως δέχονται συνεχώς τα πυρά της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας. «Ο υπουργός Άδωνις Γεωργιάδης μας αντιμετωπίζει με κυνισμό και απαξία έχοντας ταυτόχρονα πλήρη άγνοια για τα προβλήματα που υπάρχουν. Δεν έχει καμία τύψη που έκλεισε τόσο νοσοκομεία και μείωσε τις κλίνες στην Αττική. Κάθε φορά που του εκφράζει κάποιος προβλήματα τα οποία υπάρχουν στα νοσοκομεία που επισκέπτεται, τον αντιμετωπίζει με ύβρεις, κυνισμό και απαξίωση», προσθέτει
Παράλληλα σημαντικές ελλείψεις εντοπίζονται και στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ, στο «Θεαγένειο» υπάρχουν ελλείψεις 25 με 30 % γενικά στο προσωπικό, ενώ στο ΑΧΕΠΑ από τις 10 χειρουργικές αίθουσες λειτουργούν μόνο οι τέσσερις με την έλλειψη προσωπικού να ανέρχεται έως και στο 35%.
Από τα νοσοκομεία λείπουν 8.500 ειδικευμένοι γιατροί και 25.00 υπόλοιπο προσωπικό
Επιπλέον μείζον ζήτημα αποτελούν και οι συνεχείς μετακινήσεις ιατρών οι οποίες, όπως επισημαίνει η ΕΙΝΑΠ, πρόκειται για επανειλημμένες αποφάσεις -σχεδόν κάθε εβδομάδα- θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ασφάλεια των ασθενών.
«Η άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος έχει συνέχεια, οι ασθενείς έχουν θεράποντα ιατρό ο οποίος γνωρίζει λεπτομερώς το σύνολο των προβλημάτων τους, έχει μελετήσει τις εξετάσεις τους, έχει συμβουλευτεί συναδέλφους άλλων ειδικοτήτων προκειμένου να πάρει αποφάσεις για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται και είναι συχνά καθοριστικές για την έκβαση των ασθενών. Οφείλει μάλιστα να παρακολουθήσει τα αποτελέσματα των θεραπευτικών παρεμβάσεων και κάποιες φορές να τα τροποποιήσει με βάση την ανταπόκριση κάθε ασθενούς. Οι αποφάσεις να φεύγουμε από το τμήμα μας και να πηγαίνουμε για κάποιο χρονικό διάστημα σε ένα άλλο νοσοκομείο είναι επικίνδυνες για τους ασθενείς που ήδη παρακολουθούμε», καταλήγει η Όλγα Κοσμοπούλου.