▸Ενημέρωση: Στο Ζάππειο μεταβαίνουν σήμερα οι επτά υποψήφιοι αρχηγοί για τον εορτασμό των 50 χρόνων από τη «διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη» με το βλέμμα στα γκάλοπ. Το σημερινό μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ φιλοδοξεί να εκμεταλλευτεί τη διαλυτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και διεκδικεί ολική επαναφορά ως κύρια εναλλακτική πρόταση του συστήματος. Δεν είναι «ώριμο τέκνο της οργής» αλλά μετεξέλιξη του διεφθαρμένου κόμματος εξουσίας που επέβαλλε στην Ελλάδα την πιο απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, με περικοπή μισθών και συντάξεων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ το 1974 αποτελεί σταθμό που άλλαξε τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Αλλά και η προϊούσα αποσύνθεση και ο κατακερματισμός του αποτελούν καταλύτη για το «τέλος της Μεταπολίτευσης» με την αποδόμηση του δικομματικού άξονα ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και την αντικατάστασή του από τον νέο άξονα ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ.
Από το αρχείο του Πριν, γράφει ο Δ. Γρηγορόπουλος
Η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στη Μεταπολίτευση και οι παθογένειες της Αριστεράς
Μετά την πτώση της απριλιανής χούντας στην Ελλάδα αναδύθηκε ένα κοινωνικό και πολιτικό ριζοσπαστικό κίνημα, που δεν περιοριζόταν στη διεκδίκηση οικονομικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, αλλά ζητούσε τη λύση των προβλημάτων μέσα από μια σοσιαλιστική αλτερνατίβα, αυθόρμητη κατά βάση και συγκεχυμένη. Στη διάρκεια της χούντας και στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης συντελέστηκαν στην ελληνική κοινωνία ριζοσπαστικές διεργασίες στη νεολαία αλλά και σε εκτεταμένα τμήματα της εργατικής τάξης και των μικροαστών. Βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν σ’ αυτές τις διεργασίες ήταν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις κατά της χούντας, η οργή κατά του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, στον οποίο καταλογιζόταν η ευθύνη για την επιβολή της χούντας και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, η συσσώρευση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, η ανάπτυξη του παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, οι νίκες του, ο Μάης του ’68 κ.ά.
Πλατιές λαϊκές μάζες ενεργοποιούνταν σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ελλάδα στις κοινωνικοπολιτικές αυτές δυνάμεις ηγεμόνευσε το ΠΑΣΟΚ προβάλλοντας στο πολιτικό προσκήνιο μ’ έναν αέρα ανανέωσης και ριζοσπαστισμού, ικανοποιώντας τον μύχιο πόθο τους για ριζική κοινωνική αλλαγή, προτάσσοντας σαν άμεσο στόχο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Έτσι κυρίως υπερακόντισε την Αριστερά και σε λίγα χρόνια αναδείχθηκε κυβέρνηση σημειώνοντας συντριπτική νίκη (48,06%). Το ΠΑΣΟΚ δεν πραγματοποίησε το πρόγραμμα ριζοσπαστικών κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων, δεν εξασφάλισε την εθνική ανεξαρτησία με την έξοδο απ’ την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, δεν άλλαξε τις σχέσεις παραγωγής (κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση). Λύθηκαν όμως άλυτα δημοκρατικά προβλήματα και εγκαθιδρύθηκαν (ανεπαρκώς) θεσμοί κοινωνικής πρόνοιας. Καταργήθηκε το εμφυλιοπολεμικό κράτος, το φακέλωμα, αναγνωρίστηκε η εθνική αντίσταση και συνταξιοδοτήθηκαν οι αγωνιστές, εκσυγχρονίστηκε ο οικογενειακός κώδικας, εξισώθηκε η γυναίκα με τον άντρα, εγκαθιδρύθηκε Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), καθιερώθηκε η ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Προσαρμογή), εκσυγχρονίστηκε η εργατική νομοθεσία κ.ά.
Το ΠΑΣΟΚ στην πραγματικότητα δεν αμφισβήτησε και στη ριζοσπαστική περίοδό του την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εξουσία του αστικού κράτους, την ένταξη της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Δεν θεωρούσε ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής κυριαρχούσαν στη χώρα, αλλά ότι περιορίζονταν σε ορισμένους θύλακες. Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός ταυτοποιήθηκε όχι με την εθνικοποίηση αλλά με την ανάπτυξη και την κυριαρχία συνεταιριστικών επιχειρήσεων, τη δημιουργία νέων δημόσιων επιχειρήσεων, τη συμμετοχή και τον έλεγχο των εργαζομένων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (κοινωνικοποίηση – εποπτικά συμβούλια), την αυτοδιαχείριση εγκαταλελειμμένων επιχειρήσεων. Για το θέμα της εξουσίας είχε επεξεργαστεί τη θεωρία της «ελληνοποίησης του κράτους.
Το ΠΑΣΟΚ, καταλαμβάνοντας το κορυφαίο όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, την κυβέρνηση, και καθαιρώντας την απ’ τα υποτελή στον ιμπεριαλισμό στοιχεία, θα προωθούσε μ’ αυτό τον τρόπο τον εκδημοκρατισμό του όλου κράτους. Αυτή η ανάγνωση του καπιταλισμού διευκόλυνε την αναδίπλωσή του σε εκσυγχρονιστικές ή και αντιδραστικές θέσεις, όταν οξύνθηκαν οι αντιθέσεις και εντάθηκαν οι πιέσεις της εγχώριας και ξένης ολιγαρχίας. Η δομική καπιταλιστική κρίση πλήττει και την ελληνική οικονομία με τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα (χαμηλή παραγωγικότητα, κυριαρχία μικρομεσαίων επιχειρήσεων κ.ά.), η καταλυτική απελευθέρωση αγοράς που επιβάλλει η ΕΟΚ στην κίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων, προσώπων εντείνει το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο, οι φιλολαϊκές οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προκαλούν δημοσιονομικό έλλειμμα και οδηγούν στην υπερχρέωση της χώρας. Το χρέος φτάνει στο 23% του ΑΕΠ, βαρύ στις τότε συνθήκες. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ απεμπολεί τη συμμαχία των μη προνομιούχων, συνθηκολογεί με τη διεθνή και εγχώρια ολιγαρχία. Ψαλιδίζεται η εισοδηματική πολιτική, ψηφίζεται το 1283, το απεργοκτόνο άρθρο 4, μονογράφεται η συμφωνία παραμονής των βάσεων. Το μεταπολιτευτικό ριζοσπαστικό κύμα που είχε υπνωτιστεί απ’ τη ρητορική του ΠΑΣΟΚ αναζωπυρώνεται και οδηγείται σε μαζικούς απεργιακούς αγώνες, αμφισβητώντας την εισοδηματική πολιτική, το άρθρο 4 και τους αντεργατικούς αστικούς νόμους, την ίδια τη νομιμότητα του καπιταλιστικού καθεστώτος. Υπό την πίεση των διεθνών τραπεζών και του ΔΝΤ, τη διετία του 1985-87, μετά τη δεύτερη εκλογική νίκη του το ΠΑΣΟΚ προσχωρεί στη νεοφιλελεύθερη πολιτική που ηγεμονεύει στον καπιταλιστικό κόσμο, παραδίδοντας τα ηνία στον Κ. Σημίτη, ο οποίος εγκαινιάζει την πολιτική της λιτότητας. Έκτοτε αυτή η πολιτική, με παλινδρομήσεις («Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα») αποβαίνει πάγια επιλογή του ΠΑΣΟΚ.
Τη δεκαετία του 2000 εμφανίζεται με το όχημα του «εκσυγχρονισμού», αναιρώντας μία προς μία τις κατακτήσεις των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Η χώρα εντάσσεται στην ΟΝΕ, με τον μεγαλοϊδεατισμό της σύγκλισης. Οι επιπτώσεις είναι ολέθριες, παρά τις ενέσεις της χρηματοδότησης, που κατασπαταλώνται αντιπαραγωγικά, πελατειακά, υπέρ του κεφαλαίου, των τραπεζών, της διαπλοκής. Στην κρίση του 2008 το ΠΑΣΟΚ, αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση εθελούσια, μετατρέπεται σε πειραματόζωο των τραπεζών και των πολυεθνικών, οδηγώντας τη χώρα στον όλεθρο και τον εαυτό του στην πολιτική αποσύνθεση.
Η ανάδυση και ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στη Μεταπολίτευση σχετίζεται και με χρόνιες παθογένειες της Αριστεράς. Βέβαια, η ανάρρηση του ΠΑΣΟΚ στον κυβερνητικό θώκο γίνεται έπειτα απ’ το συμβιβασμό της ηγεσίας του με την αστική τάξη και τη συγκατάνευση της δεύτερης, παρά τη σχετική αβεβαιότητά της για την ευόδωση του εγχειρήματος. Η Αριστερά έχει ευθύνη, για το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει στο μεταπολιτευτικό κίνημα – αλλά και για τη στάση της απέναντι στο κυβερνών ΠΑΣΟΚ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύει η δικαιολογία της υστέρησης συσχετισμού δυνάμεων έναντι του ΠΑΣΟΚ. Η Ενωμένη Αριστερά, στις εκλογές του 1974, είχε ισορροπία δυνάμεων με το νεότευκτο ΠΑΣΟΚ και μάλλον υπερτερούσε σε οργανωμένες και αγωνιστικές δυνάμεις. Εξάλλου, η ηγεμονία σε μιαν ιστορική στιγμή δεν εξαρτάται καθοριστικά απ’ τον αντικειμενικό συσχετισμό αλλά και απ’ την επάρκεια του υποκειμενικού παράγοντα να συλλάβει τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες της ιστορικής στιγμής και να υποβάλει στις μάζες μιαν αντίστοιχη πολιτική πρόταση. Η Αριστερά δεν είχε τέτοια πρόταση ούτε εν όλω ούτε αυτοτελώς οι συνιστώσες της. Το ΠΑΣΟΚ είχε θριαμβεύσει και έβαλε τη σφραγίδα του στην πολιτική πορεία της χώρας. Οι αριστερές δυνάμεις κατατρίβονταν σ’ έναν ενδοαριστερό πόλεμο και όχι στην υποβολή ενός σχεδίου ηγεμόνευσης. Σε τελευταία ανάλυση, οι ανεπάρκειες της Αριστεράς ανάγονται σε μια πρωτογενή παθογένεια, στην αδυναμία να χαράζει αυτοτελή πολιτική απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα αποτελεσματική στην ιστορική συγκυρία. Στο ΕΑΜ, παραδείγματος χάρη, εμφανίστηκαν και κυριάρχησαν διαδοχικά οι δύο αντίθετες γραμμές. Το ΕΑΜ ως εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πέτυχε (παρά τις αντιφάσεις) να συνδυάσει ταξικότητα και αποτελεσματικότητα, όταν όμως τέθηκε επί τάπητος το θέμα της εξουσίας ετεροκαθορίστηκε απ’ την αστική πολιτική και ηττήθηκε οικτρά.
Η πολιτική του ΚΚΕ όμως και το ΚΚΕ εσ. καθορίστηκαν εντονότερα απ’ την αστική ιδεολογία και πολιτική όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η Αριστερά αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ ως όλο και όχι στη βάση των αντιφάσεών του, που αναπόφευκτα απέρρεαν απ’ την ασυμβατότητα των συμφερόντων των «μη προνομιούχων» και της αριστερής πολιτικής παράδοσης την οποία είχε εγκολπωθεί το ΠΑΣΟΚ με την υιοθεσία της αστικής πολιτικής από την ηγεσία του. Το ΚΚΕ, δέσμιο της ιδεοληψίας του «σταδίου» της αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας, θεώρησε ότι ανακάλυψε στο ΠΑΣΟΚ τον πολιτικό εκπρόσωπο των αντιμονοπωλιακών κοινωνικών δυνάμεων με τις οποίες θα συγκροτούσε το μέτωπο της αντιμονοπωλιακής αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατίας. Δεν ήταν λανθασμένη μόνο η στρατηγική σύλληψη του αντιμονοπωλιακού σταδίου αλλά και η «κατασκευή» του κοινωνικού και πολιτικού στρατηγικού συμμάχου. Στις τάξεις του υπήρχαν δυνάμεις που πρέσβευαν αντιιμπεριαλιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες, αλλά ως πολιτικό υποκείμενο το ΠΑΣΟΚ είχε προσχωρήσει στην αστική πολιτική.
Η αστική παρέκκλιση της Αριστεράς το 1989
Ποια ήταν η στάση της λεγόμενης ανανεωτικής Αριστεράς (ΚΚΕ εσ., ΕΑΡ, ΣΥΝ, ΣΥΡΙΖΑ); Το ΚΚΕ εσ. αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ με την αστική γραμμή της ΕΑΔΕ, που αποτέλεσε ελληνική παραλλαγή του ιστορικού συμβιβασμού. Το ΚΚΕ εσ., ιδίως προ του 1981, καταδίκαζε τον αντιιμπεριαλισμό και το «λαϊκισμό» του ΠΑΣΟΚ, ασκώντας κριτική απ’ τη σκοπιά του συμβιβασμού με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό (αποδοχή των δεσμών ΝΑΤΟ και ΕΟΚ).
Στην ίδια γραμμή ιδίως μετά το 1996 ο ΣΥΝ εκθειάζει τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη. Κύρκος και Σημίτης μιλούν ανοιχτά για συμμαχία των «ανανεωτικών εκσυγχρονιστικών δυνάμεων», η οποία τελεσφορεί όμως μόνο σε μαζικούς χώρους. Η γραμμή της ουράς στην αστική πολιτική κορυφώθηκε τη διετία 1989-1990. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσ. συγκροτούν το Συνασπισμό και συγκυβερνούν με τη ΝΔ, με κύριο στόχο να διώξουν δικαστικά τον ηγέτη του ΠΑΣΟΚ και να αποκόψουν τον ομφάλιο λώρο ηγεσίας – βάσης του ΠΑΣΟΚ. Η τυχοδιωκτική αστική γραμμή κορυφώθηκε με τη συμμετοχή της Αριστεράς και στη διάδοχη κυβέρνηση Ζολώτα, παρά τη συμμετοχή του διωκόμενου ΠΑΣΟΚ. Τα επίχειρα του ακραίου οπορτουνισμού υπήρξαν οικτρά για την Αριστερά.
Ο δικομματισμός ενισχύθηκε. Το ΠΑΣΟΚ παρά τα πλήγματα συσπείρωσε τις κλονιζόμενες γραμμές του. Ο ηγέτης του ηρωοποιήθηκε και το 1993 ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία. Η ΝΔ σημειώνει μεγάλη νίκη το 1990. Εξασφαλίζει ποσοστό 46,9% και σχηματίζει κυβέρνηση. Ο ενιαίος Συνασπισμός ακολουθεί καθοδική πορεία. Μετά το 13,13% του 1989 κατρακυλά στο 10,7% το 1990. Η λαϊκή ετυμηγορία τιμώρησε αμείλικτα την Αριστερά για την ανενδοίαστη υποταγή της στην αστική πολιτική. Στις εκλογές του 1993 το ΚΚΕ σημείωσε το ιστορικό χαμηλό ποσοστό 4,5%, ενώ ο ΣΥΝ (μετά τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού) συγκέντρωσε ποσοστό 2,9% και έμεινε εκτός Βουλής…
Μετά το 14ο Συνέδριό του (1991) το ΚΚΕ αναδιπλώνεται σε μια σταθερή αντιΠΑΣΟΚ στάση, αλλά σε μιαν αποθέωση σεχταρισμού αποκλείει γενικά τις πολιτικές συμμαχίες και τις συμπράξεις στο μαζικό χώρο. Ο ΣΥΝ με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ και την «αριστερή στροφή» του 2004 έχει σταθερή άνοδο και το 2012 αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση. Τα δύο αριστερά κόμματα μετά την αποστασιοποίησή τους απ’ τη συμμαχία με αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) και τη διακήρυξη ταξικής γραμμής, παρά τις αγκυλώσεις και την ασυνέπειά τους, ενισχύονται στον πολιτικό και μαζικό χώρο. Μάλιστα, ο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 εκτινάχθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στη σύγχρονη συγκυρία η πιθανότητα ανάδειξης αριστερής κυβέρνησης επαναθέτει το θέμα.
Αναπόφευκτη ενσωμάτωση – Η στάση της Αριστεράς
Η τραγική κατάληξη του ριζοσπαστικού, αντιιμπεριαλιστικού ΠΑΣΟΚ, που είχε συνεγείρει τις μάζες με την άμεση επαγγελία του σοσιαλισμού, σε κόμμα σοσιαλφιλελεύθερο αλλά και η ολότητα των ιστορικών εμπειριών επιβεβαιώνουν ότι ακόμη κι ένα αριστερό κόμμα, όταν ενσωματώνεται στον κρατικό μηχανισμό, δεν μπορεί να έχει διαφορετική τύχη από του ΠΑΣΟΚ. Απλούστατα, γιατί και μια τέτοια κυβέρνηση λόγω οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού συσχετισμού, εγχώριου και διεθνούς, δεν μπορεί να παρεκκλίνει απ’ τα όρια διακυβέρνησης που θέτουν οι κυρίαρχες ελίτ, παρά μόνον οριακά. Αυτή η πολιτική δύναμη, αν παραιτηθεί μπροστά στη δαμόκλειο σπάθη του αστικού εκβιασμού ή μετά την ολοκλήρωση της θητείας, μπορεί να αποκαταστήσει την αριστερή ταυτότητά της. Αν όμως καταστήσει τη συμμετοχή της στη νομή της εξουσίας πάγιο στοιχείο της πολιτικής της, όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, αυτοδίκαια αυτός ο κυβερνητισμός την εντάσσει σε μια κατηγορία του συστημικού αστερισμού. Υπάρχει η περίπτωση σε συνθήκες οξυμένες ταξικής πάλης και κλονιζόμενης αστικής κυριαρχίας να προκύψει μια κυβέρνηση που θα διακηρύξει αριστερό προσανατολισμό. Σε τέτοιες συνθήκες ο συσχετισμός τείνει υπέρ των ριζοσπαστικών δυνάμεων. Η αριστερή κυβέρνηση μαζί με τα λαϊκά όργανα μπορεί ν’ αποτελέσει μορφή περάσματος στην επανάσταση και την εργατική εξουσία. Αυτή η εξέλιξη θα εξαρτηθεί απ’ το αν τα λαϊκά κινηματικά όργανα αποβούν κέντρο των εξελίξεων και αν τελικά, με την είσοδο στην επαναστατική κατάσταση, εξελιχθούν σε όργανα δυαδικής εξουσίας και πάρουν στα χέρια τους όλη την εξουσία.
Η αναπόφευκτη ενσωμάτωση μιας αριστερής κυβέρνησης, εκτός απ’ την εξαιρετική περίπτωση που προαναφέραμε, είναι το ένα ζήτημα. Το δεύτερο ζήτημα, συναρτώμενο με το πρώτο, είναι η δέουσα στάση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων απέναντι σε μια τέτοια κυβέρνηση. Από θεωρητικούς του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζεται ότι η αρνητική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ στοιχειοθετεί όντως τους φόβους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, για «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ότι η σύγκριση σε καμιά περίπτωση δεν προεξοφλεί την ταύτιση. Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ, σοφότερος απ’ την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ και άλλων παραδειγμάτων, δημιουργεί και τους όρους αποφυγής της ενσωμάτωσης: θ’ αποφύγει τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα και τον κρατισμό του ΠΑΣΟΚ, αφού στο γενετικό υλικό του είναι εγγεγραμμένη η συλλογικότητα και ο πλουραλισμός, η έδραση στον κοινωνιοκεντρισμό και στα κινήματα. Προσβλέπουν ακόμη στη συνδρομή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που με τις ιδέες και το ήθος της μπορεί αποφασιστικά να συμβάλει στην αποτροπή των παρεκκλίσεων απ’ την κοινωνική αλλαγή. Όντως η σύγκριση με το παράδειγμα ΠΑΣΟΚ έχει σχετική κι όχι απόλυτη και μηχανιστική αλήθεια. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά ταυτόχρονα επαναλαμβάνεται. Επαναλαμβάνονται (ισχύουν) οι κοινωνικοί νόμοι του καπιταλισμού σε διαφορετικές όμως μορφές και συνθήκες. Η στάση μιας πολιτικής δύναμης απέναντι στην κυβέρνηση και το κράτος καθορίζεται απ’ τη στάση της στο πλέγμα των ταξικών αντιθέσεων του καπιταλισμού. Αν σταθεί στην πλευρά της εργατικής τάξης και των άλλων υποτελών τάξεων, θα συγκρουστεί μέχρι επαναστατικής ρήξης με το σύστημα και το κράτος. Στην εξαιρετική περίπτωση που προκύψει αριστερή κυβέρνηση προ επανάστασης θα την αξιοποιήσει με επαναστατική λογική. Στην περίπτωση όμως που μια αριστερή πολιτική δύναμη, όπως το ΠΑΣΟΚ τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα και άλλες ρεφορμιστικές αριστερές δυνάμεις, οδηγείται απ’ την αυταπάτη του συμβιβασμού με το σύστημα και των σταδιακών αλλαγών χωρίς την ακραία πόλωση της «στρατηγικής της εφόδου», αν καταλάβει την κυβερνητική εξουσία, δεν θα τη χρησιμοποιήσει σαν μοχλό μετασχηματισμού αλλά ενσωμάτωσης.