Αιμιλία Καραλή
«Λεροί, ασήμαντοι δρόμοι» προσπαθούν να πάρουν υπόσταση από «τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους». Όπως λεωφόροι της Αθήνας που μπορεί να διαθέτουν ηλεκτροφωτισμό υψηλής ενεργειακής απόδοσης αλλά στα χαμηλά τους έχουν φραγμένα φρεάτια που τις μετατρέπουν σε ορμητικά ποτάμια.
Ένα από τα τελευταία ποιήματα του Κ. Καρυωτάκη είναι η Πρέβεζα (καλοκαίρι του 1928). Βαθύς παρατηρητής της πραγματικότητας που ζούσε στην Ελλάδα του τέλους της δεκαετίας του 1920 ανέδειξε την ατμόσφαιρα του θανάτου, της απονέκρωσης της ζωής στην επαρχιακή πόλη, τον τόπο εξορίας και αυτοκτονίας του. «Θάνατος» τα υποκριτικά συναισθήματα, οι τοπικές αρχές και ο τρόπος με τον οποίο ασκούν την εξουσία, η διασκέδαση με τη στρατιωτική μπάντα, οι πενιχρές καταθέσεις, οι εθνικοί σημαιοστολισμοί. Η φύση, οι ελιές, η θάλασσα ακόμη γίνονται «θάνατος», καθρέφτες μιας ζωής με πολύ περιορισμένο νόημα. Κι ο λαμπρός ο ήλιος αντί να φωτίζει, φωτίζεται από τον τόπο και γίνεται «θάνατος μες στους θανάτους».
Η δύναμη της ποιητικής αφήγησης οδήγησε στο να αποσπαστεί ο τίτλος της από τον συγκεκριμένο τόπο. Προσδιορίζει και συμβολίζει πλέον την ενδημική κατάσταση μιας κενής και θλιβερής ζωής: υπαρξιακά, πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά. Παρά τα όσα «άκουσε» -και «ακούει» ακόμη και σήμερα ο Καρυωτάκης- για την «απαισιοδοξία» του (τι είναι άραγε αισιοδοξία;) η Πρέβεζα υπάρχει αλλάζοντας στο πέρασμα των χρόνων περιοχή, ρυμοτομία, κατοίκους και φανφαρόνικες εκδηλώσεις. Ένας απλός περίπατος σε γειτονιές μεγάλων αστικών κέντρων, επαρχιακών πόλεων -μικρότερων ή μεγαλύτερων- ή παραθεριστικών προορισμών επιβεβαιώνει το γεγονός.
«Λεροί, ασήμαντοι δρόμοι» προσπαθούν να πάρουν υπόσταση από «τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους». Όπως λεωφόροι της Αθήνας που μπορεί να διαθέτουν ηλεκτροφωτισμό υψηλής ενεργειακής απόδοσης αλλά στα χαμηλά τους έχουν φραγμένα φρεάτια που τις μετατρέπουν σε ορμητικά ποτάμια. Αλλού ονόματα «εθναρχών» και «εθνικών» ηγετών ονοματίζουν δρόμους καρμανιόλες, δρόμους μπαζωμένα ρέματα, χωματόδρομους – αδιέξοδα. Ονόματα ποιητών, ζωγράφων, στρατηγών και πολεμάρχων, μικρών και μεγάλων «δοξάζουν» την εγκατάλειψη, την απουσία σημάνσεων, τα σκουριασμένα και πεσμένα κάγκελα που γίνονται φόβητρα ή αφορμές θανάτου.
Το να περπατάς σε ένα δρόμο με το όνομα του μυθικού προστάτη των θαλασσών δεν αποκλείει -για παράδειγμα- να δεις στην τελική παράλια έκβασή του μυριάδες νεκρά ψάρια απότοκο μιας καταστροφικής περιβαλλοντικής πολιτικής, που αχρηστεύει θεούς και δαίμονες. Μπορεί να διαβαίνεις έναν δρόμο που να λέγεται «Ανθέων» ή «Λουλουδιών» και να μη βλέπεις ούτε ένα λουλούδι, παρά μόνο σπίτια κλειστά, χορταριασμένα, που κάποτε στέγασαν ελπίδες ευζωίας και χαράς. Μπορεί να βαδίζεις σε έναν δρόμο που να φέρει το όνομα ενός υπερασπιστή της κοινωνικής δικαιοσύνης και να συναντάς μόνο σιδερόφραχτες περιτειχισμένες επαύλεις που αποκλείουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πληβείο κόσμο. Τα «ονόματα» περιγελάνε τον δρόμο ή ο δρόμος τα ονόματα; Δύσκολο να απαντήσεις.
Όπως είναι δύσκολο -ή εύκολο;- να εξηγήσεις την εμφάνιση σε έναν ορεινό τόπο κάποιας οδού Κυκλάδων ή Επτανήσων, σε κάποιον παραθαλάσσιο μια οδό Βυτίνας ή Ανδρίτσαινας. Ο φόβος της απομόνωσης, η ανάγκη να τονιστούν οι καταγωγικές ρίζες του πρώτου ονοματοδότη, η θέληση να «κλειστεί» όλη η Ελλάδα σε έναν μικρό οικισμό, μεγαλώνοντας ταυτόχρονα τον τελευταίο; Κάθε τόπος περιέχει με τους οδοδείκτες του τη δική του φαντασιακή Ελλάδα.
Ονόματα «εθναρχών» και «εθνικών» ηγετών ονοματίζουν δρόμους καρμανιόλες, δρόμους μπαζωμένα ρέματα, χωματόδρομους – αδιέξοδα
Γίνεται το σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής που ταυτόχρονα χαρακτηρίζουν και όψεις της πραγματικής Ελλάδας. Εκείνης που οδηγείται από το φιλότιμο ανθρώπων της που παίρνουν την πρωτοβουλία να βάλουν κάδους απορριμμάτων σε παραλίες κι εκείνης που πετάει τα σκουπίδια της ακριβώς δίπλα από αυτούς. Εκείνης που προστατεύει τα φυτά και τα ζωντανά της φύσης κι εκείνης που τα δηλητηριάζει και τα σκοτώνει. Εκείνης που μοχθεί, μελετά, αναρωτιέται κι εκείνης που «τα ξέρει όλα» χωρίς να έχει διαβάσει κάτι πιο σοβαρό από συνωμοσιολογικές φυλλάδες. Εκείνης που θέλει να προσφέρει τη χαρά στα παιδιά της κι εκείνης που τη μετατρέπει σε παγίδα θανάτου στημένη σε άθλια λούνα παρκ που αδειοδοτήθηκαν με όλους τους τύπους από επίσημες αρχές. Εκείνης που αναζητά στις συναντήσεις της με την τέχνη βαθύτερες πλευρές της ζωής κι εκείνης που τις μετατρέπει σε αφορμή επίδειξης πλούτου, μόδας αλλά και «πνευματικότητας». Εκείνης που δίνει την ψυχή της γι’ αυτό που κάνει κι εκείνης που αυτό που κάνει το εξαργυρώνει σε όποιο τίμημα, προσβλέποντας σε κάποια θέση μικρής ή μεγάλης εξουσίας.
Εκείνης που «θανατώνει» τον ήλιο κι εκείνης που ζωοποιεί το φως του.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (14.9.24)