Μαριάννα Τζιαντζή
Αφιέρωμα 50 χρόνια μεταπολίτευση
Τομές και συνέχειες
Σε κάθε εποχή μπορούμε να διακρίνουμε έναν πολιτισμό ή μάλλον μια κουλτούρα δύο ταχυτήτων ως προς τα προϊόντα που παράγονται και καταναλώνονται. Από τη μία εκείνα που χωρίς δισταγμό χαρακτηρίζονται καλλιτεχνικά και από την άλλη αυτά που αποσκοπούν στο αγοραίο κέρδος. Ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι βέβαια πάντα αυστηρός. Ναι μεν στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης γνώρισε πλατιά διάδοση το πολιτικό τραγούδι και μελοποιήθηκαν στίχοι μεγάλων ποιητών, ναι μεν ιδρύθηκαν πάρα πολλές ρεμπέτικες κομπανίες, ναι μεν καθιερώθηκε ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, όμως ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 το λαϊφστάιλ σάρωνε, οι ντίσκο, οι βιντεοταινίες της συμφοράς (στις οποίες όμως συχνά έπαιζαν σπουδαίοι ηθοποιοί καθώς κυνηγούσαν το μεροκάματο), ενώ εμφανίζονται και οι πρώτες «μεγάλες πίστες», η νυχτερινή διασκέδαση πολυτελείας. Η άφιξη της ιδιωτικής τηλεόρασης ήταν ένα σημείο καμπής που επηρέασε καθοριστικά τη σχέση της κοινωνίας όχι με τον «υψηλό» πολιτισμό αλλά με την υποκουλτούρα που κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί παρά τα μεμονωμένα «ποιοτικά» φτιασιδώματα.
Πριν 30 χρόνια, ο Παύλος Τσίμας επιμελήθηκε ένα αφιέρωμα στα Νέα για τα 20 χρόνια της μεταπολίτευσης, γράφοντας ότι αρχικά τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα «ζούσαν μέρες αποχουντοποίησης και αντιιμπεριαλισμού», ενώ οι τσάντες (υποθέτουμε των φοιτητών) είχαν «βιβλία του Τρότσκι και της Λούξεμπουργκ, του Λούκατς, του Σαρτρ και του Μαρκούζε». Επίσης, έγραψε ότι η γενιά του 1984 «φοβάται το ΑΙDS περισσότερο από τους “φονιάδες των λαών Αμερικάνους”». Περιττό να πούμε τι φοβούνται περισσότερο σήμερα οι νέοι. Το ξέρουμε, το ζούμε. Σήμερα, εκτός από τον ιμπεριαλισμό, δεν υπάρχει μόνο η μοναξιά αλλά και η τερατώδης προσωπική και εργασιακή ανασφάλεια, η κτηνωδία των πολέμων, η απειλητική κλιματική αλλαγή… και ποια τέχνη θα τα εκφράσει όλα αυτά, ποια τέχνη, πέρα από την καταγγελία, θα δώσει ελπίδα;
Στις πρώτες δύο δεκαετίες της μεταπολίτευσης σημειώνονται αλλαγές όχι μόνο στην παραγωγή των καλλιτεχνικών προϊόντων, αλλά και στον τρόπο πρόσληψής τους,
Στα περισσότερα παλαιότερα αφιερώματα του Τύπου ή και στις μελέτες για τον πολιτισμό της μεταπολίτευσης, παρατηρούμε ότι η προσέγγιση συνήθως γίνεται κατά τομείς ή κατηγορίες: μουσική, κινηματογράφος, λογοτεχνία, Τύπος, θέατρο, εικαστικές τέχνες, εκδόσεις.
Υπάρχει, όμως, κάτι που συχνά παραλείπεται: η σχέση της κοινωνίας (ή, ακριβέστερα, ενός μεγάλου κομματιού της νεολαίας) με τον πολιτισμό. Εκτός από την παραγωγή πολιτιστικών προϊόντων, σημασία έχει και η πρόσληψή τους που ήταν διαφορετική απ’ ότι στα χρόνια της χούντας. Και αυτή η πρόσληψη δεν έχει μόνο ποσοτικά χαρακτηριστικά. Οι μεγάλες συναυλίες σε γήπεδα, τα φεστιβάλ της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου, ήταν για πολλούς νέους η εισαγωγή σε έναν καινούριο κόσμο.
Την περίοδο της μεταπολίτευσης δεν τη χαρακτηρίζει μόνο η άνθηση της προοδευτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας σε πολλά πεδία της τέχνης. Τη χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον, η ενασχόληση ενός μεγάλου κομματιού του λαού και της νεολαίας με τον πολιτισμό. Ταυτόχρονα τη χαρακτηρίζουν και οι πολλές ευκαιρίες, τα ερεθίσματα για μια τέτοια ενασχόληση.
Ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί είναι το αν στη Μεταπολίτευση υπήρξαν έργα-τομές, όπως υπήρξε κάποτε ο Επιτάφιος του Μίκη Θεοδωράκη ή η έκρηξη του κοινωνικού λαϊκού τραγουδιού από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μέχρι περίπου το 1965-67. Κλασικό είναι το ερώτημα αν μια πολιτική τομή, όπως ήταν η πτώση της δικτατορίας, συνοδεύεται και από μια αντίστοιχη τομή (ή τομές) στον πολιτισμό ή αν χρειάζεται να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα για να αποτυπωθεί στην τέχνη μια θυελλώδης εποχή.
Η Ρωσική Πρωτοπορία της πρώτης μετεπαναστατικής δεκαετίας υπήρξε μια ορατή τέτοια τομή: στη ζωγραφική και τη γλυπτική, την ποίηση, το θέατρο, την αρχιτεκτονική, ακόμα και στις εφαρμοσμένες τέχνες. Τομή αποτέλεσε και ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος που τη λήξη του ακολούθησε μια έκρηξη καινοτόμων καλλιτεχνικών κινημάτων στη Δυτική Ευρώπη.
Στη μικρή Ελλάδα, τομή ή ορόσημο θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Θίασος, ενώ ακολούθησαν και άλλες ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, στο ίδιο διακριτό ύφος. Ο Θίασος προβλήθηκε το 1975, όμως είχε γυριστεί επί δικτατορίας με χίλια μύρια εμπόδια. Στον χώρο του θεάτρου, εμβληματικό υπήρξε το Μεγάλο μας τσίρκο που πρωτοανέβηκε το ’73, όμως το καλοκαίρι του ’74 το έργο ανέβηκε ξανά κι έκανε πάταγο. Και ας μην ξεχνάμε το «Ελεύθερο Θέατρο» που έφερε μια νέα πνοή στα θεατρικά πράγματα του τόπου μας – αλλά και ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί συντελεστές του συμμετείχαν στο αντιδικτατορικό κίνημα.
Το να λέμε ότι σήμερα δεν βγαίνουν καλλιτέχνες τόσο μεγάλου διαμετρήματος, όπως ήταν ο Θεοδωράκης, ο Ρίτσος, ο Αγγελόπουλος, ο Καζαντζίδης, ο Κατράκης και πολλοί άλλοι είναι σαν να αρνιόμαστε τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο να παραχθεί έργο ισοδύναμης αξίας και εμβέλειας. Αν υιοθετούσαμε μια τέτοια άποψη, θα μοιάζαμε με εκείνους τους αναλυτές και επικοινωνιολόγους που καταγγέλλουν τη φτώχεια και την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. «Δεν έχουμε ηγέτες», λένε, «σαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου». Μια άποψη αντιδραστική γιατί οι εποχές φτιάχνουν και τους ηγέτες και τους μεγάλους δημιουργούς και όχι το αντίστροφο.
Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης υπήρξαν καλλιτέχνες που έδωσαν έργο με έντονη προσωπική σφραγίδα και οι οποίοι δεν ήταν απλώς συνεχιστές μιας παράδοσης. Και στη λαϊκή κουλτούρα και στη λεγόμενη υψηλή τέχνη. Και δημιουργοί αλλά και λαϊκοί διασκεδαστές με διακριτό πολιτικό πρόσημο. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα πολλούς, από τον Χάρρυ Κλυν και τον Τζίμη Πανούση, τον σκιτσογράφο Γιάννη Ιωάννου ή μουσικούς σαν τους αδελφούς Κατσιμίχα, τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, τον Διονύση Τσακνή, ερμηνευτές σαν το Δημήτρη Μητροπάνο. Και αυτοί, που εδώ αναφέρονται ενδεικτικά, δεν είναι οι λίγοι και εκλεκτοί. Είναι πολύ περισσότεροι. Στη μεταπολίτευση διακρίθηκαν αρκετοί νέοι στιχουργοί, όπως ο Άλκης Αλκαίος, ο Κώστας Τριπολίτης, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Μανώλης Ρασούλης, ο καθένας με το δικό του προσωπικό ύφος που δεν παρέπεμπε στη μεγάλη στιχουργική παράδοση της περιόδου της δεκαετίας του ’60.
Σημαντικό έργο συνέχισαν να δίνουν και αρκετοί δημιουργοί που ήδη είχαν διαμορφωθεί καλλιτεχνικά, που η προσωπική τους ταυτότητα είχε ήδη εκφραστεί πριν και μετά τη δικτατορία, όπως ήταν ο Μαρκόπουλος, ο Σαββόπουλος, ο Λοϊζος, ο Ξαρχάκος, ο Λεοντής, ο Μάνος Ελευθερίου – για να μη μιλήσουμε για ογκόλιθους σαν τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Το έργο αυτών των δημιουργών το ανακάλυψαν ξανά χιλιάδες νέοι που πριν από το ’67 ήταν παιδιά, δεν είχαν την ευκαιρία να το γνωρίσουν. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να μιλάμε για πολιτιστική «έκρηξη».
Ξεχωριστή μνεία θα πρέπει να γίνει για σημαντικούς δημιουργούς που δεν είχαν δώσει δείγματα γραφής πριν από την πτώση της χούντας. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ανάμεσά τους η Κατερίνα Γώγου που τα ποιήματά της γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις και πολλοί νέοι τα αναζητούν ακόμα και σήμερα. Δεν πάλιωσε η Γώγου! Ξεχωριστή θέση κατέχει και το μουσικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου που και σήμερα αγγίζει πολλούς. Αναφέρω αυτούς τους δύο, τη Γώγου και τον Μικρούτσικο, παρ’ όλο που υπηρέτησαν διαφορετικά καλλιτεχνικά είδη, την ποίηση η μία τη μουσική ο άλλος, γιατί και οι δύο είναι παιδιά της μεταπολίτευσης, στρατευμένοι στην υπόθεση της ελευθερίας του ανθρώπου, έστω και με διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες.
Τι θέση μπορεί να έχει η τέχνη στη ζωή μας όταν κυριαρχεί η ανάγκη για ατομική επιβίωση;
Σήμερα, με την απόσταση των 50 χρόνων, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η σχέση μας με τις τέχνες και τα γράμματα αλλάζει όχι μόνο επειδή αλλάζει η τεχνολογία της πρόσληψης των πολιτιστικών προϊόντων, επειδή περάσαμε από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή. Αλλάζει κυρίως επειδή αλλάζει το πολιτικό τοπίο, όπως και η κοινωνική συνείδηση της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Όχι επειδή οι πολλοί δεν αγοράζουν εφημερίδα ή δεν διαβάζουν βιβλία. Αλλά γιατί το ξεχαρβάλωμα των εργασιακών σχέσεων, η επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία ναι μεν γεννά κατά τόπους αντιστάσεις, συχνά συγκινητικές και ηρωικές, όμως ταυτόχρονα διευκολύνει την υποταγή, την απάθεια, τον εγωισμό ακόμα και τον κοινωνικό κανιβαλισμό. Τι θέση μπορεί να έχει η τέχνη στη ζωή μας όταν κυριαρχεί η ανάγκη για ατομική επιβίωση;
Πολιτισμός που γέννησε ο αντιδικτατορικός αγώνας
Ο πολιτισμός, με την πιο στενή έννοια των γραμμάτων και των τεχνών και όχι με την ευρύτερη, δεν θα είχε ένα τέτοιο ειδικό βάρος στη μεταπολίτευση, αν δεν είχε προηγηθεί ο ιδιαίτερος ρόλος του στο αντιδικτατορικό κίνημα. Ας μην ξεχνάμε ότι η κηδεία του Σεφέρη, το 1971, εξελίχθηκε σε μαζική διαδήλωση κατά της χούντας. Και όχι μόνο από σεβασμό επειδή πολλοί γνώριζαν τον ποιητή από τους στίχους του που μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Η δήλωση του Σεφέρη κατά της δικτατορίας επίσης έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Τα τελευταία χρόνια της χούντας υπήρχαν κάποια πολιτιστικά στέκια, σημεία συνάντησης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος με τον πολιτισμό. Μπουάτ, βιβλιοπωλεία, κινηματογραφικές αίθουσες όπως η Ίρις, το «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη στην Κυψέλη. Σε διαδήλωση κατέληξε η συναυλία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο που είχε οργανώσει ο Σύλλογος Κρητών Φοιτητών στο Σπόρτινγκ. Όλα αυτά ήταν το υπέδαφος πάνω στο οποίο, μετά την πτώση της χούντας, εμφανίστηκαν νέα φαινόμενα.
Πολλοί από τους φοιτητές που συμμετείχαν στην αντιδικτατορική πάλη και στην εξέγερση του Πολυτεχνείου πήραν το πτυχίο τους και, όταν επέστρεψαν στη γενέτειρά τους, δεν κάθισαν στα αβγά τους. Συμμετείχαν ενεργά στα τοπικά κινήματα, ίδρυσαν πολιτιστικούς συλλόγους και κινηματογραφικές λέσχες. Ανάμεσά τους και εκπαιδευτικοί που στα σχολεία τους επέμεναν να γιορτάζουν την επέτειο του Πολυτεχνείου με μη συμβατικό τρόπο, που μιλούσαν στους μαθητές τους για τη δικτατορία και αναζητούσαν τις ανάλογες πολιτιστικές αναφορές. Έτσι, όταν αναφερόμαστε στον πολιτισμό της μεταπολίτευσης, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε μόνο τους διάσημους, τα Μεγάλα Ονόματα, αλλά και τους αφανείς, αυτούς που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της αντίστασης, της περηφάνιας και της αξιοπρέπειας – έστω και στο πολιτιστικό πεδίο και σε τοπική κλίμακα, και όχι μόνο στο πολιτικό, κοινωνικό. Όπως επιχειρήθηκε να συκοφαντηθούν η εξέγερση και η γενιά του Πολυτεχνείου, έτσι εδώ και χρόνια επιχειρείται να συκοφαντηθεί το εξεγερσιακό, το απελευθερωτικό πνεύμα της μεταπολίτευσης όπως εκφράστηκε και στο πεδίο του πολιτισμού. Έχει επιχειρηθεί να ταυτιστεί η μεταπολίτευση με τη ρηχή πολιτικοποίηση, τον λαϊκισμό, τον πρωτόγονο αντιαμερικανισμό, ακόμα και με την τρομοκρατία. Αντίστοιχα, η πολιτιστική δημιουργία των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης επιδιώχθηκε να ταυτιστεί με τη χοντροκομμένη στρατευμένη τέχνη, τη συνθηματολογία, την υποτιθέμενη πολιτιστική και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που περισσότερο ανήκε στον χώρο του φαντασιακού παρά της πραγματικότητας.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (27.7.24)