Γιώργος Τσαντίκος
Η «κεντροαριστερά» στην Ελλάδα, δοκιμασμένη για μια εικοσαετία σχεδόν στην εξουσία, αναζητά πλέον, διαρκώς, νέους «προπονητές», και οι εκλογές για νέα ηγεσία έρχονται σαν εκκαθαριστικός του ρεύματος κάθε τρίμηνο. Αυτός ο χώρος φαίνεται να μην μαθαίνει τίποτα από τα λάθη του και διεκδικεί συνεχώς την επάνοδό του στην Α’ Εθνική της πολιτικής.
Υπάρχει καταγεγραμμένη, στα χρονικά του youtube, μια συνέντευξη Τύπου μετά από ματς Πιερικός-Καβάλα ένα τρία (που οι επαΐοντες λένε ότι το περιμένανε ότι θα λήξει τόσο…), που αντικατοπτρίζει την πεμπτουσία, όχι μόνο του ελληνικού ποδοσφαίρου, αλλά και της «ελληνικής κεντροαριστεράς».
Είναι, λοιπόν, ο Αναστό και ο Σούλης (Νίκος Αναστόπουλος, Σούλης Παπαδόπουλος) και μιλάνε για τον εαυτό τους σε πληθυντικά ή τρίτα πρόσωπα και λένε, ο μεν Νικόλας ότι «και λίγα τους ρίξαμε», ο δε Σούλης ότι «κάνανε αλλαγή και βάλανε τον λάινσμαν». Τα λένε κοιτώντας προς διαφορετική κατεύθυνση και χωρίς απευθείας συζήτηση-ανατροφοδότηση-αντιπαράθεση.
Όπως στα τηλεοπτικά debate στην Ελλάδα, δηλαδή.
Και αν στη μπάλα αυτά τα ξέρουμε, ίσως πρέπει να καταλάβουμε ότι εφαρμόζονται σχεδόν αυτούσια πλέον ως ελεγκτικά και αναλυτικά εργαλεία σε αυτό που το σημιτικό πάνθεον διανοούμενων και θυρωρών ονόμασε «κεντροαριστερά».
Σήμερα, αυτός ο χώρος στην Ελλάδα βγαίνει κατευθείαν από ρεπορτάζ Οκτωβρίου στο Φως των Σπορ με τίτλο «Πού παίζουν σήμερα ιστορικές ομάδες» όπως ο ΑΟ Τρίκαλα, η Καβάλα, η Ξάνθη, ο Μακεδονικός κ.λπ.
Η «κεντροαριστερά» στην Ελλάδα, δοκιμασμένη για μια εικοσαετία σχεδόν στην εξουσία, αναζητά πλέον, διαρκώς, νέους «προπονητές», και οι εκλογές για νέα ηγεσία έρχονται σαν εκκαθαριστικός του ρεύματος κάθε τρίμηνο. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να ξανακάνει εκλογές και μετά δεν ήθελε, γιατί είπανε ότι εντάξει και πως όχι (ομοιότητες με αντιπροέδρους ιστορικών ομάδων, δεδομένη), το ΠΑΣΟΚ περνάει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την «κρίση παρέλασης» και ετοιμάζεται τώρα για νέες εσωκομματικές εκλογές.
Και στα ξένα πρωταθλήματα, όμως, η κατάσταση στον χώρο δεν είναι καλύτερη. Ο «Σλίπι» Τζο Μπάιντεν μπήκε στο πάνθεον υποψηφίων, που τα μεγάλα (κυριολεκτικά) μέσα τους ωθούν στην έξοδο από την προεκλογική μάχη. Ο Μπάιντεν, που στις προηγούμενες εκλογές προβλήθηκε ως ανάχωμα στον ακροδεξιό Τραμπ και κατάφερε να περάσει στην ιστορία ως ένας από τους πλέον πολεμοχαρείς προέδρους των ΗΠΑ. Αυτός ο Μπάιντεν…
Αυτός ο χώρος φαίνεται να μην μαθαίνει τίποτα από τα λάθη του και διεκδικεί συνεχώς την επάνοδό του στην Α’ Εθνική της πολιτικής, πιστεύοντας ότι «εκεί δικαιωματικά ανήκει», όπως λένε στο 98% των δηλώσεών τους οι ομάδες που πέφτουν από τη σούπερ λίγκα.
Θα ήταν πραγματικά αδιάφορο, αν αυτό το πολιτικό ανοσιούργημα δεν επηρέαζε και δεν αφαίμαζε την ίδια την Αριστερά, στο όνομα των μετωπικών συγχωνεύσεων χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.
Αναζητούν μια δηλωμένη, ισχυρή και απενοχοποιημένη ακροδεξιά που θα ενστερνίζεται τις «αρχές της ΕΕ» και θα κάνει τη δουλειά όπως «πρέπει να γίνεται»
Ο Τραμπ δεν είναι χτεσινός, πολύ δε περισσότερο η Λε Πεν, πολιτική συγγενής του Βορίδη. Ούτε καν η Μελόνι είναι πια αμελητέα και «ψαράς» στην πολιτική σκηνή, αλλά αποτελεί την ενσάρκωση των πιο σεροτονικών ονείρων της εξουσίας: μια δηλωμένη, ισχυρή και απενοχοποιημένη ακροδεξιά που θα ενστερνίζεται τις «αρχές της ΕΕ» και θα κάνει τη δουλειά όπως «πρέπει να γίνεται», ηγούμενη μιας κοινωνικής εκλογικής συμμαχίας. Σε μια κοινωνία όπου η «αριστερά», αποτυγχάνει να της απευθυνθεί πια.
Οι ισχυροί ηγέτες δεν αναζητούνται πλέον σε φυσιογνωμίες, ιστορικά στελέχη, δόξες του παρελθόντος ή/και προπονητές που κάποτε σήκωσαν Τσάμπιονς Λιγκ. Οι συμμαχίες γίνονται στο πρόσωπο αυτού ή αυτής που θα εγγυηθεί ότι θα διαχειριστεί καλύτερα τα συμφέροντα, χωρίς καμία απολύτως υποχώρηση απέναντι σε οποιοδήποτε εργασιακό δικαίωμα, σε καμία απολύτως κοινωνική διεκδίκηση που δεν χωράει μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου της εξουσίας. Ας πιστεύει και στην ανωτερότητα φυλών, στον Μουσολίνι «ως ικανό ηγέτη» ή στον Πετέν ως παρεξηγημένο πατριώτη, ή ακόμα και στην κομμουνιστική απειλή, στην Ελλάδα του 2024.
Νο πρόμπλεμ. Η δουλειά να γίνεται.
Αντί λοιπόν η αριστερά να συμπεριφέρεται σαν ακροατής που προσπαθεί να ξεφαντώσει με μεγάλες επιτυχίες του Λουδοβίκου των Ανωγείων, θα πρέπει να ξανασκεφτεί σοβαρά τις προτεραιότητες και τη στάση της απέναντι σε κάθε λογής «απειλές».
Το πινακάκι με τα συστήματα έχει κολλήσει στο ’68 και τη μεταπολίτευση, ενώ ο αντίπαλος έχει περάσει με νόμο την απαγόρευση της άμυνας ζώνης. Έτσι, δεν πάμε πουθενά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (8.6.24)