Μαριάννα Τζιαντζή
Οι φοιτητές, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είχαν μυθοποιηθεί. Όσοι είχαν συλληφθεί και βασανιστεί από τη χούντα ήταν «οι μικροί ήρωες της (μεταπολιτευτικής) καθημερινότητάς μας». Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να προβάλλεται μια καρικατούρα του πολιτικοποιημένου φοιτητή και φοιτήτριας.
Ξεφυλλίζοντας για επαγγελματικούς λόγους τη δεκαετία του ’90, εφημερίδες των πρώτων μηνών της μεταπολίτευσης, έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα επιφυλλίδα στην Καθημερινή. Την υπέγραφε ο Άγγλος βουλευτής Κρις Γουντχάουζ, πολύ γνωστός τότε σε όσους είχαν ασχοληθεί με την ιστορία της Εθνικής Αντίστασης και τον ρόλο του αγγλικού παράγοντα εκείνη την εποχή. Το 1971, όταν όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα» της δικτατορίας και όταν το φοιτητικό κίνημα δεν είχε ακόμα ξεσπάσει, ο Γουντχάουζ επισκέφθηκε την Ελλάδα και, με την επιστροφή στην πατρίδα του, οι εντυπώσεις του δημοσιεύτηκαν σε μια αγγλική εφημερίδα. Εκεί έγραψε ότι βρήκε την ελληνική νεολαία «συμπαθητική αλλά υποταγμένη». Όμως, τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1974, ανακάλεσε: «Πόσο άδικο είχα! Έγραψα κάποτε ότι για τον λαό των Αθηνών υπό τον ζυγόν της ναζιστικής κατοχής δεν μπορούσε να μιλήσει κανείς παρά μόνο γονατιστός. Σήμερα λέω το ίδιο πράγμα για τη νέα γενιά».
Τα λόγια αυτά δεν απηχούσαν απλώς τις απόψεις ενός Βρετανού ελληνολάτρη (για την ακρίβεια, μιας «παλιάς καραβάνας» με πλούσια και σκοτεινή δράση στην Ελλάδα και το Ιράν). Εξέφραζαν τη στάση του συνόλου -σχεδόν- της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους νέους και ιδιαίτερα στους φοιτητές, που με την εξέγερση του Πολυτεχνείου είχαν μυθοποιηθεί. Γι’ αρκετό καιρό μετά την πτώση της δικτατορίας, οι φοιτητές ήταν τα χαϊδεμένα παιδιά της κοινωνίας. Ό,τι συνέβαινε στο νεολαιίστικο κίνημα γινόταν πρωτοσέλιδη είδηση: εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, ανακοινώσεις, συγκεντρώσεις. Οι φοιτητές που είχαν συλληφθεί και βασανιστεί από τη χούντα ήταν «οι μικροί ήρωες της (μεταπολιτευτικής) καθημερινότητάς μας». (Aργότερα, το 2000, ο τίτλος αυτός δόθηκε στους παίκτες του πρώτου ελληνικού «Βig Brother».)
Τόση ήταν η ακτινοβολία του φοιτητικού κινήματος που οι μεγάλες συγκεντρώσεις που οργανώθηκαν από πολιτικές νεολαίες για την Κύπρο και τη Χιλή, στην πλατεία Κοτζιά και στα Προπύλαια αντιμετωπίζονταν σαν είδηση πρώτης γραμμής. Όπως διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής, «η αστυνομία ήταν απούσα αλλά η πειθαρχία των συγκεντρωμένων ήταν υποδειγματική. Νεαροί που φέρουν περιβραχιόνια με τα μυστηριώδη αρχικά E.Π. (Επιτροπή Περιφρούρησης), εκτελούν χρέη τροχονόμου ή περιπολούν ανάμεσα στο πλήθος για να εντοπίσουν τυχόν “εγκάθετους”». Έτσι, σε μια εφημερίδα εμφανίστηκε ο πηχυαίος τίτλος «ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΣΥΝΕΛΑΒΕ ΥΠΟΠΤΟΥΣ».
Είναι πιθανό εκείνη η εφήμερη, όπως αποδείχτηκε, «φοιτητολατρεία» να έκρυβε και μια δόση ενοχής για την παθητικότητα και την ανοχή που έδειξε η πλειονότητα του πληθυσμού απέναντι στη δικτατορία, όμως αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.
Από τους φοιτητές-χαϊδεμένα παιδιά περάσαμε στη «γενιά του ιδιωτικού οράματος» και σε αυτή του ιδιωτικού εφιάλτη
Λίγα χρόνια αργότερα, άρχισε να προβάλλεται μια καρικατούρα του πολιτικοποιημένου φοιτητή και της φοιτήτριας εκείνης της εποχής: τα αγόρια φορούσαν απαραιτήτως αμπέχωνο και έτρεφαν γενειάδα όπως ο Φιντέλ Κάστρο, ενώ οι κνίτισσες κυκλοφορούσαν με ταγάρι και αξύριστη γάμπα. Τραγουδούσαν κυρίως αντάρτικα, ενώ τα φοιτητικά δωμάτια στόλιζε η αφίσα του Τσε Γκεβάρα (και αργότερα η πασίγνωστη φωτογραφία με τους εξεγερμένους αγρότες από το 1900 του Μπερτολούτσι). Οι «κανονικοί» νέοι ανακάλυπταν ότι «εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», ενώ οι κολλημένοι επέμεναν στην ξύλινη γλώσσα και την ξύλινη αισθητική.
Δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Οι ίδιοι νέοι που κραύγαζαν συνθήματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, πλημμύριζαν τις πανεπιστημιακές αίθουσες όχι μόνο για τις θυελλώδεις πολύωρες συνελεύσεις αλλά και για τις προβολές που οργανώνονταν από τις κινηματογραφικές λέσχες των σχολών (π.χ. της ΑΣΟΕΕ και της Παντείου). Δεν ανακάλυπταν μόνο τον Αϊζενστάιν αλλά και τον Μπάστερ Κίτον. Με άλλα λόγια δεν ήταν τυφλά «κομματόσκυλα», αλλά άνθρωποι με ευαισθησίες και ανησυχίες οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν καταλάγιασαν ακόμα και όταν στράφηκαν σε άλλα πεδία και όχι αποκλειστικά στον πολιτικό στίβο.
Σήμερα οι φοιτητές που αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων ή οι νέοι που καταγγέλλουν το ισραηλινό έγκλημα διαρκείας στην Παλαιστίνη αντιμετωπίζονται συχνά με ειρωνεία, συκοφαντίες, ακόμα και με πειθαρχικές διώξεις. Καλοί φοιτητές είναι μόνο όσοι συγκεντρώνουν προσόντα και φροντίζουν για την καριέρα τους, όσοι σιωπούν και καταπίνουν τα αντιδραστικά κυβερνητικά μέτρα. Η αποχή από τους αγώνες βαφτίζεται ρεαλισμός και σωφροσύνη.
Η «γενιά του ιδιωτικού οράματος» ήταν ένας όρος που αποδόθηκε τη δεκαετία του ’80 στους ποιητές που είχαν εγκαταλείψει τα μεταπολιτευτικά συλλογικά οράματα. Σήμερα μπορούμε να μιλάμε για τη γενιά του ιδιωτικού εφιάλτη, του ατομικού αγώνα για επιβίωση, του αγώνα για δουλειά, στέγη, αξιοπρεπή μισθό. Ωστόσο, τα συλλογικά οράματα συχνά επιστρέφουν με νέες μορφές που δεν μιμούνται τις παλιές. Και αν η σημερινή νεολαία (που δεν θεωρείται πλέον χρυσή, αλλά της ψαλιδίζουν τα φτερά προτού καν πετάξει) δεν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον πολιτικό και κοινωνικό στίβο, ολόκληρη η κοινωνία είναι καταδικασμένη σε χαμηλές πτήσεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (27.7.24)