Αντώνης Δραγανίγος
Αφιέρωμα 50 χρόνια μεταπολίτευση
Η Μεταπολίτευση αρχίζει με την κατάρρευση της δικτατορίας -υπό το βάρος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου- και της τούρκικης εισβολής στον Κύπρο και της αποκατάστασης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τον Ιούλη του 1974. Τελειώνει το 1989, με τις κυβερνήσειςΤζανετάκη και Ζολώτα που σηματοδότησαν το τέλος αυτού του πολιτικού κύκλου και την είσοδο στην περίοδο της καθαυτό «νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας», στην καρδιά των μετασχηματισμών του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού», που είχε στον πυρήνα της την συντριβή του «κοινωνικού συμβολαίου» της Μεταπολίτευσης.
Στο διάστημα αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις περιόδους. Η πρώτη είναι αυτή από το 1974 ως το 1977, που συμπίπτει με τη ριζοσπαστική φάση της μεταπολίτευσης. Η περίοδος της μεγάλης ανόδου των κοινωνικών αγώνων και του λαϊκού ριζοσπαστισμού, όταν ο συσχετισμός είναι ακόμα υπό διαμόρφωση και δεν έχει κριθεί. Τότε που η γραμμή των «δημοκρατικών δυνάμεων» κυριαρχεί στην Αριστερά. Η δεύτερη περίοδος αφορά το διάστημα 1977-1981, τότε που διαμορφώνεται η ηγεμονία της πασοκικής κοινοβουλευτικής εναλλαγής και σταδιακά της κοινοβουλευτικής αναμονής. Η τρίτη περίοδος καλύπτει το 1981-1985, με την «πρώτη φορά δημοκρατική κυβέρνηση». Σφραγίζεται από τη μάχη για τη σοσιαλδημοκρατική αφομοίωση του λαϊκού ριζοσπαστισμού και της Αριστεράς στην πασοκική διακυβέρνηση, μέσω επιμέρους παραχωρήσεων, αλλά και επίθεσης για την υποταγή στα όρια αυτά. Η τέταρτη και τελευταία περίοδος είναι του 1985-1989, όταν είναι φανερή η παρακμή και, ουσιαστικά, το τέλος της Μεταπολίτευσης. Ορόσημα οι κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, η συνθηκολόγηση της Αριστεράς στον ανερχόμενο –πλέον- νεοσυντηρητικό πόλο.
Το ερώτημα και ταυτόχρονα το «δίλημμα» που θέτει η ιστορική επανεκτίμηση αυτή της διαδρομής είναι ένα: Ήταν δυνατόν στην περίοδο της μεταπολίτευσης, να υπάρξει άλλη εξέλιξη, να οικοδομηθεί ένας άλλος ταξικός και πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων, που να αφήνει ανοιχτό τον δρόμο αντικαπιταλιστικών αλλαγών και της επαναστατικής προοπτικής; Ή, τελικά, ήταν αναπόφευκτη η καραμανλική σταθεροποίηση, η σοσιαλδημοκρατική εναλλαγή και, στο τέλος, η νεοφιλελεύθερη μητσοτακική αντεπίθεση; Και με ποιες προϋποθέσεις;
Ήδη, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η δικτατορία είχε μπει σε περίοδο πολιτικής κρίσης, που το καλοκαίρι του 1974 πήρε χαρακτηριστικά «κρίσης του κράτους». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η δυνατότητα εκδήλωσης επαναστατικών γεγονότων αποτελούσε μια ισχυρή πιθανότητα, που μάλιστα λαμβανόταν πολύ σοβαρά υπόψη από τις αστικές δυνάμεις. Η ίδια η παράλυση της χούντας, όπως αποκαλύφθηκε στην επιστράτευση-«οπερέτα», είχε στην βάση της τη δυνάμει επαναστατική απειλή.
Η Αριστερά -και στις δύο εκδοχές της- στήριξε την ομαλή κοινοβουλευτική μετάβαση. Δεν υπήρχε λογική και αναζήτηση αξιοποίησης της πολιτικής κρίσης για την προσέγγιση της επαναστατικής αλλαγής. Το ΚΚΕ, κινούμενο με βάση τη στρατηγική της «Νέας Δημοκρατίας» (του δημοκρατικού σταδίου στον δρόμο για τον σοσιαλισμό), υποστήριξε «μια κυβέρνηση εθνικής ανάγκης από όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία και καταπολέμησαν τις προδοσίες της»(απόφαση του ΠΓ στις 24 Ιουλίου 1974). Το ΚΚΕ εσωτερικού, με βάση την ευρωκομμουνιστική μεταρρυθμιστική στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό», τάχθηκε υπέρ της πολιτικής συνεργασίας όλων των «δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων» συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Καραμανλή, για να μην «ξαναγυρίσει η χούντα» (την περίφημη ΕΑΔΕ, Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα)! Στη βάση αυτής της πολιτικής καταγγέλλει τους ριζοσπαστικούς αγώνες της περιόδου που «ξεπερνούσαν τα όρια», χάνοντας κάθε επαφή με τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό.
Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1974, ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ. πήραν μέρος με το ψηφοδέλτιο της «Ενωμένης Αριστεράς». Έτσι, το ΚΚΕ, παρά τη διαφοροποίησή του από την γραμμή ουράς στην κυβέρνηση Καραμανλή, συμμαχεί με τους φορείς της, δίνοντας περιθώριο στο ΠΑΣΟΚ να αναδειχθεί ως «η πιο συνεπής αντιδεξιά δύναμη». Σε όλη την «πρώτη» ριζοσπαστική φάση της μεταπολίτευσης, το κίνημα αναπτύσσεται εκρηκτικά. Οι απεργοί από 300.753 το 1976 περνάνε σε 1.317.917 το 1980, ενώ οι χαμένες ώρες εργασίας από 6.145.000 το 1976 σε περίπου 20.500.000 το 1980.
Άγριες εργατικές απεργίες ξέσπασαν σε πολλά εργοστάσια. Μεγαλειώδεις πορείες και συγκρούσεις των οικοδόμων και του λαού με τις δυνάμεις καταστολής του Καραμανλή και της Δεξιάς, στις 23 Ιούλη του 1975 και στις 25 Μαΐου του 1976. Μεγάλη αναταραχή επικρατεί και στην αγροτιά. Πολιτιστικός οργασμός παντού. Το παλιό μετεμφυλιοπολεμικό πολιτικό σύστημα καταρρέει με πάταγο και διαμορφώνεται ένας τελείως νέος συσχετισμός δυνάμεων.
Οι τέσσερις περίοδοι της Μεταπολίτευσης από τον Ιούλη του 1974 ως το «βρόμικο ’89»
Στις εκλογές της 20ης Νοέμβρη 1977, το ΠΑΣΟΚ σκαρφαλώνει από το 14% στο 25% και αποκτά σαφές προβάδισμα στο μπλοκ της «αλλαγής», ενώ στο εσωτερικό της κομμουνιστικής Αριστεράς το ΚΚΕ κυριαρχεί. Το ΠΑΣΟΚ, βάζοντας πλώρη για την εξουσία, αρχίζει να ρίχνει γέφυρες στην αστική τάξη, να διαμορφώνει τους όρους της συναλλαγής του. Η Αριστερά, όμως, αντί να σηκώσει μέτωπο στο ΠΑΣΟΚ και να επικοινωνήσει με τις πιο ριζοσπαστικές -ιδίως τις εργατικές- τάσεις του ρεύματος που ζητούσε «Αλλαγή», για να το μπολιάσει με ένα προωθημένο πρόγραμμα σύγκρουσης με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, της ΕΟΚ, του ΝΑΤΟ, κάνει δική της πολιτική τον «αντιδεξιό, αστικό εκσυγχρονισμό».
Ειδικά το ΚΚΕ απευθύνεται σε όλα τα αντιπολιτευτικά δημοκρατικά κόμματα, με στόχο μια «ευρύτερη δημοκρατική συνεργασία», προκειμένου να λυθούν μια σειρά μερικότερα λαϊκά και δημοκρατικά προβλήματα και να δοθεί μια κάποια άμεση διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση (Πολιτική Απόφαση του 10ου Συνεδρίου). Αυτή η πολιτική όχι μόνο δεν πιέζει το ΠΑΣΟΚ, αλλά του δίνει όλη την άνεση να βγει στο ΚΚΕ «από αριστερά», επικαλούμενο την απουσία στόχων ενάντια στην αμερικανοκρατία και την ΕΟΚ (συνέντευξη Παπανδρέου στην Ελευθεροτυπία στις 22 Αυγούστου 1977).
Ταυτόχρονα, οι «δυνάμεις της αλλαγής» κάνουν ό,τι μπορούν όχι για να αναπτύξουν πολιτικά και προγραμματικά τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, αλλά για να τον περιορίσουν και να τον ακρωτηριάσουν. Καταγγέλλουν τις καταλήψεις ενάντια στον νόμο 815, τη σύγκρουση στο Πολυτεχνείο το ’80 και τη δολοφονία των Κουμή και Κανελλοπούλου, ως «προβοκάτσιες» που εμποδίζουν την ομαλή κοινοβουλευτική εναλλαγή. Έτσι, στο ρεύμα της «αλλαγής» επιβάλλεται από το ΠΑΣΟΚ και την κομμουνιστική Αριστερά η άμεσα κυβερνητική, σοσιαλδημοκρατική, διαχειριστική πλευρά. Η προεκλογική εκστρατεία του ΚΚΕ το 1981, με το σύνθημα «ΚΚΕ, Αλλαγή, Δεύτερη Κατανομή», έχει ως στόχο να «εγγυηθεί» την πορεία της «Αλλαγής» από τις «ταλαντεύσεις και παλινωδίες του ΠΑΣΟΚ»…
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση αποτέλεσε μια μείζονα αλλαγή για το πολιτικό σύστημα στην χώρα μας. Την πρώτη τετραετία ακολουθεί πολιτική αστικού εκσυγχρονισμού, με ορισμένα δημοκρατικά και σοσιαλδημοκρατικά στοιχεία, στα πλαίσια της κυριαρχίας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού (την οποία σταθεροποίησε). Οι δημοκρατικές αλλαγές είχαν υπερωριμάσει – και εν μέρει είχαν ήδη επιβληθεί στην πράξη. Το ΚΚΕ εσωτ. από την πρώτη του ανακοίνωση έσπευσε να «υποστηρίξει» την κυβέρνηση (Οκτώβρης 1981).
Το ΚΚΕ, στο 11ο Συνέδριό του (Δεκέμβρης 1982), εκτιμά σωστά ότι «η πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (…) περιορίζεται (…) στα πλαίσια μιας εκσυγχρονισμένης διαχείρισης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και της βελτίωσης των όρων εξάρτησης» (Θέση 32). Όμως, παράλληλα, εκτιμά ότι το ΠΑΣΟΚ δεν έχει «κατασταλαγμένη κατεύθυνση και φυσιογνωμία (Θέση 37), λειτουργώντας πρακτικά σαν «δύναμη πίεσης» στο «ταλαντευόμενο» ΠΑΣΟΚ. Το περιεχόμενο της «πραγματικής αλλαγής», όπως οριζόταν στο 11ο Συνέδριο, δεν ξέφευγε από το όριο της «πασοκικής εναλλαγής». Ήταν ένα πρόγραμμα πάλης για «εθνική ανεξαρτησία, εκδημοκρατισμό και περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων», που θα υλοποιηθεί από μια «δημοκρατική κυβέρνηση» με την ισχυρή παρουσία του ΚΚΕ», ενώ συνοδευόταν από απαράδεκτες στρατηγικές υποχωρήσεις και θόλωμα έως εξαφάνιση της «επαναστατικής τομής» (κλείσιμο Χ. Φλωράκη στο 11ο Συνέδριο).
Στο επίπεδο του κινήματος, η Αριστερά το οριοθετούσε, έτσι ώστε να μην αναπτυχθούν αντιπολιτευτικοί αγώνες που να θίγουν τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Όπως στην περίοδο της μεταπολίτευσης ο μεταπολιτευτικός ριζοσπαστισμός έπρεπε να «χωνευτεί» και να οριοθετηθεί στα όρια της «αλλαγής», έτσι και τώρα – και ακόμα χειρότερα – οι αγώνες έπρεπε να οριοθετούνται στα όρια της κυβερνητικής πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και στη διακήρυξη για τις εκλογές του 1985, το ΚΚΕ εκτίμησε ότι για να «προχωρήσει μπροστά ο τόπος και να ματαιωθεί ο δικομματισμός, πρέπει να σχηματιστεί μια δημοκρατική κυβέρνηση αλλαγής, στηριγμένη σε όλες τις προοδευτικές δυνάμεις και στο μαζικό κίνημα».
Το ΚΚΕ στον δρόμο προς το τέλος της Μεταπολίτευσης
Το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές του Ιούνη του 1985 και αρχίζει την προώθηση ενός σκληρού «προγράμματος σταθεροποίησης», έμπνευσης ΔΝΤ. Η επίθεση που εξαπολύει στον λαό δεν μένει χωρίς αντιδράσεις και πολιτικές συνέπειες. Παρατηρείται σοβαρή άνοδος των αγώνων, με σημαντικές απεργίες και κινητοποιήσεις, μεγάλες διαδηλώσεις, νέες συγκρούσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν εργατική τάξη και νεολαία. Η ΠΑΣΚΕ διασπάται.
Στην περίοδο εκείνη, ήταν δυνατό η κομμουνιστική Αριστερά να έρθει σε επικοινωνία με το ρεύμα της αποδέσμευσης από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, να γίνουν σοβαρά βήματα συσπείρωσης δυνάμεων πάνω σε ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικών αντιιμπεριαλιστικών αλλαγών, ικανό να αναμετρηθεί στις νέες συνθήκες με την επερχόμενη επίθεση και να ανοίξει αντικαπιταλιστικούς δρόμους.
Μετά την ήττα των εκλογών του 1985, με δύο αποφάσεις της ΚΕ, το ΚΚΕ αλλάζει ριζικά γραμμή, ερχόμενο σε ρήξη με την πολιτική των «δημοκρατικών δυνάμεων», εκτιμώντας ότι η διαχωριστική γραμμή δεξιά-αντιδεξιά και δεξιά-δημοκρατικές δυνάμεις «δεν εκφράζει την κύρια αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας (…) εμποδίζει την κατανόηση της στρατηγικής του δικομματισμού (…) εξισώνει σ’ ένα γενικό αντιδεξιό παρανομαστή το ΚΚΕ, ένα επαναστατικό κόμμα (…) με το ΠΑΣΟΚ, ένα ρεφορμιστικό κόμμα». Έτσι, χωρίς άλλες εξηγήσεις, γίνεται σμπαράλια η βάση της πολιτικής μιας και πάνω δεκαετίας..
Ο «απογαλακτισμός» από το ΠΑΣΟΚ δεν οδηγεί, όμως, στην χειραφέτηση από την αστική πολιτική γενικά, αλλά σε μια υποταγή στο νέο ανερχόμενο αστικό, «νεοφιλελεύθερο» ρεύμα. Η δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς είχε σαν πολιτική βάση την ρεφορμιστική στρατηγική του 12ουΣυνέδριου του ΚΚΕ, στο οποίο διατυπώνεται ο στόχος της «Αλλαγής με κατεύθυνση τον σοσιαλισμό», με πυρήνα μια «νέου τύπου ανάπτυξη» του καπιταλισμού και όχημα μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», με βάση τις δυνάμεις του Συνασπισμού.
Στην βάση αυτής της στρατηγικής υπογράφεται το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ. Θέτει δε σαν στόχο τηνανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, τον βαθύ εκδημοκρατισμό της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Όσο για την αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ, παραπέμπεται στην «διαδικασία διάλυσης των δύο συνασπισμών», ενώ η έξοδος από την ΕΟΚ μεταφράζεται στην λογική της «Ευρώπης των εργαζομένων». Με το ξέσπασμα του «σκανδάλου Κοσκωτά», ο Συνασπισμός βρίσκει την ευκαιρία που ζήταγε να μπει στα σαλόνια της εξουσίας, ξεπλένοντας και εξωραΐζοντας τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Η μεταπολίτευση ολοκλήρωσε τον κύκλο της. Με τη διάσπαση της ΚΝΕ (κυρίως) και του ΚΚΕ, τον Σεπτέμβρη του 1989, όσοι αποφάσισαν να «μην υπακούσουν» θα σώσουν την τιμή της Αριστεράς!
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (20.7.24)