Μπάμπης Συριόπουλος
Η συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου είναι μία ακόμα απόπειρα αριστερής κυβερνητικής συνεργασίας στη Γαλλία. Έχει προηγηθεί το Λαϊκό Μέτωπο το 1936, το Κοινό Πρόγραμμα το 1972 και η κυβέρνηση Μιτεράν με το ΚΚ Γαλλίας το 1981 και η Πληθυντική Αριστερά του Ζοσπέν το 1996. Οι συνεργασίες αυτές συγκροτήθηκαν ενάντια σε έναν απειλητικό εχθρό (φασισμό, νεοφιλευθερισμό), με κατάληξη την ήττα.
Η εκλογική συμμαχία της κεντροαριστεράς στη Γαλλία, ανασύσταση της NUPES, ονομάζεται Νέο Λαϊκό Μέτωπο υπενθυμίζοντας το Λαϊκού Μέτωπο (ΛΜ) που πήρε την κυβέρνηση της Γαλλίας στις 3 Μάη 1936. Η επιδίωξη της ενότητας, η υπέρβαση του κατακερματισμού της «αριστεράς» και ο κυβερνητισμός, δεν είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζονται. Μπορούμε να δούμε κάποια παραδείγματα αυτής της «κοινής λογικής» στη Γαλλία. Το πρώτο Λαϊκό Μέτωπο -που προκαλεί ρίγη νοσταλγίας- δημιουργήθηκε στις 14/7/1935 με βάση τις αποφάσεις του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935, στο όνομα της αποτροπής του επελαύνοντος φασισμού. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Λεόν Μπλουμ, σοσιαλιστή πρωθυπουργού της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, μετά την εκλογική νίκη ότι δεν πρόκειται «να προβεί σε μία επαναστατική απαλλοτρίωση ορισμένης μορφής της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας», οι Γάλλοι εργάτες άρχισαν απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων, πριν ακόμα η νέα κυβέρνηση αναλάβει τα καθήκοντά της (4/7/1936). Το τεράστιο απεργιακό κίνημα εκατομμυρίων εργαζομένων κατέληξε στη συμφωνία του Ματινιόν: αυξήσεις στους μισθούς, καθιέρωση συλλογικών συμβάσεων και της εβδομάδας των 40 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών, πληρωμένη καλοκαιρινή άδεια δυο βδομάδων και εργατική αντιπροσώπευση στη διοίκηση των εργοστασίων. Παρά τη συμφωνία, οι απεργίες συνεχίζονταν καθώς συχνά οι εργάτες διεκδικούσαν εθνικοποίηση των μονάδων, που είχαν καταλάβει και σταμάτησαν μόνο με την παρέμβαση του ΓΚΚ και τη δήλωση του γραμματέα του Μορίς Τορέζ «πρέπει να ξέρουμε πώς να σταματάμε μια απεργία».
Η νοσταλγική υπόμνηση στο Λαϊκό Μέτωπο του 1936 οφείλεται στο μεγαλύτερο εργατικό κίνημα που γνώρισε η Γαλλία μετά την Κομμούνα του 1871 και στις πρωτόγνωρες εργατικές κατακτήσεις. Ποιά ήταν η συνέχεια; Οι απεργίες σταμάτησαν, η κυβέρνηση μετά από λίγο ανακοίνωσε ένα μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών, οι δημόσιες κοινωνικές δαπάνες άρχισαν να πετσοκόβονται, ο πληθωρισμός εξανέμιζε τις αυξήσεις και τον Μάρτη του 1937, η αστυνομία σκότωσε έξι εργάτες σε αντιφασιστική διαδήλωση. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε (22/6/1937), ακολούθησαν άλλες κυβερνήσεις του Λαϊκού Μετώπου, με ή χωρίς τον Λεόν Μπλουμ, μέχρι που η κυβέρνηση Νταλαντιέ -μετά τη διάλυση του ΛΜ- κατήργησε τη 40ωρη εβδομάδα τον Νοέμβρη του 1938. Η γενική απεργία στις 30 Νοέμβρη απέτυχε και χτυπήθηκε σκληρά από την αστυνομία, καθώς η διάψευση και η απογοήτευση είχαν αποδιοργανώσει την εργατική τάξη. Το ΓΚΚ κηρύχθηκε παράνομο το φθινόπωρο του 1939.
Το Λαϊκό Μέτωπο το 1936 είχε συγκροτηθεί, επίσης, για την αποτροπή του φασισμού. Τον απέτρεψε; Παρά τον εξοπλισμό του γαλλικού στρατού, οι αξιωματικοί δεν ήταν πολύ πρόθυμοι στον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ η τσακισμένη εργατική τάξη δεν μπορούσε να παίξει αυτόνομο ρόλο. Μετά την ήττα, η Βουλή του Μάη του 1936 δίνει απεριόριστες εξουσίες στις 10 Ιούλη 1940 στον δοσίλογο πρωθυπουργό Πετέν της κυβέρνησης του Βισί. Κατά ψήφισαν μόλις 57 βουλευτές (από τους 544), εκ των οποίων οι 29 του Σοσιαλιστικού Κόμματος (από τους 149). Οι βουλευτές του ΓΚΚ είχαν κηρυχθεί ήδη έκπτωτοι.
Το 1972 διαμορφώθηκε το «Κοινό Πρόγραμμα για μια Κυβέρνηση Αριστερής Ενότητας» ανάμεσα στο ΓΚΚ και στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Φ. Μιτεράν. Ήταν η προσπάθεια διοχέτευσης της εργατικής ριζοσπαστικοποίησης του Μάη του 1968 σε αυστηρά εκλογικά επίπεδο. Για το ΓΚΚ η εφαρμογή αυτού του προγράμματος σήμαινε τη «συντριβή της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου» και θα άνοιγε το δρόμο για την «ανεπτυγμένη δημοκρατία» και τον σοσιαλισμό. Το Κοινό Πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε από το ΓΚΚ το 1977 γιατί δεν περιλάμβανε αρκετές εθνικοποιήσεις, ωστόσο η στρατηγική του κυβερνητικού δρόμου δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Έτσι το ΓΚΚ στήριξε τον Μιτεράν στις προεδρικές εκλογές του Μάη του 1981 και συμμάχησε με το ΣΚ στις βουλευτικές του Ιούνη. Στην κυβέρνηση Μιτεράν είχε τέσσερις υπουργούς. Δώδεκα μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις και 38 τράπεζες εθνικοποιήθηκαν (με αποζημίωση όμως για τους παλιούς ιδιοκτήτες), ενώ καθιερώθηκε η συμμετοχή συνδικαλιστών στη διοίκηση των επιχειρήσεων και δόθηκε αύξηση 11,5% στον κατώτατο μισθό. Ωστόσο, τον Μάρτη του 1983 ήρθε η «μεγάλη στροφή» όταν βασικός στόχος της κυβέρνησης ανακηρύχτηκε η καταπολέμηση του πληθωρισμού και η διατήρηση του φράγκου στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα. Ήρθε η λιτότητα, άρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γαλλία αυτό που όλοι λένε τώρα «νεοφιλελευθερισμό» και υποτίθεται ότι η επικράτησή του οφείλεται στους Ρίγκαν – Θάτσερ. Λοιπόν, στη Γαλλία τον έφερε ο Μιτεράν και η «αριστερή» κυβέρνηση από την οποία αποχώρησε το ΓΚΚ το 1984 χωρίς ποτέ να ανακάμψει εκλογικά.
Ο Ζοσπέν ψήφισε το Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ, συνέχισε τις ιδιωτικοποιήσεις και συμμετείχε στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας
Η τρίτη προσπάθεια ήταν η κυβέρνηση της «Πληθυντικής Αριστεράς» με πρωθυπουργό το Λιονέλ Ζοσπέν του ΣΚ. Το εργατικό κίνημα με τις νικηφόρες απεργίες εκατομμυρίων εργαζομένων το 1995 απέτρεψε τη «μεταρρύθμιση» του συνταξιοδοτικού του δεξιού πρωθυπουργού Αλέν Ζιπέ. Η κυβέρνηση της Πληθυντικής Αριστεράς -με τη συμμετοχή του ΓΚΚ και τωνΠπρασίνων- θα αναχαίτιζε το νεοφιλελευθερισμό (αυτόν που «εγκατάστησε» ο Μιτεράν). Σε λίγο ο Ζοσπέν ψήφισε το «Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας» της ΕΕ (θεμέλιο της ευρωζώνης), συνέχισε τις ιδιωτικοποιήσεις (Air France) και συμμετείχε στον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας. Το 2002 η ΠΑ έχασε τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές, ενώ ο Ζοσπέν ήρθε τρίτος μετά τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, πατέρα της Μαρίν. Είχε έρθει η ώρα να ανατείλει η ακροδεξιά.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο έρχεται να πολεμήσει τον «μακρονισμό» (τώρα δεν τολμούν καν να μιλήσουν για κατάργηση του «νεοφιλευθερισμού») και την ακροδεξιά (αυτήν που έφερε η κυβέρνηση της ΠΑ). Ο Σίσυφος συνεχίζει ακάθεκτος το έργο του και μετά από κάθε κατρακύλα αρχίζει να σπρώχνει το βράχο από όλο και πιο κάτω. Όσο ριζοσπαστικά και αν είναι τα προγράμματά τους, δεν αξίζουν ούτε το χαρτί πάνω στο οποίο είναι γραμμένα, καθώς δεν διατίθενται να συγκρουστούν με την αστική τάξη. Υποσχέσεις με την «άδεια των αρχών» που φέρνουν μόνο ταπεινωτικές ήττες. Ο επαναστατικός δρόμος δεν υπάρχει καν γι’ αυτούς. Και αυτοαποκαλούνται ρεαλιστές και καινοτόμοι!