Γιώργος Παυλόπουλος
Οι εκλογές στις ΗΠΑ έχουν μικρή σχέση με τη δημοκρατία
Η αναμέτρηση ανάμεσα στον τέως πρόεδρο και τη νυν αντιπρόεδρο θα επικεντρωθεί και θα κριθεί σε έξι με εφτά πολιτείες-κλειδιά, όποιο και αν είναι το ποσοστό τους πανεθνικά. Όσο για τη Χάρις, δεν θα κριθεί από την ηλικία, το χαμόγελο και το χρώμα του δέρματός της, αλλά από το κατά πόσο θα συνεχίσει ή θα αλλάξει την αποτυχημένη πολιτική του Μπάιντεν.
Η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ, μόλις εκατό μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές της 5ηςΝοεμβρίου, μπορεί να ήταν ασυνήθιστη, υπήρξε όμως μάλλον αναμενόμενη – τόσο η απόσυρση του Τζο Μπάιντεν από την κούρσα όσο και η επιλογή της αντιπροέδρου του, Κάμαλα Χάρις, για να τον διαδεχθεί ως υποψήφια των Δημοκρατικών. Oτιδήποτε άλλο θα δημιουργούσε μια εικόνα χάους και θα «κλείδωνε» από τώρα τη συντριβή τους στις εκλογές και την απώλεια όχι μόνο του Λευκού Οίκου, αλλά και της οριακής πλειοψηφίας που διαθέτουν στη Γερουσία (το έτερο σώμα του Κογκρέσου, η Βουλή, ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους).
Η απόφαση του Μπάιντεν αποτελούσε πρακτικά μονόδρομο, καθώς ήταν φανερό ότι ακόμη και στη (σχεδόν απίθανη) περίπτωση που κέρδιζε, δεν θα μπορούσε να «βγάλει» την τετραετία. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι όσοι Αμερικανοί τον ψήφιζαν θα έκαναν κάτι εξ’ ορισμού παράδοξο και αντιφατικό: θα επέλεγαν κάποιον για τον οποίο θα γνώριζαν εκ των προτέρων ότι είναι ακατάλληλος. Σε μία στιγμή, μάλιστα, που ο αντίπαλός του, Ντόναλντ Τραμπ, έδειχνε να επελαύνει ακάθεκτος, φορώντας το φωτοστέφανο του παραλίγο «μάρτυρα» ο οποίος αποδείχθηκε… γενναίος και αγωνιστής, μετά τη δολοφονική απόπειρα σε βάρος του.
Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι για να πειστεί επιστρατεύτηκαν τα βαριά «όπλα». Αφενός, οι στενοί του συνεργάτες – έχοντας λάβει σαφείς εντολές από την ηγετική ομάδα του κόμματος – του διεμήνυσαν πως εάν δεν έπαιρνε την απόφαση, θα ακολουθούσε ένα «κύμα» δηλώσεων από γερουσιαστές, βουλευτές και κυβερνήτες πολιτειών ότι αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του. Αφετέρου, οι «χορηγοί» των Δημοκρατικών είχαν καταστήσει ξεκάθαρο ότι οι στρόφιγγες θα έκλειναν, αναγκάζοντας το επιτελείο του να «παγώσει» την προεκλογική εκστρατεία.
Ειδικά στο τελευταίο σημείο αξίζει να σταθούμε περισσότερο, καθώς είναι γνωστό ότι στις ΗΠΑ, εκλογές δεν μπορεί κανείς να κερδίσει εάν δεν έχει γεμάτο πορτοφόλι και ισχυρούς χρηματοδότες. Ενδεικτικό είναι ότι στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές, του 2020, Μπάιντεν και Τραμπ δαπάνησαν για τις εκστρατείες τους ένα ποσό-ρεκόρ, που μαζί με τα «ψιλά» που αντιστοιχούσαν στους άλλους διεκδικητές του χρίσματος των δύο κομμάτων ξεπέρασε τα 6,5 δισ. δολάρια. Συνολικά δε, οι δύο «μονομάχοι» και οι διεκδικητές των εδρών στο Κογκρέσο και των θέσεων κυβερνητών διέθεσαν τότε το – ασύλληπτο για τις περισσότερες χώρες, ακόμη και της Δύσης – ποσό των 14 δισ. δολαρίων για τις προεκλογικές τους εκστρατείες!
Όλα δείχνουν, μάλιστα, ότι φέτος αυτό το ρεκόρ θα καταρριφθεί εκ νέου και μάλιστα κατά πολύ. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι ο «χρησμός» των οικονομικά ισχυρών υπήρξε καθοριστικός για την τροπή που πήραν οι εξελίξεις. Όπως είναι καθοριστικός και για τις θέσεις των υποψηφίων και τις πολιτικές που εφαρμόζουν εφόσον εκλεγούν. Δύσκολα, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φανταστεί τον Τραμπ να κάνει πράγματα που θα… στενοχωρήσουν τον Ίλον Μασκ – αφεντικό της Tesla, της πλατφόρμας X και «μεσίτη» του διαστήματος – ο οποίος έχει ταχθεί εξαρχής στο πλευρό του και τον στηρίζει με δεκάδες εκατ., αναμένοντας φυσικά τα ανάλογα ανταλλάγματα όταν έρθει η ώρα.
Η διάσταση των «χορηγών» αποτελεί, αναμφίβολα, μία από τις πολλές αποδείξεις για το γεγονός ότι η εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ – πολύ περισσότερο από ό,τι στην Ευρώπη, παρά τη «νόθευση» που επιτυγχάνεται και εδώ – έχει ελάχιστη σχέση με αυτό που οι περισσότεροι πιστεύουν ότι σημαίνει η έννοια της δημοκρατίας. Με την πιο αδιάσειστη, βεβαίως, να αφορά στον τρόπο εκλογής του/της προέδρου, καθώς δεν είναι οι ψηφοφόροι που αποφασίζουν, αλλά οι εκλέκτορες που προκύπτουν από αυτούς.
Μονόδρομος για τον Μπάιντεν η απόσυρση από την κούρσα, καθώς τα μεγάλα «πορτοφόλια» τράβηξαν την πρίζα
Πρόκειται για ένα σώμα του οποίου τα μέλη έχουν τυπικά το δικαίωμα να αλλάξουν γνώμη οποιαδήποτε στιγμή, ενώ οι αναλογίες μπορεί να είναι διαφορετικές από εκείνες που προκύπτουν από το εκλογικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, ενδέχεται κάποιος/-α να διασφάλισε πολύ περισσότερες ψήφους σε πανεθνικό επίπεδο, αλλά να διαθέτει λιγότερους εκλέκτορες (η Χίλαρι Κλίντον το 2016 είχε λάβει δύο και πλέον εκατ. περισσότερες από τον Τραμπ, αλλά δεν έγινε πρόεδρος). Η αιτία είναι ότι ο/η υποψήφιος/-α που κερδίζει κάθε πολιτεία παίρνει το σύνολο των εκλεκτόρων της. Έτσι, για παράδειγμα, ακόμη κι αν οι Δημοκρατικοί λάβουν 90% στην Καλιφόρνια, που με περίπου 40 εκατ. κατοίκους είναι η πολυπληθέστερη της χώρας, δεν θα πάρουν πάνω από 55 εκλέκτορες που της αντιστοιχούν (σε σύνολο 540).
Τα παραπάνω είναι και ο λόγος για τον οποίο ουδείς είναι σε θέση να κάνει σήμερα ασφαλή πρόβλεψη για το αποτέλεσμα των εκλογών απλώς και μόνο με βάση τα δημοσκοπικά ποσοστά του Τραμπ και της Χάρις. Πρακτικά, αμφότεροι έχουν σίγουρη την επικράτησή τους στα παραδοσιακά «κάστρα» των δύο κομμάτων – που για να αλλάξουν χρώμα θα πρέπει να γίνει… πόλεμος ή κάποια άλλη συγκλονιστική ανατροπή – και τα πάντα θα κριθούν στις έξι με εφτά πολιτείες-κλειδιά, οι οποίες αλλάζουν συχνά χέρια (Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια, Βόρεια Καρολίνα, Τζόρτζια, Νεβάδα και Αριζόνα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες από αυτές συγκροτούν την παλιά βιομηχανική «καρδιά» των ΗΠΑ, όπου εκατομμύρια εργαζόμενοι επλήγησαν βίαια από τη διαδικασία της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, η οποία μετέφερε το κέντρο βάρους της αμερικανικής οικονομίας σε άλλους τομείς και σε άλλες πολιτείες. Σε αυτούς – εκτός από το πιο καθυστερημένο και αντιδραστικό τμήμα της χώρας – έχει ρίξει μεγάλο βάρος ο Τραμπ, όπως επίσης και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της νέας τεχνολογίας, οι οποίες νιώθουν ότι συνθλίβονται από τους «γίγαντες» του κλάδου. Γι’ αυτό και επέλεξε τον Τζέι Ντι Βανς ως υποψήφιο αντιπρόεδρο, εκτιμώντας ότι μπορεί να «μιλήσει» απευθείας στις συγκεκριμένες κοινωνικές και επιχειρηματικές ομάδες.
Εκεί, τελικά, θα κριθούν οι εκλογές και όχι στην ηλικία, το χαμόγελο και το χρώμα του δέρματος της Χάρις. Εξάλλου, Αφροαμερικανοί και άλλες μειονότητες έχουν μάλλον δυσάρεστη εμπειρία από την οκταετία του Μπαράκ Ομπάμα…