Κώστας Μπουγιούκος, Γιώργος Παυλόπουλος, Βασίλης Τσιράκης
Η πιο περίεργη διαπίστωση μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των πρόωρων γαλλικών βουλευτικών εκλογών της 30ης Ιουνίου είναι ότι οι αντιδράσεις περιορίστηκαν στο να βλέπουν την πιθανή κατάκτηση της εξουσίας από την Ακροδεξιά σαν μια νέα εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή ήταν ήδη εδώ τα τελευταία 15 χρόνια. Όχι μόνο σαν την «βουή» των φασιστοειδών του Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος είχε περάσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002 ή των επιδόσεων της κόρης του, Μαρίν Λεπέν, το 2017 και 2022. Αλλά επειδή η Ακροδεξιά λειτουργεί ουσιαστικά ως θεσμική πολιτική δύναμη στη Γαλλία τουλάχιστον τα τελευταία 7 χρόνια -και ακόμα περισσότερα στην Ευρώπη (και την Ελλάδα)- όπου ο ακροδεξιός ακροκεντρώος ολοκληρωτικός καπιταλισμός επελαύνει είτε με το προσωπείο των «ανεκτικών-ανοιχτόμυαλων» τεχνοκρατών είτε με εκείνο των εγγονιών του Μουσολίνι και του στρατηγού των δοσίλογων του Πετέν.
Δεν συνιστά κυνισμό ή αυθαίρετη ερμηνεία ο ισχυρισμός ότι είναι μόνο το προσωπείο που αλλάζει ή πρόκειται να αλλάξει στην Γαλλία. Για του λόγου το αληθές, την επόμενη της εκλογής Μακρόν το 2017 (που ψηφίστηκε για να βάλει «φραγμό» στην Ακροδεξιά) ο δείκτης CAC40 των μεγαλύτερων εταιριών στο χρηματιστήριο κατέγραψε άλμα. Αυτό, όμως, συνέβη και την επόμενη του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής, όταν πήρε την πρωτιά το εκλεκτό παιδί της Λεπέν, ο Ζορντάν Μπαρνελά, καθώς ο ίδιος δείκτης σημείωσε μια εξίσου μεγάλη αύξηση. Τα «υψώματα της εξουσίας» (τα commanding heights για να θυμηθούμε τον Λένιν) στη γαλλική κοινωνία έχουν λάβει ήδη θέση και έχουν προετοιμασμένες τις αποφάσεις και τις κινήσεις τους.
Το γεγονός αυτό αποτελεί και μια πρώτη απάντηση σε όλους εκείνους που αναρωτιούνται αν είναι το ίδιο ο σκληρός φιλελευθερισμός του Μακρόν με τον ρατσισμό της Λεπέν. Όχι, δεν θα είναι ακριβώς το ίδιο. Μια συνέχεια θα είναι, μια από τα ίδια και ακόμη χειρότερα.
Ο Εμανουέλ Μακρόν εμφανίστηκε και απαίτησε την ψήφο των Γάλλων για να «μην έρθει η Ακροδεξιά στην εξουσία». Η Μαρίν Λεπέν εμφανίστηκε και ζητάει την εκλογή της για να «τελειώνουμε με τον Μακρονισμό». Είναι πολύ καθαρό, όμως, ότι τίποτε από τα δύο δεν πρόκειται να συμβεί.
Τμήματα του γαλλικού κεφαλαίου, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τη βαθιά οικονομική και ταυτοτική κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Γαλλίας, αναδιατάσσονται και θέλουν να πάρουν αποστάσεις από τις Βρυξέλλες και τη Γερμανία, κάτι που αποτυπώνεται σε σημεία του προγράμματος της Εθνικής Συσπείρωσης (πχ. για την ΚΑΠ). Την ίδια στιγμή, σε αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά σε έξοδο ή έστω επαναδιαπραγμάτευση των βασικών στρατηγικών πυλώνων ύπαρξης της ΕΕ. Η Εθνική Συσπείρωση, με άλλα λόγια, ποντάρει στην φαντασιακή ρήξη και τον «αντισυστημισμό» που έχει λανσάρει στους ψηφοφόρους της πατώντας πάνω στα ρατσιστικά, ξενοφοβικά και αντιδραστικά χαρακτηριστικά κομματιών της γαλλικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο καλύτερος τρόπος επιβολής και αναπαραγωγής της εξουσίας σε περιόδους οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής κρίσης είναι να κάνεις τους φτωχούς να πιστεύουν ότι για την κατάσταση τους φταίνε όσοι είναι φτωχότεροι. Κάτι παρόμοιο με αυτό που έκανε και κάνει το «Ακραίο Κέντρο» με το κίβδηλο δίπολο δημόσιος-ιδιωτικός τομέας.
Σε αυτό το φόντο, μια κυβέρνηση μειοψηφίας (ως πιθανό σενάριο) του Ζορντάν Μπαρντελά, θα είναι μια από τα ίδια και χειρότερα. Σκληρότερα, πιο αντιδραστικά και πιο επιθετικά, απέναντι στον εσωτερικό εχθρό, με άλλη εθνικότητα, χρώμα ή θρησκεία. Φαίνεται πως οι ευρωπαϊκές ελίτ γνωρίζουν ότι για να πολεμήσουν τον «εξωτερικό» εχθρό θα πρέπει να κλείσουν πρώτα με τους καλύτερους όρους τους λογαριασμούς τους με τον εσωτερικό, γι’ αυτό επιλέγουν την Ακροδεξιά. Και ορθά το νομίζουν, γιατί εδώ και καιρό στη Γαλλία αναπτύσσεται ένα διευρυμένο και πλατύ κίνημα με πολύ δυναμικά κομμάτια, από πρωτοπόρα συνδικάτα μέχρι την νεολαία των προαστίων, που βρήκε το δρόμο της προς το κέντρο του Παρισιού μέσω των διαδηλώσεων για την Παλαιστίνη.
Αυτό το κίνημα, με πολλά ταξικά και λαϊκά στοιχεία, ψάχνει απεγνωσμένα την προωθημένη αυτή πολιτική έκφραση και εκπροσώπηση που θα το πάει πιο μακριά και θα το κάνει πραγματικό αντίπαλο και φραγμό στην ακροκεντρώα και ακροδεξιά αντίδραση. Εξάλλου, από την άνοδο του Μακρόν στην εξουσία το 2017 και μετέπειτα, ενώ η Γαλλία έχει ζήσει την πιο «θερμή» κινηματικά περίοδο εδώ και χρόνια, παρατηρείται μια αδυναμία του συνόλου των δυνάμεων που έχουν αναφορές και ερείσματα σε όλα τα μεγάλα ξεσπάσματα της περιόδου (Κίτρινα Γιλέκα, συνταξιοδοτικό κοκ.) να συγκροτήσουν μια πολιτική δύναμη που ξεκάθαρα θα επιδιώκει να αντιπαρατεθεί με τον πυρήνα της ακροκεντρώας-ακροδεξιάς επίθεσης του κεφαλαίου.
Στην τελευταία της «στροφή», αυτή η ολιγωρία-αδυναμία εκφράζεται από την συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου (ΝΛΜ). Πολλά μπορεί να γραφτούν γι’ αυτό και την πολυπλοκότητα που αντιπροσωπεύει, κάτι που δεν μπορεί να γίνει «στα πεταχτά», καθώς υπάρχουν αναμφίβολα και υγιής δυνάμεις στο εσωτερικό του, αλλά και σημαντικά μέτρα ανακούφισης του λαού στο πρόγραμμα του. Την ίδια στιγμή, όμως, στα κεντρικά στρατηγικά ερωτήματα, οι απαντήσεις είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες των καιρών και των λαϊκών στρωμάτων τα οποία (επιδιώκει να) εκπροσωπεί.
Το Νέο Λαϊκό Μέτωπο έγινε στην πράξη ο «αιμοδότης» των μακρονιστών υποψηφίων, με την απόσυρση 130 δικών του
Η Γαλλία δεν διαθέτει ουσιαστικά κομμουνιστικό κόμμα, ούτε κάποια άλλη οργανωμένη δύναμη που να έχει ολοκληρωμένο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Το Γαλλικό ΚΚ είναι μια καρικατούρα του παρελθόντος του, με έναν γενικό γραμματέα ο οποίος μοιάζει πιο πολύ με… CEO πολυεθνικής. Οι υπόλοιπες οργανώσεις της Αριστεράς, αν δεν εμφανίζουν καταστροφικές απόψεις – όπως για παράδειγμα η θέση του NPA-A περί αποστολής όπλων στην Ουκρανία – αναλώνονται σε συζητήσεις συμμαχιών με κομμάτια όλου αυτού που ο λαός της Γαλλίας βλέπει ως μέρος του προβλήματος. Φυσικά, αναφερόμαστε στην εκλογική σύμπραξη με κόμματα της αστικής τάξης που εξέθρεψαν τον Μακρόν και τις πολιτικές του (Σοσιαλιστές και Οικολόγοι), κάτι που κατέστη έκδηλο στην περίπτωση της Ανυπόταχτης Γαλλίας του Ζαν-Λικ Μελανσόν. Ενώ είχε λάβει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 22% και έχασε για ελάχιστα τη συμμετοχή του στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών μόλις δύο χρόνια πριν (και πάνω από 25% στις βουλευτικές), δεν κατάφερε να βαθύνει την σύνδεση του με την θιγόμενη πλειοψηφία, αλλά επέλεξε την συμμετοχή στις δοκιμασμένες συνταγές των ευρύτερων μετώπων.
Οι ανάγκες των καιρών και του κόσμου της δουλειάς και της εγκατάλειψης επιβάλλουν στην Αριστερά και τους κομμουνιστές όχι μόνο να συγκροτούν ad hoc κάποιο μέτωπο μικρού βεληνεκούς, που να αντιτίθεται σε κάποιους από τους πολιτικούς εκπροσώπους του κεφαλαίου. Απαιτούν από αυτούς να απαντούν, να οργανώνουν την τάξη, να έχουν συγκροτημένο πρόγραμμα από το σήμερα μέχρι τον στρατηγικό στόχο και να παλεύουν ενάντια στην αστική εξουσία και στα πολλαπλά πλοκάμια της κυριαρχίας της.
Κ. Μ
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά στον α΄ και β΄ γύρο
Ποσοστό 1,15% και 367.158 ψήφους συγκέντρωσε η αντικαπιταλιστική Αριστερά στον πρώτο γύρο, με τον κύριο όγκο να προέρχονται από την Lutte Ouvriere (Εργατική Πάλη) που είχε 550 υποψήφιους. Το Nouveau Parti Anticapitaliste-Revolutionnaires (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα-Επαναστάτες) είχε 30 υποψήφιους και η Revolution Permanente (Διαρκής Επανάσταση) δύο.
Όσον αφορά στη στάση τους στον δεύτερο γύρο, η Εργατική Πάλη τονίζει ότι «ελλείψει υποψηφίων που διεκδικούν τα υλικά και πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, δεν δίνει κατεύθυνση και επομένως οι ψηφοφόροι της είναι ελεύθεροι να ψηφίσουν υπέρ ενός αριστερού υποψηφίου ή να απέχουν». Προσθέτει δε ότι «για τους εργαζόμενους, αυτό που θα μετρήσει για το μέλλον (…) η ικανότητα της εργατικής τάξης να ξαναρχίσει τον αγώνα της ενώνοντας τον λαό, όχι μόνο ενάντια στις πολιτικές μαριονέτες, αλλά και εναντίον της μεγαλοαστικής τάξης που κινεί τα νήματα».
Το NPA-R σημειώνει: «Ούτε μία ψήφος για τη Λεπέν ή τον Μακρόν, αλλά ούτε την παραμικρή εμπιστοσύνη στις εκλογικές υποσχέσεις της θεσμικής Αριστεράς. Όπου, ωστόσο, μια υποψηφιότητα από το LFI (Ανυπότακτη Γαλλία) ή το PCF (ΚΚ) θα βρισκόταν απέναντι στο RN (Εθνική Συσπείρωση) ή όπου, κατ’ εξαίρεση, μια υποψηφιότητα από άλλα αριστερά κόμματα θα το δικαιολογούσε, θα ζητήσουμε ψήφο υπέρ της. Χωρίς καμία εμπιστοσύνη στην πολιτική της εκλογικής συμμαχίας του LFI, αλλά από αλληλεγγύη στους ψηφοφόρους τους που συχνά είναι σύντροφοι στον αγώνα».
Τέλος, η RP αναφέρει: «Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου, ο αγώνας ενάντια στην Ακροδεξιά και αυταρχικές και ρατσιστικές πολιτικές θα είναι κεντρικό θέμα την επόμενη περίοδο (…) Η πρόκληση της οικοδόμησης μιας απάντησης στην Ακροδεξιά και τις πολιτικές που της ανοίγουν το δρόμο ήταν στο επίκεντρο αυτής της εκστρατείας, αυτό θα γίνει και τις επόμενες εβδομάδες και μήνες».
Β. Τ
Πού κυριάρχησε η Λεπέν και πού το Νέο Λαϊκό Μέτωπο
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η «ανθρωπογεωγραφία» της εκλογικής βάσης του κόμματος της Λεπέν και του Μπαρντελά, όπως την αναδεικνύουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις, καθώς αναδεικνύει όχι μόνο τα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας στα οποία ηγεμονεύει, αλλά και το γεγονός ότι έχει καταφέρει να διεισδύσει και να αποκτήσει δεσμούς σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές ομάδες. Μια ματιά στον πολιτικό χάρτη της Γαλλίας, όπως αυτός διαμορφώθηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής, δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της έχει βαφτεί στα χρώματα της Εθνικής Συσπείρωσης και των συμμάχων της, που αναδείχθηκαν πρώτοι στις 297 από τις 577 περιφέρειες – έναντι 159 του Νέου Λαϊκού Μετώπου, 70 του κόμματος του Μακρόν και μόλις 20 των Ρεπουμπλικάνων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις περιοχές που δεν «άλωσε» το RN και κατέγραψε ποσοστά χαμηλότερα του πανεθνικού μέσου όρου του είναι τα περισσότερα μεγάλα αστικά κέντρα (με πάνω από 200.000 κατοίκους), μαζί και το ευρύτερο Παρίσι, το οποίο έχει ουσιαστικά χωριστεί στα δύο. Στο κέντρο και τις πιο πλούσιες συνοικίες του επικράτησαν κατά βάση οι «μακρονιστές», ενώ το NFPήταν κυρίαρχο στις ανατολικές και βόρειες συνοικίες (όπως το Σέιν-Σεντ Ντενί), όπου είναι συγκεντρωμένο μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, αλλά και των μεταναστών. Τον πρώτο λόγο είχε, μάλιστα, η Ανυπότακτη Γαλλία, η οποία εξέλεξε εκεί τους περισσότερους από τους 32 συνολικά βουλευτές της στον πρώτο γύρο – μια εικόνα που αποτελεί ουσιαστικά επανάληψη εκείνης που είχε καταγραφεί τόσο στις βουλευτικές του 2022 όσο και στις φετινές ευρωεκλογές.
Στο σύνολο των ψηφοφόρων, πάντως, η Ακροδεξιά φαίνεται να κυριαρχεί στα κατώτερα και πιο πληβειακά στρώματα. Για του λόγου το αληθές, το ποσοστό της στις τάξεις των αποκαλούμενων «μπλε κολάρων» φτάνει στο 57% (!), ενώ στα λευκά κολάρα το 44%, έναντι μόλις 21% στα στελέχη των επιχειρήσεων, όπου πρώτο έρχεται το NFP με 34% και δεύτερο το Ensemble του Μακρόν με 26%. Το ποσοστό του RN βαίνει μειούμενο και όσο αυξάνει η εισοδηματική κλίμακα – από το 38% σε εκείνη την κατηγορία που αμείβεται μηνιαίως με λιγότερα από 1.250 ευρώ σε 32% για την αντίστοιχη άνω των 3.000 ευρώ – ενώ σημαντικό είναι το ποσοστό του και στους άνεργους, που φτάνει στο 40%.
Όσον αφορά στις ηλικιακές ομάδες, τέλος, η πιο δυνατή κατηγορία της Λεπέν είναι όσοι ανήκουν στην κατηγορία των 35-50, όπου τα ποσοστά της κυμαίνονται από 36% ως 40%, ενώ στους νεότερους επικρατεί καθαρά το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, φτάνοντας και το 48% στους ψηφοφόρους ηλικίας 18-24 ετών.