Σταύρος Μαυρουδέας, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο, υποψήφιος με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ-Ανατρεπτική Συνεργασία
Η ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση αποτέλεσε τη σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής αστικής τάξης. Ήλπιζε ότι έτσι θα αναβαθμιστεί στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Το στοίχημα αυτό έχει αποτύχει. Ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2010 ο ελληνικός καπιταλισμός έχει υποβαθμισθεί σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όπως κάθε καπιταλιστική αναδιάρθρωση, αυτή η ένταξη -και οι αποτυχίες της- έχει κόστη, που πληρώνει ο λαός. Χαρακτηριστικά, ο ελληνικός μέσος μισθός είναι στους ουραγούς, ενώ οι ώρες εργασίας στους πρωταθλητές στην ΕΕ.
Όμως, η ελληνική ολιγαρχία παραμένει σταθερή σ΄ αυτόν τον ευρω-μονόδρομο, την αποδοχή του οποίου έχει θέσει σαν κόκκινη γραμμή για τα συστημικά πολιτικά κόμματα. Φυσικά, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν την χρειάζονται, καθώς τον ενστερνίζονται πλήρως. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την ανάληψη της κυβέρνησης (2015) εγκατέλειψε διάφορες ανούσιες προεκλογικές ατάκες κατά του ευρωμονόδρομου και σήμερα ο Τσίπρας διαρρηγνύει τα ιμάτια του ότι ποτέ δεν σκέφτηκε να τον αμφισβητήσει. Το μόνο που ζητά είναι μία πιο κοινωνικά ευαίσθητη και λιγότερο οικονομικά αυστηρή ΕΕ. Και βέβαια, το Κασσελάκειο τσίρκο του ΣΥΡΙΖΑ πάει ακόμη πιο πέρα στην ευρωδουλεία. Το ίδιο ισχύει για τα μετα-ΣΥΡΙΖΑϊκά μορφώματα της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας.
Τα ακροδεξιά κόμματα – παρά τις πατριδοκάπηλες εθνικιστικές κορώνες τους – δεν πατούν τη συστημική κόκκινη γραμμή. Οι κριτικές τους περιορίζονται σε «ενδο-οικογενειακές γκρίνιες» και δεν θέτουν ζήτημα αποδέσμευσης από την ΕΕ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της φασιστικής προέλευσης κυβέρνησης Μελόνι στην Ιταλία, που σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία «φρόνιμη» ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Τώρα, μάλιστα, που η Ακροδεξιά πάει να γίνει η δεύτερη δύναμη στο ευρωκοινοβούλιο, βοηθούμενη από τις αντιλαϊκές πολιτικές της ΕΕ, το ενδιαφέρον της έχει μετατοπισθεί στο να κυριαρχήσει στην ΕΕ και όχι στο να την αμφισβητήσει.
Όμως, η συστημική κόκκινη γραμμή του ευρωμονόδρομου περνά και μέσα στην επίσημη Αριστερά.
Το μεταμοντέρνο ΜέΡΑ25 (και η ΛΑΕ σαν εξάρτημα του) δεν τολμά να τη θίξει. Ο Βαρουφάκης, κατά την υπουργική του θητεία, επιδόθηκε σε «δημιουργική ασάφεια» σχετικά με τον ευρωμονόδρομο και κατέληξε να ψηφίσει δια της πλαγίας το τρίτο μνημόνιο. Το πρώτο πολιτικό δημιούργημα του (το πανευρωπαϊκό κόμμα DIEM25) κήρυττε την «ρεαλιστική ευρωπαϊκή ανυπακοή» και επαγγελλόταν μία κοινωνική μεταρρύθμιση της ΕΕ (διανθίζοντάς την με ετερόκλητες αριστερο-δεξιές προτάσεις επιστημονικής φαντασίας παρά οικονομικής πολιτικής). Κατά την πρόσφατη διάλυση του DIEM25, δήλωσε απογοητευμένος από την δυνατότητα οικοδόμησης κοινωνικής ΕΕ. Και φυσικά σαν επικεφαλής του ΜέΡΑ25 συνέχισε να προβάλλει την ίδια άποψη: «κακώς μπήκαμε στην ΕΕ, αλλά τώρα θα είναι κακό να φύγουμε». Αυτός ο τρόμος απέναντι στη συστημική κόκκινη γραμμή φαίνεται και στην αντίστοιχη κωλοτούμπα του συνοδοιπόρου και γνωστού δραχμιστή Κ. Λαπαβίτσα, που πλέον αποτάσσεται την έξοδο από την ευρωζώνη και ζητά την απάλυνση των συνεπειών της.
Όμως, ο ελέφαντας που κρύβεται πίσω από τις παπαρούνες είναι το ΚΚΕ, που ενώ καταγγέλλει την ΕΕ ταυτόχρονα ανάγει την αποδέσμευση από αυτή σε κάποιο απώτερο σοσιαλιστικό μέλλον (λες και μπορεί να γίνει σοσιαλισμός μέσα στην ΕΕ). Άλλωστε, στις κρίσιμες στιγμές των μεγάλων αντιμνημονιακών λαϊκών κινητοποιήσεων, το ΚΚΕ επέλεξε να απόσχει και να τις υπονομεύσει. Με επανειλημμένες δηλώσεις των δύο τελευταίων Γενικών Γραμματέων του δήλωσε ότι δεν σκέφτεται λύσεις εκτός ΕΕ και σιγοντάρησε το συστημικό αφήγημα, ότι δηλαδή η αποδέσμευση από την ΕΕ είναι καταστροφική.
Μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η Αριστερά που εννοεί το όνομα της και θέλει να είναι επαναστατική, προβάλει σταθερά το αίτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ σαν βασικό και κρίσιμο κρίκο για να πάρει η κατάσταση στη χώρα μας μία φιλολαϊκή κατεύθυνση. Απέναντι, στα συστημικά φερέφωνα που σιτίζονται κρώζοντας για καταστροφές, είναι σαφές ότι και η παραμικρή ουσιαστική φιλολαϊκή βελτίωση των πραγμάτων (από το κόστος της ενέργειας και την ασφάλεια των σιδηροδρόμων μέχρι τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας) απαιτεί τη σύγκρουση με την ΕΕ. Η ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συμβάλλει ουσιαστικά στους αγώνες που έρχονται.